Απόψεις περί «νόμιμου ιδιοκτήτη» των Γλυπτών αποτελούν υπολείμματα της αποικιοκρατίας και αγνοούν τη διεθνή συζήτηση και τις Διακηρύξεις της Unesco, δήλωσε η υπουργός πολιτισμού στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων με αφορμή τις δηλώσεις του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου.
Ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου σε σημερινή συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα» ενώ παραδέχεται ότι «όταν μετακινείς πολιτιστική κληρονομιά σε ένα μουσείο, τη μετακινείς εκτός πλαισίου της», ισχυρίζεται πως «αυτή η μετατόπιση είναι και αυτή μια δημιουργική πράξη» και υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι «το Μουσείο δεν θα επιστρέψει μόνιμα τα Γλυπτά στην Ελλάδα», ενώ αποκλείει το ενδεχόμενο «επ'' αόριστον δανεισμού» και συμπληρώνει πως «όταν δανείζουμε, δανείζουμε σε εκείνους που αναγνωρίζουν την ιδιοκτησία».
Για το θέμα ρωτήθηκε η υπουργός πολιτισμού από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων η οποία και σημείωσε χαρακτηριστικά:
«Η Ελλάδα είναι ο γενέθλιος τόπος των Γλυπτών του Παρθενώνα, η Αθήνα είναι η πόλη τους, η Ακρόπολη και το Μουσείο της είναι ο φυσικός τους χώρος.
Η δήλωση του κ. Φίσερ περί ''''νόμιμου ιδιοκτήτη'''' επιδεικνύει μια στενή, κυνική διαχειριστική αντίληψη. Είναι λυπηρό να ακούγεται από τον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου και γνωστό ιστορικό τέχνης. Υποβαθμίζει την πολιτιστική κληρονομιά από ανεκτίμητη οικουμενική αξία σε αγοραπωλησία. Παρόμοιες απόψεις είναι διαμετρικά αντίθετες με τις αντιλήψεις που επικρατούν σήμερα στο διεθνές πεδίο του πολιτισμού.
Αποτελούν υπολείμματα της αποικιοκρατίας και αγνοούν τη διεθνή συζήτηση και τις Διακηρύξεις της Unesco. Πολύ περισσότερο, όταν πρόκειται για ένα ακρωτηριασμένο μνημείο, σύμβολο της χώρας διαχρονικά, στο οποίο οφείλεται η επανένωση και αποκατάστασή του, σύμφωνα με τη βασική αρχή της "ακεραιότητας", όπως επιβάλλει η Σύμβαση της Unesco του 1972».