Ο προοδευτικός εκσυγχρονισμός αφορά μια πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη προσπάθεια σύγκλισης της ελληνικής κοινωνίας με τις πιο προηγμένες, ευρωπαϊκές μορφές οργάνωσης της οικονομίας και του κράτους, την εναρμόνιση των ελληνικών θεσμών με τις πρακτικές των ευρωπαϊκών χωρών και την αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας. Δεν είναι μια φάση ή ένα στάδιο ανάπτυξης, αλλά μια διαρκής κοινωνική διεργασία.
Ο εκσυγχρονισμός αφορά τελικά μια διαφορετική αντίληψη για τη λειτουργία της κοινωνίας που διευρύνει τις ελευθερίες και τις δυνατότητες των πολιτών, για αυτό και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον ορθολογισμό, απέναντι σε προκαταλήψεις, ιδεολογήματα, εμμονές και φαντασιώσεις.
Ο εκσυγχρονιστικός λόγος είναι δημιουργικός· λόγος που προβλέπει, λόγος που σχεδιάζει, λόγος που αφορά το μέλλον. Για αυτό και αντιπαρατίθεται στην κοινωνική απαισιοδοξία που υποστηρίζει ότι, σ' έναν κόσμο όπου ήδη τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα, η κατάσταση θα επιδεινώνεται όλο και περισσότερο.
Αντιπαρατίθεται στις νοοτροπίες που δεν επιτρέπουν την ελπίδα και αποκλείουν την πιθανότητα να δημιουργηθεί μια σχέση με το μέλλον που θα καθορίζεται από τις ιδέες και τις πρωτοβουλίες της κοινωνίας. Η ελπίδα όμως είναι το κύριο συστατικό του προοδευτικού εκσυγχρονισμού. Τα όσα συμβαίνουν δεν απορρέουν από μη αναστρέψιμες νομοτέλειες. Ο πολίτης έχει και άλλη διέξοδο από την παραίτηση και την υποταγή στην μεμψιμοιρία.
Στο πλαίσιο αυτό ο προοδευτικός εκσυγχρονισμός προτάσσει την ανάγκη διατύπωσης μιας ολοκληρωμένης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης που θα κινείται σε μεταρρυθμιστική τροχιά για τον εξευρωπαϊσμό της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται κατ’ ουσία για μια βαθιά διαδικασία ανασύνθεσης της πολιτικής που θα ξεπερνά το παραδοσιακό δίπολο Δεξιάς-Αριστεράς και θα υπερβαίνει τόσο την παλαιού τύπου σοσιαλδημοκρατία, όσο και τον νεοφιλελευθερισμό.
Σύμφωνα με τη θεωρία «της σύνθεσης του Τρίτου», μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς υπάρχει ένας χώρος που δεν βρίσκεται στο μέσον μεταξύ των δύο άκρων, αλλά επιθυμεί να πάει πέρα από τη Δεξιά και την Αριστερά. Πρόκειται για τη διαμόρφωση ενός χώρου που εμφανίζεται όχι ως συμβιβασμός μεταξύ δύο άκρων, αλλά ως μορφή υπέρβασης του ενός και του άλλου, και επομένως ως ταυτόχρονη παραδοχή και αναίρεση.
Κάτι τέτοιο βέβαια προϋποθέτει όχι μόνο την επαναβεβαίωση των αφετηριακών παραδοχών και των ηθικών/ αξιακών πλαισίων των δύο ιστορικών ιδεολογιών (φιλελευθερισμός – σοσιαλισμός), αλλά και την επανανοηματοδότησή τους. Ο σοσιαλισμός, τουλάχιστον με τη μορφή του δογματικού κολεκτιβισμού και του κεντρικού σχεδιασμού που έλαβε είτε με την εκδοχή του Σοβιετικού Κομουνισμού στην Ανατολή, είτε με αυτή της Κεϋνσιανής «συμβιβαστικής» λύσης πρόνοιας στη Δύση, έχει χρεοκοπήσει. Για αυτό και απαιτείται εμπιστοσύνη στις δημιουργικές δυνάμεις της αγοράς και τις κοινωνικά επωφελείς συνέπειες της ατομικής πρωτοβουλίας.
Από την άλλη πλευρά, η οικονομική ανισότητα, η κοινωνική πόλωση και η επιβάρυνση του περιβάλλοντος, η προτεραιότητα της οικονομίας έναντι της πολιτικής, η απουσία δημοκρατικού ελέγχου και ρύθμισης των παγκόσμιων αγορών βρίσκονται στον πυρήνα της σύγχρονης κριτικής. Για αυτό και απαιτείται μια νέα εξισορρόπηση ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα, μια νέα ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και της επιχειρηματικότητας αφενός, και του κοινωνικού καθήκοντος και της ηθικής ευθύνης αφετέρου.
Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται να επανασχεδιαστεί η λειτουργία του κράτους καθώς και να επαναξιολογηθεί η λογική των προνοιακών πολιτικών, με τη δημιουργία ενός κράτους-στρατηγείου και ενός σύγχρονου κράτους επενδύσεων, που θα επικεντρώνεται στην τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού και στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού (οικονομικού) περιβάλλοντος αφενός, και στην κοινωνική επένδυση αφετέρου, που σημαίνει να ενισχύει την ικανότητα και τις γνώσεις του ανθρώπινου δυναμικού μιας χώρας. Εκσυγχρονισμός σημαίνει επίσης αξιολόγηση, σχεδιασμός, μέτρηση αποτελεσμάτων, προϋπολογισμός, έλεγχος δαπανών και τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων.
Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, μια πολιτική πατριωτικού εκσυγχρονισμού αναδεικνύει τη σημασία μιας συγκροτημένης Εθνικής Στρατηγικής, που επιτρέπει στην πατρίδα μας όχι απλώς να αντιδρά, αλλά να δημιουργεί τις προϋποθέσεις διπλωματικής, στρατιωτικής και οικονομικής ισχυροποίησης, συγχρονιζόμενη με τη μεγάλη εικόνα και λαμβάνοντας υπόψη το αναδιατασσόμενο πλέγμα σχέσεων ανάμεσα σε εταίρους, συμμάχους και ανταγωνιστές.
Η ελληνική πραγματικότητα δεν μπορεί άλλο να τρέφεται από λαϊκίστικες αυταπάτες και βολικές ψευδαισθήσεις, να έλκεται από την αρχαιολατρία και τη θρησκοληψία, να στηρίζεται σε απλοϊκές εξηγήσεις και τελικά να οδηγείται στη δημιουργία εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, αναπαράγοντας και διαιωνίζοντας το σύνδρομο μιας Ελλάδας φοβικής, περίκλειστης, περιχαρακωμένης στα νότια όρια της βαλκανικής χερσονήσου.
Γιατί λοιπόν ανθεί ο εθνικιστικός λαϊκισμός; Διότι αποσπά την προσοχή από τα πραγματικά προβλήματα και τις ευθύνες προσώπων και πολιτικών παρατάξεων. Απαλλάσσει από την υποχρέωση να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός. Προσφέρεται να αναβαπτιστούν οι παλαιοί σωτήρες και να αναδειχτούν νέοι. Για αυτό ακριβώς η Ελλάδα χρειάζεται τώρα εθνική στρατηγική.
Χρειάζεται αντί για την εθνικιστική λαϊκιστική φοβία στόχους, που θα επιδιώξει με αποφασιστικότητα, αντί για μεγαλοϊδεατισμούς, οικονομικά και κοινωνικά οράματα. Με πρόταγμα το αξιακό παράδειγμα του φιλελεύθερου διεθνισμού και πυρήνα του εθνικού συμφέροντος τον γεωπολιτικό ρεαλισμό, να αναπτύξουμε μια Εθνική Στρατηγική που αποπνέει αυτοπεποίθηση και σιγουριά.
Η Ελλάδα έχει κατοχυρώσει μεταπολιτευτικά ένα πολύ σημαντικό κεκτημένο. Τις ιστορικές αποφάσεις για τον δυτικό και ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, που λήφθηκαν μετά το 1974 και για μισό αιώνα ισχύον ανεξαρτήτως της εναλλαγής στην εξουσία κομμάτων με διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές. Αυτό, όμως, που σήμερα απαιτείται περισσότερο από ποτέ είναι να τεθεί εκ νέου και με αξιοπιστία το αίτημα του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας.
Για αυτό σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι η στιγμή που με σημείο αναφοράς το Μεταρρυθμιστικό Κέντρο και με στρατηγική τον Προοδευτικό Εκσυγχρονισμό μπορεί και πρέπει να συγκροτηθεί ένα μεγάλο ευρωπαϊκό μέτωπο που να κινείται σε μεταρρυθμιστική τροχιά και εκσυγχρονιστική κατεύθυνση, από κόμματα, κινήσεις πολιτών και μεμονωμένους πολιτικούς, από την κεντροδεξιά μέχρι την κεντροαριστερά, την δημοκρατική αριστερά και την οικολογία. Είναι αυτές οι δυνάμεις που μπορούν να θέσουν εκ νέου και με αξιοπιστία το αίτημα του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας, όχι ως εξωτερική επιβολή, αλλά περισσότερο ως πλειοψηφικό ρεύμα, αν όχι ως πάνδημο αίτημα.
Τα φιλόδοξα βέβαια σχέδια εκσυγχρονισμού, από τον αστικό εκσυγχρονισμό του Ελευθερίου Βενιζέλου, την ανάπτυξη των δεκαετιών του '50 και του '60, μέχρι τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ, το Ελσίνκι, τα μεγάλα έργα και την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, απαιτούν συναινέσεις, κοινωνικές συμμαχίες και κυρίως αναγκαίες λειτουργικές και θεσμικές αλλαγές που θα μεταβάλλουν τις συνήθειες μεγάλων στρωμάτων της διοίκησης και της κοινωνίας.
Απαιτούν, όμως, και ισχυρή πολιτική βούληση για οριστική ρήξη με όλες εκείνες τις παθογένειες, τις υστερήσεις και τα βαρίδια που ακόμα δυστυχώς χαρακτηρίζουν την ελληνική πραγματικότητα: αναχρονιστικές νοοτροπίες, πελατειακές σχέσεις, κρατικιστικές λογικές και συντεχνιακά συμφέροντα που εκτρέφουν την «αμυντική καθήλωση» στα ήδη εξασφαλισμένα.
Το σίγουρο πάντως είναι πως αν ο ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας παραμείνει στο επίπεδο της ανεκπλήρωτης επαγγελίας, τότε δεν θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε απλώς και μόνο τις συνέπειες μιας αποτυχίας στην υλοποίηση ενός σχεδίου, αλλά την αμφισβήτηση αυτού του ίδιου του προτύπου.
Συμπερασματικά, η μόνη πραγματική εθνική προοδευτική πολιτική σήμερα είναι εκείνη που θα εξασφαλίσει τη διεθνή παρουσία της χώρας σε όλους τους τομείς, η οποία θα έχει στόχο να καταστήσει την Ελλάδα ισχυρή. Η ισχυρή Ελλάδα θα είναι αποτέλεσμα μιας συντονισμένης πολιτικής σε όλους τους τομείς που θα εξασφαλίσει σταθερότητα στην οικονομία, αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη, κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, ενεργητική διεθνή παρουσία χάρη στην εσωτερική δυναμική της οικονομίας και της κοινωνίας μας, χάρη στην ισχυρή κοινωνία της. Νέο κοινωνικό κράτος, κοινωνία ισχυρή, ισχυρή Ελλάδα μπορεί και πρέπει να είναι η «κινητοποιητική» παράσταση της εποχής μας για το μέλλον, ο στόχος όλων μας.
* Ο Χρήστος Μπαξεβάνης είναι Διδάκτωρ Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου. Έχει διατελέσει πρόεδρος στις Επιτροπές Προσφυγών της Υπηρεσίας Ασύλου και έχει συνεργαστεί με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.