Του Γιάννη Σιδέρη
Η καθημερινή μέρα του Ιωάννη Κωλέττη, όπως την απαθανάτισε ο Νικόλαος Δραγούμης, ήταν: «Στην οικία του από βαθέως όρθρου συνωστίζονταν φουστανελοφόροι από την εξώπορτα μέχρι τα σκαλιά. Όταν έμπαινες στο γραφείο του, τον έβλεπες να καπνίζει το τσιμπούκι του και να ακούει μετά μεγάλης υπομονής κάποιον ψηφοφόρο του που του ζητούσε ρουσφέτι: μια θέση, μια σύνταξη, ένα παράσημο (!) ή κάτι παρόμοιο».
Ήταν η πλέον εμβληματική μορφή του ρουσφετιού, και κατά πόδας τον ακολούθησαν οι Δ. Βούλγαρης και Θ. Δηλιγιάννης. Ο τελευταίος κατήργησε και το νόμο Τρικούπη, που έβαζε κάποιες προϋποθέσεις συγκεκριμένων κριτηρίων για τις προσλήψεις στο Δημόσιο.
Αυτά τελείωσαν το 1911 με τη μονιμοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων. Μας έμεινε η ονομασία της πλατείας Κλαυθμώνος, και η επίγνωση γιατί ήταν αναγκαιότητα τότε η καταγγελλόμενη τώρα, μονιμοποίηση.
Έκτοτε πέρασαν χρόνοι πολλοί, το ρουσφέτι δεν καταργήθηκε, παρά και τον αξιόλογο νόμο Πεπονή, που υπονομεύτηκε και από το κόμμα του. Μεταπολιτευτικά, καθώς τα χρήματα της ΕΟΚ και των δανεικών ήταν ανθηρά, έγινε καθεστώς το μαζικό προεκλογικό ρουσφέτι προς κοινωνικές τάξεις και επαγγελματικές ομάδες.
Εμβληματικά έχουν μείνει τα φτηνά αυτοκίνητα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (και το χιουμοριστικό «καλύτερα παπάκι παρά τον Μητσοτάκη»), το πακέτο μέτρων του Κώστα Σημίτη (που ευτέλισε την εκσυγχρονιστική του προσπάθεια), το «όλα τα κιλά όλα τα λεφτά» του Κώστα Καραμανλή, και το κοινωνικό επίδομα του «λεφτά υπάρχουν» Γιώργου, λίγο πριν στουκάρουμε στα βράχια.
Η Αριστερά κατήγγειλε πάντα έντονα - και ορθώς - την ρουσφετολογική πολιτική προς τα κοινωνικά σύνολα, όταν αυτή ήταν εμφανώς προεκλογική. Εκ των υστέρων και εκ των πραγμάτων, αποδεικνύεται ότι ένα τμήμα της, ο ΣΥΡΙΖΑ, διαμαρτυρόταν όχι για λόγους αρχής, αλλά επειδή δεν είχε ποτέ ως τότε πρόσβαση στην εξουσία, ώστε να οικειοποιηθεί δι' ίδιον εκλογικό συμφέρον αυτά που κατήγγειλε.
Έτσι αποφάσισε να τα κάνει όλα μαζί την πρώτη φορά που αντιμετωπίζει εκλογές από θέση εξουσίας (ο Σεπτέμβρης του 15 ήταν ειδική περίπτωση).
Μέσα στην επόμενη εβδομάδα, τελευταία της προεκλογικής περιόδου, το κράτος θα δώσει περισσότερα από 1 δις. Την 13η «σύνταξη» όπως βαφτίζει το προεκλογικό επίδομα, το επίδομα τέκνων σε 600 χιλ. οικογένειες, επίδομα ενοικίου σε 230 χιλ., ανοίγει τις πλατφόρμες για ένταξη πληθώρας οφειλετών στη ρύθμιση των 120 δόσεων, ενεργοποίηση του ΦΠΑ στα τρόφιμα κλπ.
Παράλληλα χθες έβρεξε τροπολογίες στη Βουλή, οι οποίες αύξησαν τους δικαιούχους διαφόρων επιδομάτων, και διευθέτησαν διοικητικές εξυπηρετήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων - και όλες χωρίς την επιβαλλόμενη κοστολόγηση!
Στη Θεσσαλονίκη έγινε ένας ακόμη ημιεπίσημος εγκαινιασμός του Μετρό - που δεν λειτουργεί. Έφτασε ο νέος συρμός λίγες ημέρες πριν ανοίξουν οι κάλπες και πανηγυρικώς τον υποδέχτηκαν η υποψήφια δήμαρχος κα Νοτοπούλου μετά του υπουργού Χρ. Σπίρτζη. Τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν είχαν μουσαμάδες. Ο δε Πρόεδρος του μετρό Γιάννης Μυλόπουλος δεν ντράπηκε να αναρτήσει στο facebook ότι «Το μετρό στηρίζει Κατερίνα Νοτοπούλου» (το μετρό που πληρώνουν όλοι οι Έλληνες με τους φόρους τους).
Αποκορύφωμα πάντως της πολιτικής έκπτωσης ήταν η στάση απέναντι στους αγαπημένους όλων των κυβερνήσεων, τους ταξιτζήδες. Ο αρμόδιος υπουργός Χρ. Σπίρτζης προέτρεψε να κάνουν τα ταξί τους εκλογικά κέντρα του Τσίπρα και της Νοτοπούλου, με αντάλλαγμα η κυβέρνηση να προστατέψει τα συμφέροντά τους, έναντι της Uber και λοιπών!! (τουλάχιστον ο Λουράντος των φαρμακοποιών το 2015 είχε προσφερθεί μόνος του να μετατρέψει τα 6.000 φαρμακεία σε προεκλογικά κέντρα του ΣΥΡΙΖΑ).
Και πώς να μην το κάνει ο υπουργός όταν ο Πρωθυπουργός του καλωσόρισε τον «φίλο του τον Θύμιο» Λυμπερόπουλο, Πρόεδρο των ταξιτζήδων, και κάποτε μορφή της «λαϊκιάς δεξιάς».
Είναι εις διπλούν παρωχημένοι. Σε ψηφοθηρικό επίπεδο θεωρούν ότι ζουν προ twitter και facebook, προ ιδιωτικών τηλεοράσεων και ραδιοφώνων. Τότε που οι ταξιτζήδες, πολύφερνοι τύποι της αγοράς, «έριχναν κυβερνήσεις».
Υπάρχει η λογική εκτίμηση όλη αυτή η πλεονάζουσα παροχολογία καταδεικνύει τον πανικό τους. Σωστό, αλλά η ένσταση της στήλης το ξεπερνά αυτό.
Η ένσταση είναι ότι χωρίς πολιτική αιδώ, μικρόνοοι και μικροπρεπείς, έσπασαν όλα τα κοντέρ του παλαιοκομματισμού. Αυτοί που τα κατήγγειλαν, και που λόγω ηλικίας και - προβαλλόμενης - ιδεολογίας, θα έπρεπε να κάνουν μία πολιτική τομή που θα έμενε παρακαταθήκη στο πολιτικό σύστημα, έφεραν στην πολιτική ζωή πρακτικές παρωχημένων δεκαετιών. Για μια ακόμη φορά «κρίμα».