Οι «αναλογικές εκλογές» που κατά τα φαινόμενα θα διεξαχθούν την προσεχή άνοιξη έχουν δύο σπάνιες ιδιαιτερότητες, οι οποίες στην εκλογική ιστορία της χώρας έχουν εμφανιστεί από μια μόνο φορά η καθεμία:
Πρώτον, ο λαός θα κληθεί να ψηφίσει με αναλογική, γνωρίζοντας πως στην αμέσως επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα ισχύσει εκλογικό σύστημα με ισχυρό πλειοψηφικό στοιχείο. (Κάτι ανάλογο είχε συμβεί ξανά στις «αναλογικές εκλογές» του 1932, όταν η απλή αναλογική είχε ρητά θεσπιστεί για μια μόνο εκλογή, με πρόβλεψη άμεσης επανόδου κατόπιν στο πλειοψηφικό σύστημα).
Δεύτερον, ο λαός θα κληθεί στις κάλπες όχι για να δώσει κυβέρνηση, αλλά –τουλάχιστον κατά την πρόθεση και πρόσκληση του ενός εκ των μεγάλων κομμάτων του τόπου- για να δώσει σε αυτό μια δυναμική και μια ώθηση, η οποία θα του επιτρέψει στις αμέσως επόμενες εκλογές, όπου σχεδόν με βεβαιότητα θα υπάρχει και ισχυρό μπόνους για το πρώτο κόμμα, να διεκδικήσει την αυτοδυναμία.*
(Κατ' αναλογία και στις εκλογές του 1956 ο ένας βασικός διεκδικητής της λαϊκής ψήφου, ο συνασπισμός όλων των «αντικαραμανλικών κομμάτων» -που περιελάμβανε από την κομμουνιστογενή ΕΔΑ έως το ακραιφνώς βασιλόφρον Λαϊκό Κόμμα του Ντίνου Τσαλδάρη- ζητούσε τη λαϊκή στήριξη όχι για να κυβερνήσει, αλλά για να αλλάξει τον εκλογικό νόμο και να προσφύγει εκ νέου στις «αναλογικές», αυτή τη φορά κάλπες με όλες τις συνιστώσες του αυτονομημένες…).
Δεδομένης λοιπόν της «ειδικής φύσης» αυτών των εκλογών, καθώς και του ότι η πρόθεση της ΝΔ να επανακληθεί αμέσως το εκλογικό σώμα στις κάλπες πρέπει να μην υλοποιηθεί με όρους που θα δίνουν την εντύπωση ακραίου παραταξιακού εγωισμού και αδιαλλαξίας περιφρονητικής για την ήδη καταγεγραμμένη λαϊκή βούληση (άλλως μπορεί μέρος του λαού τη δεύτερη φορά να ψηφίσει τιμωρητικά για την επισπεύδουσα πολιτική δύναμη), η μετεκλογική διαχείριση του «blame game» είναι εξαιρετικά σημαντική. Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να σκεφθώ ένα σενάριο ικανό να φέρει σε δύσκολη θέση τον σημερινό πρωθυπουργό και το κόμμα του, στην προσπάθειά του να δικαιολογηθεί το άμεσο ξαναστήσιμο των καλπών:
Σε περίπτωση που Ανδρουλάκης και Τσίπρας προτείνουν συγκρότηση τρικομματικής κυβέρνησης ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ υπό την προεδρία του Ευάγγελου Βενιζέλου -μετά τη μη αναφορά του από τον Μητσοτάκη μεταξύ των θυμάτων της σκευωρίας Νοβάρτις είναι καταφανής η προσέγγιση Βενιζέλου προς τους δύο ηγέτες των σήμερα αντιπολιτευτικών κομμάτων, έστω και αν αυτή η μη αναφορά απλώς προσέθεσε στη δυσαρέσκεια του άλλοτε αντιπροέδρου της κυβέρνησης για τη μη επιλογή του για το προεδρικό αξίωμα το 2020, αλλά και για τη μη συναινετική προσφορά σε αυτόν της προεδρίας μιας μεταβατικής πολιτικής κυβέρνησης μεταξύ των δύο εκλογών- πώς θα μπορούσε να δικαιολογήσει την άκαμπτη εμμονή της για νέες εκλογές η ΝΔ;
Σε μια τρικομματική «κυβέρνηση Βενιζέλου» η ΝΔ ασφαλώς θα διασφάλιζε τα σημαντικότερα οικονομικά υπουργεία, στοιχείο καθησυχαστικό για πολλούς ισχυρούς οικονομικούς παίκτες… Η ευρύτατη κοινοβουλευτική βάση της θα επέτρεπε, θεωρητικά τουλάχιστον, τη δρομολόγηση εξυγιαντικών τομών και μεταρρυθμίσεων, το πολιτικό κόστος των οποίων ουδέν μονοκομματικό κυβερνητικό σχήμα θα αναλάμβανε ποτέ… Σε περίπτωση σύρραξης με την Τουρκία η χώρα θα είχε κυβέρνηση με την ευρύτατη δυνατή λαϊκή στήριξη… Τέλος το πρόσωπο του πρωθυπουργού θα αποτελούσε την ισχυρότερη δυνατή εγγύηση στους ισχυρούς συμμάχους μας για το διαρκές αγκυροβόλημα της χώρας μέσα στους δυτικούς θεσμούς και στα ανάλογα συμμαχικά στρατιωτικά πλέγματα…
Σημειωτέον πως πέραν της δεδομένης προσέγγισης του άλλοτε συγκυβερνήτη της χώρας με τον σημερινό πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ αλλά και, κυρίως, με τον ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ - πρόκειται για προσέγγιση καθιστάμενη πασίδηλη από πολλά στοιχεία, όπως πχ τον όψιμο «έρωτα» για τον Βενιζέλο της Αυγής και της ΕφΣυν - ένας τέτοιος χειρισμός είναι εξαιρετικά χρήσιμος για τους δύο αυτούς εν ενεργεία κομματικούς ηγέτες:
Η εκ μέρους του Μητσοτάκη απόρριψη σχετικής πρότασής τους ασφαλώς θα δυσαρεστούσε μέρος της κεντρογενούς βάσης της ΝΔ, προκαλώντας της εκλογικές απώλειες… Η δε ενδεχόμενη αποδοχή της θα απέτρεπε άμεσες εκλογές με το νέο εκλογικό σύστημα, οι οποίες ελάχιστα περιθώρια θα άφηναν στον ΣΥΡΙΖΑ για μείωση της διαφοράς του από τη ΝΔ, ενώ θα ήταν περίπου με βεβαιότητα καταστροφικές για τον Ανδρουλάκη.
(Ειδικά ο τελευταίος μετεκλογικά μάλλον δεν θα είχε ούτε τη δυνατότητα αναζήτησης μιας κυβέρνησης κοινοβουλευτικής μειοψηφίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, βασιζόμενης σε ανοχή/αποχή από την ψηφοφορία για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης κάποιων άλλων κομμάτων: Ένα τέτοιο εγχείρημα θα προκαλούσε λογικά απόσχιση μέρους του κόμματός του -πιθανόν υπό τον Λοβέρδο- ώστε ακόμη και η σχετική σκέψη του να ακυρωθεί πριν καν γίνει απόπειρα υλοποίησής της…).
Συγκεφαλαιώνοντας: Φυσικά και δεν μπορώ να προεξοφλήσω πως μετεκλογικά Τσίπρας και Ανδρουλάκης θα θελήσουν να θέσουν σε εφαρμογή «σενάριο Βενιζέλου». Προεξοφλώ όμως πως η πορεία προς τις δεύτερες κάλπες δεν θα είναι περίπατος για τον Μητσοτάκη…
*Γράφω «σχεδόν», επειδή ο εκλογικός νόμος Μητσοτάκη είναι εξίσου αναλογικός με αυτόν του Τσίπρα, εάν το πρώτο κόμμα δεν προσπεράσει το 25%, ενώ αν το υπερβεί ελαφρώς το μπόνους δεν είναι ισχυρό…
* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του. Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ 'ΕΞΙ'. Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη