Τώρα που τέλειωσε, και μάλιστα με αποτέλεσμα μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης, η εσωκομματική διαδικασία του ΚΙΝΑΛ, που έχει ήδη ξαναγίνει ΠΑΣΟΚ, μπορούμε να κοιτάξουμε τόσο πίσω, όσο και μπροστά.
Το πρώτο, και ίσως το μόνο καθαρό, στοιχείο ήταν η ταπείνωση που υπέστη, στην κάλπη και στην κοινωνία, ο πρώην Πρωθυπουργός. Κάθοδος την τελευταία στιγμή και μετά την ασθένεια της προηγούμενης Προέδρου, καμπάνια με βάση αποκλειστικά το όνομα και τους συνειρμούς του, άρνηση συμμετοχής στο διάλογο και στη συλλογικότητα, οριακή είσοδος στο δεύτερο γύρο, σκλήρυνση λόγων και χτυπήματα κάτω από τη μέση μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου, συντριβή στην τελική μάχη, εξαιρετικά αμφίβολη συμπόρευση κατά την επόμενη μέρα.
Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως ο πρώην Πρωθυπουργός δεν πρόσφερε ούτε στον πολιτικό αγώνα στον οποίο συμμετείχε, ούτε, τελικά, στον εαυτό του κι ωφέλησε, δια της αποτυχίας του, τον αντίπαλό του στο δεύτερο γύρο, καθώς και το οριστικό γύρισμα σελίδας.
Δυο πολιτικές υποχωρήσεις, στη συνέχεια: Οι υποψήφιοι του δεύτερου γύρου δεν εκπροσώπησαν το πλήρες φάσμα απόψεων και τάσεων του νέου ΠΑΣΟΚ, ενώ δεν διαμόρφωσαν και πειστικό πολιτικό σχέδιο για την επόμενη φάση. Αμφότεροι εκπροσωπούν, με αρκετά διαφορετικό προσωπικό τρόπο και με εντελώς διαφορετικούς συμμάχους εντός του σώματος που ψήφισε, την ίδια πολιτική τοποθέτηση, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «παλαιο-σοσιαλιστική».
Η τάση μίμησης ή συμπόρευσης με μια «Αριστερά» ξεπερασμένη από την Ιστορία και ξεδοντιασμένη από την κυβερνητική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ υπερεκπροσωπήθηκε, ενώ έμεινε σχεδόν ορφανή η εντός της «κεντροαριστεράς» διάσταση του «κέντρου» και οι σύγχρονης πνοής προτάσεις και μεταρρυθμίσεις. Η πράξη γρήγορα θα δείξει αν το κλείσιμο της εκλογικής και κοινωνικής πόρτας στο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι τόσο σαφές όσο του αξίζει και αν η πραγματική, και πολύ μακρινή από το συριζαικό «αφήγημα», προοδευτική ατζέντα θα μπορέσει να αποκτήσει έκφραση και ουσία.
Η ελπίδα, γιατί φυσικά υπάρχει ελπίδα στην επαύριον εκλογής μιας νέας ηγεσίας και μάλιστα μέσα από μαζική, και στους δυο γύρους, συμμετοχή, προϋποθέτει, κατά τη γνώμη μου, μια σειρά δύσκολων αλλά όχι αδύνατων υπερβάσεων.
Προσωπικής υπέρβασης από το νέο αρχηγό, ώστε να δείξει τόλμη και ηγετικότητα που, ίσως από υπολογισμό, δεν φανέρωσε ως τώρα, και να δώσει άμεσες αποδείξεις ότι έχει κατανοήσει πως δεν τον εξέλεξαν μόνο οι «δικοί του» και δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στους «δικούς του».
Πολιτικής υπέρβασης στη συνέχεια, με μετατροπή της μεγάλης συμμετοχής και της μεγάλης προσμονής σε συνεκτικό, ρεαλιστικό και συγχρόνως καινοτόμο σχέδιο για την κοινωνία, τη σοσιαλδημοκρατία και τη δημοκρατική παράταξη στη χώρα μας.
Θεσμικής και κοινοβουλευτικής υπέρβασης, ώστε, παρά τα δίδυμα ελλείμματα της λειτουργίας του νέου αρχηγού μέσω αντιπροσώπου στη Βουλή και των ιδεολογικών ως τώρα νεφελωμάτων, να προετοιμαστούν με τον καλύτερο τρόπο οι όχι τόσο μακρινές, και πάντως εξαιρετικά κρίσιμες, διπλές βουλευτικές εκλογές.
Ψυχολογικής, τέλος και πάνω απ' όλα, υπέρβασης, ώστε να νιώσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι συμπολίτες μας ότι κάτι άλλαξε από τη 12η Δεκεμβρίου και μετά, κι ότι κάτι ενδιαφέρον και ουσιώδες μπορεί αυτή η αλλαγή να σημάνει για την εκπροσώπηση ενός ολόκληρου χώρου αλλά και για την εν γένει πολιτική διαπάλη.
Ας ευχηθούμε καλή τύχη στο νέο αρχηγό και στο αναβαπτισμένο κόμμα κι ας περιμένουμε τα δείγματα γραφής και πράξης.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής