«Έρως ανίκατε μάχαν» έγραφε ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη», αλλά στην σύγχρονη εκδοχή της, η φράση μπορεί να μεταπλαστεί ως «έρως ανίκατε… πολιτικήν λογικήν».
Καθηγητής που είχε αρπάξει τις «ψιλές του» από αριστερούς τραμπούκους, μάλλον της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, επειδή έκανε κριτική στην Αριστερά, φαίνεται πως τελευταίως ηράσθη σφόδρα τον Αλέξη (πολιτικώς εννοούμε).
Σε χθεσινό του πόνημα στην κυριακάτικη έκδοση Καθημερινής εφημερίδας, και υπό τον συναισθηματικό τίτλο «Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς», προβλέπει επάνοδό του.
Το στηρίζει σε μια ιστορική αναδρομή (και ιερόσυλη αναγωγή) των παραδειγμάτων τριών ηγετών του 20ου αιώνα. Θυμίζει δηλαδή:
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος μετά τις εκλογές του 1920, την ήττα που πολύ τον πλήγωσε, επέστρεψε το 1928 ως «παράκλητος», ως ηγέτης μιας παράταξης που κέρδισε το 63% των ψήφων.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεψε ως θριαμβευτής το 1974. Από την ήττα του στις εκλογές του 1963, είχαν μεσολαβήσει ο θρίαμβος του Γεωργίου Παπανδρέου, τα Ιουλιανά, η δικτατορία των συνταγματαρχών, και η τραγωδία του Κυπριακού. Γεγονότα που οπωσδήποτε διαδραμάτισαν ρόλο στο ξαναζέσταμα του Καραμανλή με τους ψηφοφόρους (ότι δεν υπήρχε άλλος στην συγκεκριμένη συγκυρία, ότι το δίλημμα που - ίσως σωστά ετέθη- Καραμανλής ή τανκς, τα προσπερνάει ο καθηγητής και μιλάει για «ξαναζέσταμα» σχέσης με ψηφοφόρους).
Το 1993 επέστρεψε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Μετά την ήττα του από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στις εκλογές του 1989, κι ενώ πολλοί είχαν προδικάσει ένα άσχημο πολιτικό τέλος λόγω της υπόθεσης Κοσκωτά, ο Παπανδρέου κατάφερε όχι μόνο να κερδίσει τις εκλογές αλλά και να αγγίξει σχεδόν το 48% του 1981 - 46,88%.
Εδώ κι αν είναι άστοχος ο καθηγητής. Αν και έχει ηλικίαν να θυμάται, απλώς διαβάζει αριθμούς διερμηνεύοντάς τους κατά το δοκούν. Όμως πέραν των φανατικών της ΝΔ και του Συνασπισμού, ουδείς πίστευε τότε ότι είχε έρθει το τέλος του Αντρέα και ότι ήταν «αδιανόητη» η επιστροφή του (μόνο για βιολογικούς λόγους θα ήταν). Ήταν τόσο φανερή η μεθόδευση του διαμοιρασμού των πασοκικών ιματίων από τα δύο κόμματα, που η μεγάλη μάζα του λαού (και μη πασόκων) αντέδρασε με αίσθημα δικαίου.
Πέραν αυτών, οι τρεις ηγέτες που ο καθένας έγραψε τη δική του ιστορία, βρίσκονταν επικεφαλής υπαρκτών πολιτικών ρευμάτων στην ελληνική κοινωνία. Ο Τσίπρας δεν συμπυκνώνει και δεν εκφράζει, ένα ευμέγεθες πολιτικό ρεύμα με ιστορικότητα. Την ιστορικότητα της Αριστεράς την εκφράζει το ΚΚΕ
Προσπαθεί ανεπιτυχώς έως τώρα να εισπηδήσει ως σώγαμπρος στην Κεντραριστερά, αλλά δυσχεραίνεται. Όχι μόνο γιατί ο Μητσοτάκης έχει καταλάβει τις δεξιές έως και κεντρώες υπώρειές της, αλλά κυρίως γιατί η πολιτική του κουλτούρα δεν τον βοηθά να προτείνει λύσεις που να συνηχούν με τη νοοτροπία των κεντρώων στρωμάτων (και του ΚΙΝΑΛ που το κάνει θα πει ο αναγνώστης, βλέπουμε την τύχη του. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα, δεν έχει σχέση με τις προτάσεις του αλλά με το ότι πλέον λίγοι ασχολούνται με αυτές).
Ο Τσίπρας αντιπολιτευτικά ξαναγύρισε στην περίοδο 2011 – 15, γιατί μόνο αυτό μπορεί. Εκεί τον οδηγεί η κουλτούρα του. Ήδη άρχισε να ζητεί διαγραφή μεγάλου μέρους του ιδιωτικού χρέους (σε λίγο θα πει να τον ψηφίσουν για να το διαγράψει με ένα νόμο ένα άρθρο). Θεωρεί την ευταξία που ζητούν όλοι οι νουνεχείς πολίτες για τη διευθέτηση των ολιγομελών διαδηλώσεων, ως προσπάθεια της κυβέρνησης να απαγορεύσει τις διαδηλώσεις ενόψει της κοινωνικής έκρηξης που θα εκδηλωθεί. Απαιτεί στήριξη του εισοδήματος των εργαζομένων, ενώ ζητεί η επιστρεπτέα προκαταβολή να μη γίνει επιστρεπτέα, η κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών από το κράτος, και άλλα θεάρεστα.
Το πρόβλημα είναι πως δεν υποδεικνύει από που θα βρεθούν αυτά τα λεφτά. Το μαξιλάρι των 37 δις, που δεν είναι 37 δις, είναι παλιοκαιρινό. Ο κόσμος δεν τον εμπιστεύεται. Έπαθε κι έμαθε. Οπερ έδει δείξαι, στις δημοσκοπήσεις ο Μητσοτάκης έχει διπλάσιο ποσοστό πρωθυπουργικής καταλληλότητας, ενώ τον Τσίπρα τον ξεπερνάει σε ποσοστό και ο «Κανένας»!
Άλλωστε ο κόσμος που απέμεινε στην κεντροαριστερά και ψηφίζει ΚΙΝΑΛ, είναι σφόδρα αντίθετος. Όταν άνω του 60% των ψηφοφόρων αντιμετωπίζει ως θετική την συνεργασία με τη ΝΔ και μόνο περί το 8% με τον ΣΥΡΙΖΑ, έχει καταρρεύσει εν τη γενέσει της η προοπτική της «προοδευτικής διακυβέρνησης».
Βέβαια στην πολιτική ποτέ μη λες ποτέ, αλλά εφόσον η πολιτική ζωή με όλες τις δυσκολίες της, είναι ευθύγραμμη, αν δεν συμβεί κάτι συνταρακτικά αρνητικό, δεν βλέπει κανείς πως θα μπορούσε να επιστρέψει ο Τσίπρας. Ακόμη και στα πάνω του που ήταν, τότε που παρουσιαζόταν ως απελευθερωτής του λαού από την μέγγενη των δανειστών, χρειάστηκε τον Καμμένο για να κυβερνήσει.