Το «μπούμερανγκ» των προτάσεων δυσπιστίας
Eurokinissi
Eurokinissi

Το «μπούμερανγκ» των προτάσεων δυσπιστίας

Στις 4 Ιουνίου του 1988, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, καταθέτει πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, για την εξωτερική πολιτική και την οικονομία. Η πρόταση δυσπιστίας απορρίπτεται, με ψήφους 123 «υπέρ» και 157 «κατά». Η ιστορία θα γράψει ότι αυτή είναι η πρώτη πρόταση δυσπιστίας, που κατατίθεται στη μεταπολίτευση. Από τότε θα ακολουθήσουν άλλες 9 προτάσεις δυσπιστίας κατά κυβερνήσεων και 6 κατά υπουργών. Όλες απορριφθείσες.

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη καλείται, όπως όλα δείχνουν, να αντιμετωπίσει την τέταρτη κατά σειρά πρόταση δυσπιστίας.

Τον Οκτώβριο του 2020, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε πρόταση μομφής κατά του τότε υπουργού οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα για τον πτωχευτικό κώδικα, τον Ιανουάριο του 2022 ο Αλέξης Τσίπρας κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη για τη διαχείριση της κακοκαιρίας «Ελπίς», της πανδημίας και της ακρίβειας, ενώ ένα χρόνο αργότερα, τον Ιανουάριο του 2023, ο ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει και πάλι πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης για την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Οι προτάσεις δυσπιστίας απορρίπτονται.

Το ίδιο σκηνικό αναμένεται να επαναληφθεί, αν τελικά η πρόταση του Νίκου Ανδρουλάκη συγκεντρώσει 50 υπογραφές και υποβληθεί στον πρόεδρο της Βουλής, όπως προβλέπεται από το άρθρο 84 του Συντάγματος και το άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής.

Το μόνο ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη πρόταση δυσπιστίας θα είναι ότι την πρωτοβουλία δεν την παίρνει η αξιωματική αντιπολίτευση, ως είθισται, αλλά για πρώτη φορά το τρίτο κοινοβουλευτικό κόμμα. Αυτό ίσως να είναι και το μόνο πολιτικό κέρδος για τον Νίκο Ανδρουλάκη, ότι μία δική του κίνηση καλούνται όχι μόνο να στηρίξουν, αλλά και να συνυπογράψουν για να πάρει «σάρκα και οστά», τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αυτό, ταυτόχρονα, είναι και η «αχίλλειος πτέρνα» του, η έλλειψη της κοινοβουλευτικής δύναμης, που θα τον καταστούσε «αυτάρκη» στο κοινοβουλευτικό σκηνικό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη πλευρά -ο οποίος επίσης δεν διαθέτει την αναγκαία κοινοβουλευτική ισχύ για μια ανάλογη κίνηση, αν και αξιωματική αντιπολίτευση- αιφνιδιάστηκε από τη Χαριλάου Τρικούπη και αναγκάστηκε να ακολουθήσει ζητώντας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να παραιτηθεί εντός 24 ωρών για να διεξαχθούν στη χώρα εκλογές με διεθνείς παρατηρητές, ένα αίτημα, που ακόμη και στελέχη της Κουμουνδούρου, όπως ο Χρήστος Σπίρτζης, βρήκαν ακραίο, χωρίς να δίνεται καν συνέχεια.

Για την αντιπολίτευση, η κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας αποτελεί το κορυφαίο «όπλο» κοινοβουλευτικού ελέγχου. Υπό τις συνθήκες αυτές, όμως, σύσσωμη η αντιπολίτευση παίρνει το βάρος μιας πρότασης, με βέβαιη κατάληξη. Η ευθύνη ενός «άλματος στο κενό» δεν επιμερίζεται, αλλά μοιράζεται εξίσου, το «αφήγημα», που θα διατυπωθεί δεν θα υπάρχει περιθώριο να αλλάζει ούτε καν «απόχρωση» και την επόμενη ημέρα διερωτάται κανείς ποιος τελικά παίρνει προβάδισμα στην προσέγγιση της κοινής γνώμης. Ίδια ρητορική, ίδια επιχειρήματα, ίδιες κατηγορίες, ίδια εναλλακτική πρόταση. Αυτό, ίσως, να είναι και η εξήγηση της ύπαρξης μιας κατακερματισμένης αντιπολίτευσης.

Η κυβέρνηση, κατά κανόνα, βγαίνει από μια τέτοια σκληρή διαδικασία, ενισχυμένη. Επιβεβαιώνει την κοινοβουλευτική της δύναμη, συσπειρώνει τις δυνάμεις της, εντός και εκτός κοινοβουλίου, αποκτά τη δυνατότητα να απαντήσει σε μια προς μία τις κατηγορίες, που διατυπώνονται εναντίον της, ενώ οι όποιες εσωτερικές διαφωνίες μπορεί να υπήρχαν για επιμέρους θέματα, παραμερίζονται.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όντας στον Καναδά, δεν άφησε καμία αιχμή για τις τελευταίες εξελίξεις στο εσωτερικό και επέμεινε στο βασικό ζητούμενο της επίσκεψής του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Να απευθυνθεί, δηλαδή, δηλαδή στους Έλληνες του εξωτερικού, καλώντας τους να αξιοποιήσουν την επιστολική ψήφο και να συμμετάσχουν στις επερχόμενες ευρωεκλογές και να παρουσιάσει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, που επιβεβαιώνει τη χώρα ως έναν επενδυτικό προορισμό.

Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει ήδη αποδώσει στην κίνηση της αντιπολίτευσης χαρακτηριστικά, που ξεπερνούν μια κοινοβουλευτική διαδικασία ή μια αντιπολιτευτική πρωτοβουλία. Έχει μιλήσει ευθέως για αποσταθεροποίηση της χώρας και αντικυβερνητική εκστρατεία, πίσω από την οποία κρύβονται οικονομικά συμφέροντα, στα οποία αφήνει να εννοηθεί ότι η ίδια δεν έχει υποκύψει.

Με δεδομένο ότι βρισκόμαστε μόλις εννέα μήνες μετά τις εθνικές εκλογές και με την προοπτική μιας ακόμη κάλπης σε λιγότερο από 90 ημέρες, όπου οι πολίτες θα μπορούν να εκφραστούν, το ενδεχόμενο να διαταραχθεί η πολιτική σταθερότητα, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει κυρίως για την οικονομία, εμφανίζεται από το κυβερνητικό επιτελείο ως ο πραγματικός κίνδυνος των κινήσεων της αντιπολίτευσης και ειδικά του κλίματος, που δημιουργούν.

Ενός κλίματος, που λαμβάνει υπόψιν μόνο τις ερωτήσεις, που θέτει η αντιπολίτευση και όχι τις απαντήσεις, που δίνονται από την κυβέρνηση, κατασκευάζοντας ένα «σκοτεινό» περίβλημα σε κάθε υπόθεση της επικαιρότητας.

Στην τριήμερη συζήτηση, που θα ακολουθήσει στη Βουλή, αν τελικά αύριο κατατεθεί η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, η αντιπαράθεση είναι βέβαιο ότι θα φθάσει στα άκρα. Το ζητούμενο είναι οι συσχετισμοί, που θα διαμορφωθούν την επόμενη ημέρα και ο αντίκτυπος, που θα αποτυπωθεί στην κοινή γνώμη, όταν οι πολίτες έχουν ήδη απορρίψει το κλίμα τοξικότητας των προηγούμενων ετών.