Χθες γράφαμε ότι η τύχη του Μητσοτάκη είναι η αντιπολίτευση που έχει. Αν ο Τσίπρας είχε συναινέσει στην… «καλή – κακή» επιλογή Αποστολάκη, θα είχε εκπέμψει την εικόνα ώριμου κόμματος εξουσίας, που συνδιαλέγεται και συναινεί με την κυβέρνηση στα μεγάλα προβλήματα του μέλλοντος, όπως άλλωστε στα λόγια ισχυριζόταν - και απαιτούσε (δες Λινού).
Την εικόνα επίσης ενός κόμματος που διαθέτει αξιόλογα στελέχη (για την εικόνα λέμε), τα οποία κρίνονται αν όχι αναγκαία, τουλάχιστον επαρκή, και τα οποία παραχωρεί για να συμπληρώσουν το στελεχικό δυναμικό αυτών που ειρωνεύεται ως «αρίστους». Ανεξάρτητα αν η κίνηση Μητσοτάκη δεν ήταν η επιτυχέστερη και ευτυχέστερή του, για τον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν «γλυκιά εκδίκηση».
Αντιθέτως, με την υστερική αντίδραση περί «αποστασίας», κατέδειξε ότι παραμένει το κόμμα που ήρθε υπό ιδιάζουσες συνθήκες στην εξουσία και δεν έχει αποβάλει τις δοξασίες των μετωπικών συγκρούσεων που παραπέμπουν στην «παιδική αρρώστια του κομμουνισμού».
Η επιλογή Στυλιανίδη αντί του Αποστολάκη (στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα) έχει τα τρωτά της σαν κάθε ρηξικέλευθη επιλογή. Τα τρωτά δεν είναι ουσιαστικά, δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο. Αφορούν το γεγονός ότι δεν αποτέλεσε πρώτη επιλογή, και βέβαια το εσπευσμένο της πολιτογράφησης.
Ωστόσο, το βιογραφικό του νέου υπουργού (μεταξύ άλλων αρχιτέκτονας του rescEU), παρέχει εχέγγυα αποτελεσματικότητας, ώστε η επιφύλαξη που εγείρεται δεν αφορά το πρόσωπό του, αλλά το εάν η ελληνική διοίκηση θα μπορέσει ανταποκριθεί στον ρόλο της.
Υποχρέωση και δικαίωμα της αντιπολίτευσης φυσικά είναι να κάνει κριτική, αλλά σημασία έχει τι κριτική κάνει. Ήταν αναμενόμενος, εύκολος και εύλογος ο προπαγανδιστικός ισχυρισμός των ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, σύμφωνα με τον οποίο η ένδεια στελεχών της ΝΔ οδηγεί τον πρωθυπουργό σε «μεταγραφές» για τη συμπλήρωση της κυβέρνησης.
Άλλωστε τους εξυπηρετεί και πολιτικά να διασπείρουν δυσαρέσκεια σε όσους στη ΝΔ θεωρούν ότι παραγκωνίζονται, άλλοτε με την υπουργοποίηση στελεχών της κεντροαριστεράς και τώρα με την υπουργοποίηση Στυλιανίδη. Νομιμοποιημένο είναι και το να μιλάνε για το έκτακτο της υπηκοότητας Στυλιανίδη.
Ωστόσο, η κριτική δεν μπορεί να γίνεται πολεμική που αγγίζει ευαίσθητα θέματα και θρυμματίζει το αίσθημα εθνικής ενότητας απέναντι στους Έλληνες της Κύπρου. Ούτε να κρίνεται η αποδοχή ή όχι του Στυλιανίδη από την στάση που κράτησε στο σχέδιο Ανάν. Γιατί συμβαίνουν και τα δύο.
Οι υποστηρικτές και τα τρολ του ΣΥΡΙΖΑ στα σόσιαλ μήντια, μιλάνε για άτομο με ξένη εθνικότητα, μπερδεύοντάς την σκόπιμα με την ιθαγένεια και την υπηκοότητα.
Όμως δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει ορισμός Ελληνοκύπριου σε θέση υπουργού, παρότι ο Τσίπρας είπε πως ο Μητσοτάκης «επέλεξε να εισάγει αρίστους από την Κύπρο»... Έχουν προϋπάρξει και μάλιστα με διακριτή πορεία αφήνοντας λαμπρή παρακαταθήκη.
Όπως ο Λουκής Ακρίτας που ως υφυπουργός Παιδείας υλοποίησε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που εισηγήθηκε ο Ευάγγελος Παπανούτσος.
Όπως ο Γιάννος Κρανιδιώτης. Αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και βασικός συντελεστής, αρχιτέκτονας, της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και επειδή πάντα έχει σημασία σε κάτι που λέγεται, ποιος το λέει, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν νομιμοποιείται να θέτει τέτοια θέματα. Δεν είναι δυνατό να επαίρεται για τον διεθνισμό του αλλά όταν ανακύπτει θέμα Στυλιανίδη, να αναφέρει ως πρόσχημα την ιθαγένεια.
Ειδικά όταν έχει αναδείξει ως ευρωβουλευτή (και καλώς έκανε) την κα Κούνεβα που ήταν άλλης εθνικότητας, αλλά τουλάχιστον αυτή είχε κάποια συνδικαλιστική δράση. Πολύ περισσότερο όμως όταν έχει χρίσει υποψήφιο ευρωβουλευτή τον Αφγανό μετανάστη Γιονούς Μουχαμαντί.
Από την άλλη, κύκλοι και κάποιοι οπαδοί της ΝΔ βρίσκουν ως πρόσχημα αντίρρησης, την στάση του Στυλιαδίδη υπέρ του «Ναι» στο σχέδιο Ανάν. Δεν μιλάμε επί της ουσίας, γιατί αυτό είναι θέμα που αφορά αποκλειστικά και μόνο τους Κύπριους, και στο οποίο δεν πέφτει κανένας λόγος σε μας τους «Καλαμαράδες». Αρκετές συμφορές τους έφερε η εμπλοκή μας.
Σε κάθε περίπτωση ανασχηματισμός ήταν και πέρασε. Σε δυο τρεις ημέρες θα έχει ξεχαστεί. Η κυβέρνηση θα κληθεί να αναμετρηθεί με τα προβλήματα σε έναν δύσκολο χειμώνα.