Του Γιάννη Κ. Τρουπή
Τον υποτίμησαν και το «πλήρωσαν» πολιτικά. Δεν το λέμε εμείς, το αποτύπωσε η ίδια η κάλπη της 7ης Ιουλίου.
Ποιος άλλωστε μπορεί να ξεχάσει τη φράση του Αλέξη Τσίπρα όταν στις 25 Ιουνίου, μία εβδομάδα πριν από τις εθνικές εκλογές δηλαδή, δήλωνε στο STAR: «Δεν πιστεύω ούτε ένα στο εκατομμύριο ότι θα χάσω τις εθνικές. Η αλήθεια είναι ότι αυτή ήταν η αίσθησή μου και παραμένω να πιστεύω ότι στην κρίσιμη επιλογή, όταν ο λαός ψηφίζει για τη ζωή του και την επόμενη μέρα και δεν ψηφίζει με βάση και το κριτήριο να στείλει ένα μήνυμα δυσαρέσκειας, διότι ο ελληνικός λαός μας πιστώνει ότι βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια».
Τελικά ο κ. Τσίπρας όχι μόνο έχασε τις εκλογές αλλά κυρίως η μετέπειτα συμπεριφορά του αποδεικνύει ότι αιφνιδιάστηκε από την τροπή που πήραν τα πολιτικά πράγματα αμέσως μετά την κάλπη, στοιχείο που μοιάζει να τον «στοιχειώνει» και να τον ακολουθεί ακόμα και σήμερα, σχεδόν εξήντα μέρες μετά.
Τι υποστήριζε ο ΣΥΡΙΖΑ τα πέντε χρόνια της κυβερνητικής του θητείας;
- Πρώτον, ότι ο Αλέξης Τσίπρας υπερτερούσε σε επικοινωνιακά προσόντα έναντι του Κυριάκου Μητσοτάκη.
- Δεύτερον, ότι ο κ. Τσίπρας είχε αναπτύξει έναν ισχυρό δεσμό με την κοινωνία, στην οποία μπορούσε να απευθυνθεί χωρίς ενδιάμεσους και με θετικά για τον ίδιο αποτέλεσμα.
- Τρίτον, ότι ο ο κ. Μητσοτάκης ήταν επιρρεπής σε «γκάφες» και επικοινωνιακά παραπατήματα.
Με άλλα λόγια στο μέχρι πρότινος κυβερνητικό κόμμα είχαν βάλει στο επίκεντρο της πολιτικής τους τον «επικοινωνιακό» Τσίπρα και τον «απόμακρο» και «γκαφατζή» Μητσοτάκη. Μία πολιτική που οι κάλπες του καλοκαιριού εκ των πραγμάτων την έστειλαν «στα αποδυτήρια».
Στον ΣΥΡΙΖΑ όμως φαίνεται ότι η έκπληξη δεν σταμάτησε το βράδυ των εκλογικών αποτελεσμάτων. Ο κ. Μητσοτάκης με την τακτική που ακολουθεί από εκείνη την μέρα λες και προσπαθεί να εκθέσει τον πολιτικό του αντίπαλο, αποτυπώνοντας στην πράξη ότι όλα όσα του καταλόγιζαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι προεκλογικά όχι μόνο δεν ισχύουν αλλά μοιάζουν πλέον και πολύ μακρινά.
Με μικρές και μεγάλες καθημερινές κινήσεις στην πολιτική σκακιέρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται έτοιμος να κερδίσει εκείνος την απευθείας σχέση με τον πολίτη, την οποία υποστήριζε ότι διέθετε ο κ. Τσίπρας. Με μία σημαντική διαφορά: Ο σημερινός πρωθυπουργός δεν προσπαθεί να στηρίξει την σχέση αυτή πάνω σε όλα όσα θα ήθελε ο πολίτης να ακούσει από εκείνον, αλλά πάνω στην αξιοπιστία και στην υλοποίηση των δεσμεύσεων του.
Με άλλα λόγια επιχειρεί να χτίσει μία σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία όχι μέσα από ψεύτικες υποσχέσεις αλλά από την εκπλήρωση του προγράμματος για το οποίο ψηφίστηκε. Ξεκάθαρο παράδειγμα η παρουσία του στη ΔΕΘ το περασμένο σαββατοκύριακο. Εκεί, όπου εκτός των άλλων θέλησε να βάλει την ατζέντα και σε μία σειρά ζητήματα όπως ο εκλογικός νόμος και η συνταγματική αναθεώρηση. Είναι προφανές ότι ο πρωθυπουργός βήμα βήμα επιχειρεί να δημιουργήσει συνθήκες κυριαρχίας για τα επόμενα χρόνια στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Το ερώτημα ασφαλώς που τίθεται είναι αν τελικά θα το καταφέρει.
Η απάντηση δεν είναι εύκολο να δοθεί, ειδικά πριν καλά καλά η κυβέρνηση Μητσοτάκη συμπληρώσει τους πρώτους έξι μήνες ζωής της.
Σε κάθε περίπτωση η προσπάθεια αυτή έχει δύο βασικούς αντιπάλους. Από την μία τον εφησυχασμό και από την άλλη το μεγάλο ιό που χτυπά κάθε πολιτικό αρχηγό όταν περνά καιρό στην εξουσία, που δεν είναι άλλος από το να υποτιμήσει τον βασικό αντίπαλό του, έστω και αν εκείνος στην παρούσα φάση τελεί υπό την «επήρεια» του αιφνιδιασμού.