Θεωρητικώς υποτίθεται πως κυριάρχηση στην εσωκομματική διαδικασία του Λοβέρδου θα δημιουργούσε εκλογικό ανταγωνισμό του ΚΙΝΑΛ κυρίως με τη ΝΔ και πιθανότατα προσέλκυση ψήφων από τη δεξαμενή της. Όπως του ΓΑΠ θα παρήγε ανάλογο ανταγωνισμό με τον ΣΥΡΙΖΑ (έχουν, άλλωστε, κοινό ενδιαφέρον για την αποποινικοποίηση της χρήσης της κάνναβης), ενώ του Ανδρουλάκη – υποτίθεται πάντα - θα οδηγούσε σε μια ενδιάμεση κατάσταση με προσπάθεια για αμφίπλευρη διεύρυνση. Άρα, κατά τον «πρωτοβάθμιο» αυτό συλλογισμό, οι Συριζαίοι θα έπρεπε να εύχονταν την κατίσχυση τον Δεκέμβριο του «Ανδρέα του 2ου».
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ενδεχόμενη νίκη στις εσωκομματικές διαδικασίες του συνταγματολόγου καθηγητή θα δημιουργούσε στο κόμμα του Τσίπρα υπαρξιακό πρόβλημα: πρόβλημα αφαίρεσης κάθε δυνατού αφηγήματος για τις επόμενες εθνικές εκλογές.
Πράγματι, με δεδομένο τον πολιτικό λόγο του βουλευτή της άλλοτε Β’ Αθηνών, πώς θα υποστήριζε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης την προοπτική εκλογικού αποτελέσματος ικανού να οδηγήσει σε συμμαχική «προοδευτική συγκυβέρνηση»; Η επίκληση του ισπανικού προηγούμενου Σάντσεθ και Ιγκλέσιας, που σκοτώνονταν προεκλογικά για να τα βρουν μετεκλογικά, θα ήταν ελάχιστα πειστική…
Παράλληλα, στην αποϊδεολογικοποιημένη εποχή μας, με τις χαμηλές κομματικές ταυτίσεις, η διαχειριστική αποτελεσματικότητα είναι καθοριστική. Και - παρά τα λάθη της ή το γεγονός πως σε ορισμένα σημεία η σημερινή κυβέρνηση φάνηκε να βασίζει την υγειονομική πολιτική της στο τρίπτυχο «πατρίς - θρησκεία - ψηφοθηρία»- η εκ μέρους της διαχείριση της πανδημίας, τόσο υγειονομική όσο και οικονομική, μόνο καταστροφική δεν υπήρξε. (Κυρίως με δεδομένο πως δε συνορεύουμε, όπως η Πορτογαλία, με τον ωκεανό και μια δυτική επικράτεια, αλλά η Βόρεια Ελλάδα βρίσκεται σε οικονομική ώσμωση με τις λιγότερο εμβολιασμένες χώρες της ηπείρου μας). Ακόμη και αυτή η σχετική επιτυχία, λοιπόν, συγκρινόμενη με τις εφιαλτικές μνήμες της «διαχειριστικής επάρκειας» του ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον δεν αφήνει περιθώρια σύντομης ανατροπής των σημερινών συσχετισμών μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, ώστε ο δεύτερος να έχει κυβερνητικές προοπτικές χωρίς πολιτικούς συμμάχους.
Οπότε για τον – ακόμη - νεαρό ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ, με τον Λοβέρδο απέναντί του, δύο μόνο λύσεις θα έμεναν, θεωρητικώς πάντα…
Πρώτη λύση. Να πάει σε «αναλογικές εκλογές» κυριολεκτικά «σφαγμένος»! Χωρίς προοπτική και χωρίς αφήγημα που να αφορά ενδεχόμενο μετεκλογικής ανάληψης από το κόμμα του κυβερνητικών ευθυνών. Προοπτική πραγματικά καταστροφική για ένα πολιτικό μόρφωμα που θέλει να εμφανίζεται ως κόμμα εξουσίας, διότι η μη προσδοκία κατάληψης από τον ΣΥΡΙΖΑ στο ορατό μέλλον –μέρους έστω- της κυβερνητικής εξουσίας, θα καθιστούσε εξαιρετικά πιθανή την εκλογική και κοινοβουλευτική αποδυνάμωσή του. Ιδίως σε σχέση με το -καθ΄ υπόθεση «λοβέρδειο»- ΠΑΣΟΚ. Το οποίο και προοπτική μετεκλογικής συμμετοχής στη μελλοντική υπό την προεδρία Μητσοτάκη κυβέρνηση θα μπορούσε να προβάλλει κατά την προεκλογική περίοδο -έστω υπαινικτικά, ως «μη αποκλειόμενο σενάριο»-, αλλά και από τον ενθουσιασμό της ηγετικής αλλαγής είναι λογικό να επωφεληθεί. Έχοντας μάλιστα έναν νέο αρχηγό επαρκώς «μπαλκονάτο», τουλάχιστον ανταγωνιστικό του Τσίπρα στον συγκεκριμένο τομέα.
Αν όμως αυτά τα πιθανολογούμενα πολιτικοεκλογικά σενάρια μετατρέψουν την εκλογική σχέση ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ από ένα προς τέσσερα που ήταν το 2019 (8% και 32%) σε κάτι κοντά στο ένα προς δύο (πχ κοντά στο 14% και το 28% αντίστοιχα), τότε με τη δυναμική που θα αναπτυχθεί, στις ενδεχόμενες δεύτερες εκλογές είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν το κόμμα του Τσίπρα θα διατηρούσε ακόμη και τη θέση -και τα προνόμια- της μείζονος αντιπολίτευσης…
Δεύτερη λύση επομένως. Για να αποφύγει αυτή την τραγική για τον πολιτικό χώρο του προοπτική, ο άλλοτε συγκυβερνήτης του Καμμένου, που έχει αποδείξει –ακόμη και σε θέματα μεγαλύτερης ιδεολογικής φόρτισης- απουσία αναστολών σε κάθε είδους πολιτικές μεταστροφές ή «κολοτούμπες», θα μπορούσε να κάνει μια δήλωση κάπως έτσι:
«Με την απλή αναλογική προσφέραμε στα άλλα κόμματα του ευρύτερου προοδευτικού χώρου τη δυνατότητα συγκυβέρνησης όλων των αντιδεξιών πολιτικών δυνάμεων του τόπου, βάσει της εκλογικής δύναμης του καθενός. Την αρνήθηκαν όμως, με κάποια από αυτά μάλιστα να αποδεικνύουν πως, υπό τη νέα ηγεσία τους, έχουν μετατραπεί σε δεκανίκια, ουραγοί ή πολιτικά παραρτήματα της ΝΔ. Κατόπιν τούτου διεκδικούμε την αυτοτελή έκφραση ΟΛΗΣ της προοδευτικής Ελλάδας και ζητάμε από κάθε πολίτη που αποστρέφεται τη συντηρητική έως αντιδραστική πολιτική της απερχόμενης κυβέρνησης να μας δώσει την ψήφο του. Μόνον έτσι θα ξανακυβερνήσουν οι δυνάμεις της προόδου».
Και μετά από μια τέτοια δήλωση να απευθυνθεί στον Μητσοτάκη λέγοντάς του πως, αφού δεν επεδείχθη διάθεση συνεργασίας ΑΠΟ ΚΑΝΕΝΑΝ, ούτε φυσικά από τη ΝΔ, προσχωρεί στη λογική –και αποδέχεται την ΑΜΕΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ- ενός συστήματος με πλειοψηφικά στοιχεία! (Ενδεχομένως «διαπραγματευόμενος», προσχηματικά και για την τιμή των όπλων, μια ελαφρά περαιτέρω ενίσχυση του βαθμού αναλογικότητας του εκλογικού νόμου τον οποίον η κυβερνητική πλειοψηφία ψήφισε –με ορίζοντα τις μεθεπόμενες εκλογές- στις 20 Ιανουαρίου του 2020. Κάτι βέβαια που ο σημερινός πρωθυπουργός δύσκολα θα δώσει, υφιστάμενος όμως έτσι τη μομφή της αδιαλλαξίας).
Βέβαια, ο καθένας μπορεί να πει πως πρόκειται για ένα απίθανο σενάριο. Ποιος όμως μπορεί να ισχυριστεί πως όλα όσα έχει κάνει έως σήμερα ο κ. Τσίπρας υπήρξαν πιθανά, λογικά και αναμενόμενα; Ή έστω διεπόμενα από κάποια εσωτερική συνοχή και ιδεολογική συνέπεια;
* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.