Υπήρξε περίοδος της πολιτικής ζωής του τόπου που οι ιστορικοί την ονόμασαν «βενιζελική». Άλλη που χαρακτηρίστηκε «καραμανλική». Και άλλη -από τον δεύτερο των Παπανδρέου- «παπανδρεϊκή». Η σημερινή περίοδος, άραγε, από τους ιστορικούς του μέλλοντος θα χαρακτηριστεί μητσοτακική (από τον δεύτερο των Μητσοτάκηδων);
Η (δι)ερώτηση δεν καθίσταται «νόμιμη» μόνο από τους αλλεπάλληλους εκλογικούς θριάμβους του εκ Χανίων καταγόμενου πολιτικού, τα πρωτοφανώς υψηλά -με βάση τα δεδομένα της μετά το 2009 δημόσιας ζωής- εκλογικά ποσοστά του, τη σημαντικότατη διεύρυνση της διαφοράς του από του βασικούς αντιπάλους του κοκ… Τέτοια δεδομένα έχουν παραχθεί, άλλωστε, και στο παρελθόν, όπως επίσης και στο εξωτερικό και δη σε μεγάλη διάρκεια (η πολιτική κυριαρχία, πχ, τόσο της ιταλικής Χριστιανοδημοκρατίας όσο και το σουηδικού σοσιαλεργατικού κόμματος διήρκεσε πάρα πολλές δεκαετίες).
Το βασικό στοιχείο που νομιμοποιεί τον προβληματισμό, μήπως η χώρα βρίσκεται σε μια ιστορική φάση δυνάμενη να προσδιοριστεί ως μητσοτακική, βρίσκεται στο γεγονός πως δε διαφαίνεται ούτε προς το παρόν ούτε στο ορατό μέλλον δυνατότητα συγκρότησης πολιτικού υποκειμένου ικανού να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία της υπό τον σημερινό πρωθυπουργό ΝΔ (εφόσον, φυσικά, αυτή λόγω εσωτερικών διαιρέσεων, δεν απωλέσει την ενότητά της).
Αυτό δε δεν οφείλεται -όχι αποκλειστικά τουλάχιστον- ούτε στο διαρκές διαζύγιο του ΣΥΡΙΖΑ με τον πραγματισμό… Ούτε στην αδυναμία του ΠΑΣΟΚ, υπό την παρούσα ηγεσία του, να προσεταιριστεί μεγάλο μέρος των εκλογέων που εγκαταλείπουν τον -απωλέσαντα την πολιτική παρθενία του και ανήμπορο να βρει νέο, προσαρμοσμένο στη μετά την «εποχή της οργής» πραγματικότητα, πολιτικό αφήγημα- όμορο πολιτικό χώρο… Ούτε, βέβαια, στο γεγονός πως οι αντισυστημικές δυνάμεις, οι κινούμενες δεξιά ή αριστερά του ενδοσυστημικού τρίπολου ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, έχουν εκ των πραγμάτων κάποια όρια στη δυναμική τους, κάποια εκλογική οροφή…
Οφείλεται πρωτίστως στο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, καταφέρνοντας να καταστείλει ή να περιστείλει ακόμη και ενδοκομματικές αντιστάσεις, πέτυχε να καταστήσει κυρίαρχη τη ΝΔ στο χώρο του κέντρου, το οποίο σημαίνει -με τίμημα έστω την ισχυρή ενδυνάμωση της εκ δεξιών αντιπολίτευσης- πως προς ώρας τουλάχιστον δε διαφαίνεται ισχυρή πιθανότητα συγκρότησης εναντίον του ενός ενιαίου πολιτικού υποκειμένου ή έστω ενός πολιτικού μετώπου ικανού να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του. Πώς, δε, το πέτυχε αυτό;
Αντλώντας επιλεκτικά και εκλεκτικιστικά στοιχεία τόσο από το δεξιό όσο και από το αριστερό ιδεολογικό οπλοστάσιο: Από μεν το πρώτο, ειδικότερα, την προστασία της ιδιοκτησίας (αφορολόγητη ενδοικογενειακή μεταβίβαση αρκετά μεγάλων περιουσιών), της ελεύθερης οικονομίας και της επιχειρηματικότητας (που περιλαμβάνει και την ελαστικότητα της αγοράς εργασίας), της οικογένειας, ακόμη και της εκκλησίας, ενώ εμφάνισε και υψηλή ιεράρχηση των αμυντικών δαπανών της χώρας, αντιστοίχως δε και των εθνικών ενόπλων δυνάμεων… Για να μη μιλήσουμε και για την έμφαση που δίνει στην ανάγκη για δημιουργία ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας παιδείας… Από δε το δεύτερο, το αριστερό, πήρε στοιχεία πολιτισμικού φιλελευθερισμού, εν πολλοίς -αλλά όχι αποκλειστικά- σχετιζόμενων με την πολύπλευρη προστασία του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού της σεξουαλικής ταυτότητας των ανθρώπων, την ιδιαίτερη μέριμνα για τους πλέον απόκληρους και τους ευρισκόμενους σε καθεστώς μεγάλης εργασιακής ανασφάλειας, την ενίσχυση της δημόσιας υγείας και, κάπως λιγότερο, της δημόσιας παιδείας (πχ τεράστιες δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση παιδιών με ειδικές ανάγκες και μαθησιακές δυσκολίες), αλλά και την αποφυγή ευθυγράμμισης με ακραίες ή ακραία επιθετικές εθνικιστικές ρητορείες.
Το τελευταίο αυτό το καταδεικνύει τόσο η εκ μέρους του Μητσοτάκη δημόσια παραδοχή, κατά την πρώτη πρωθυπουργική του θητεία, του γεγονότος πως η Τουρκία έχει συμφέροντα στο Αιγαίο, άρα -δικαιούται να- έχει και ανάλογο πολιτικό ενδιαφέρον, όσο και η διαδήλωση, στο ξεκίνημα της δεύτερης πρωθυπουργίας του, της διαθεσιμότητάς του για υποχωρήσεις προς τον εξ Ανατολών γείτονα, χάρη της εμπέδωσης μόνιμης ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή.
Τούτων δοθέντων, φυσικά και δεν αποκλείεται τίποτε, αφού η ιστορία διδάσκει πως «μια εβδομάδα στην πολιτική είναι χρόνος πολύς». Ωστόσο… Επίσης η ιστορία, αλλά και η συγκριτική παρατήρηση διδάσκουν πως ένα κομματικό υποκείμενο που δεσπόζει πολιτικά επειδή κυριαρχεί απόλυτα στο ένα ιδεολογικό ημισφαίριο (ενώ πιθανότατα το άλλο είναι πολυδιασπασμένο) μπορεί ευκολότερα να αμφισβητηθεί στην ηγεμονία του σε σχέση με ένα άλλο -επίσης δεσπόζον- πολιτικό υποκείμενο, το οποίο έχει καταφέρει να κατισχύσει στο χώρο του κέντρου.
Υπό αυτή την έννοια και με αυτό το σκεπτικό θα μπορούσε κάποιος να πιθανολογήσει πως μπαίνουμε σε μια «εποχή Μητσοτάκη»: με προοπτική διάρκειας, ιδεολογική ηγεμονία, κατοχή από το κόμμα του ιδεολογικού κέντρου βάρους της κοινωνίας και δυσκολία διαμόρφωσης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης με κυβερνητική προοπτική… Πόσο αυτή μπορεί να διαρκέσει; Απροσδιόριστα ασφαλώς, όχι όμως και απεριόριστα…