Του Επαμεινώνδα Κορώνη*
Εξελίσσεται και πάλι μια συζήτηση για την ανάγκη αναθεώρησης του περί Παιδείας συνταγματικού άρθρου 16. Αν και φυσικά δεν αποτελεί συζήτηση εφόσον αρνούνται τον διάλογο οι όψιμοι αριστεροί και διαχρονικοί κρατιστές του ΣΥΡΙΖΑ. Ο τρόπος με τον οποίο απορρίπτει η κυβερνητική πλειοψηφία αλλά και η ευρύτερη συντηρητική κεντροαριστερά την αποφυλάκιση της ανώτατης παιδείας από το κράτος, αναδεικνύει πολλές από τις παθογένειες μια χώρας διαχρονικά βυθισμένης στον θεσμικό της αυτισμό. Μετράμε εδώ πολλές από αυτές.
Κατ' αρχήν δεν φαίνεται να τους ενδιαφέρει καθόλου γενικά η διεθνής εμπειρία, ότι δηλαδή στον σύγχρονο κόσμο μη κρατικά-μη κερδοσκοπικά ιδρύματα παράγουν διεθνώς έρευνα και παρέχουν υψηλού επιπέδου εκπαίδευση. Εμείς ξέρουμε καλύτερα. Επιλέγουν να μην βλέπουν την ελληνική πραγματικότητα, ότι χιλιάδες φοιτητές εξάγονται μαζικά κάθε χρόνο. Και παρότι πολλοί από εμάς έχουμε κάποιον ακαδημαϊκό μετανάστη στον στενό ή ευρύτερο κύκλο μας. Και δεν φαίνεται να τους ενδιαφέρει η δημιουργία ανάπτυξης και θέσεων εργασίας μέσα από την εκπαιδευτική αγορά -είναι εδραιωμένη η μοιρολατρική αντίληψη ότι η ανάκαμψη της οικονομίας θα προκληθεί από κάποιο τυχαίο αυτοματισμό.
Λειτουργούν οι αρνητές της αναθεώρησης με επιλεκτική μνήμη αποφεύγοντας άβολες αλήθειες σχετικά με τον εφησυχασμό του δημοσίου πανεπιστημίου και την πτώση στις διεθνείς αξιολογήσεις των μονοπωλιακών ΑΕΙ. Είπε η Ευαγγελία Πασχαλίδου, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ το 2008 στην συζήτηση για την συνταγματική αναθεώρηση, «άρθρο 16 ίσον δημόσια και δωρεάν παιδεία όπως έχει μέχρι τώρα» και με μια κάποια αφελή ειλικρίνεια συνέχισε, «τυπικά τουλάχιστον». Σιωπούμε. Όλοι ξέρουμε το πρόβλημα αλλά τρομάζουμε μήπως με αφορμή ένα συνταγματικό άρθρο πούμε και καμιά κουβέντα παραπάνω για τους αρκετούς υποπαραγωγικούς καθηγητές, τα πέριξ ιδιωτικά φροντιστήρια, τις αλαζονικές νεολαίες ή τις γνωστές παρακμιακές γενικές συνελεύσεις των Πανεπιστημιακών τμημάτων.
Σκεπτόμενοι πάντα σαν γνήσιοι Ανατολίτες, αδυνατούμε να σκεφτούμε παραγωγικά, μόνιμοι αρνητές της αλλαγής υπό τον φόβο της δήθεν αλλοτρίωσης. Είπε σε μια ομιλία του το 2006 αιτιολογώντας τον αρνητισμό του για το άρθρο 16 ο Ευάγγελος Βενιζέλος: «…δεν θέλουμε πίσω από ένα ψευδεπίγραφο δήθεν μη κερδοσκοπικό Πανεπιστήμιο να κρύβεται ο έξυπνος σαλταδόρος επιχειρηματίας σχολάρχης που είναι έτοιμος να υπονομεύσει το κύρος και των διπλωμάτων και του δημοσίου Πανεπιστημίου». Λες και δεν μπορεί η πολιτική μας, ο ίδιος ο Βενιζέλος δηλαδή, να παράγει τις θεσμικές ασφαλιστικές δικλείδες που να εγγυώνται την ομαλή λειτουργία της ιδιωτικής ανώτατης παιδείας. Υπό τον φόβο του ίσκιου μας, μένουμε στην σκιά των άλλων, μια κοινωνία με χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Και δεν είναι μόνο αυτά. Η κατ' επίφαση συζήτηση για το άρθρο 16 φέρνει στον αφρό ένα σωρό άλλα προβλήματα. Το φτωχό πλαίσιο κοινωνικού διαλόγου, το χαμηλό διανοητικό επίπεδο πολλών πολιτικών μας, την έλλειψη μετριοπάθειας και την απροθυμία να σκεφτεί κανείς έξω από τα κλουβιά της ψευτοαριστερίστικης νοοτροπίας. Αλλά και το ότι φοβόμαστε να ονοματίσουμε τις ιδέες μας, να ορίσουμε τι είναι εθνικά ωφέλιμο, πραγματικά χρήσιμο και μεταρρυθμιστικά ζωογόνο. Το άρθρο 16 μετατρέπεται σε πεδίο πολυκομματικής μάχης και μικροκομματικής τακτικής, άλλη μια διαχρονική παθολογία του δημόσιου βίου.
Η ΝΔ δια της εκπροσώπου τύπου επιμένει να φέρει τον Τσίπρα στην βουλή και να συζητήσει την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Γιατί να πρέπει να προσπαθήσει για το αυτονόητο; Επειδή ο πρωθυπουργός αισθάνεται πανίσχυρος και απρόθυμος να ξεβολευτεί όταν το θέμα δεν του αρέσει. Η κυβέρνηση επιμένει να θωρακίζουμε δημόσια προνόμια, να θέλει ανοιχτούς διαύλους με τους δημόσιους φορείς, να την ενδιαφέρει το ρουσφέτι, ο βαθύς εναγκαλισμός των κοινωνικών λειτουργιών με την ανώτατη πολιτική και την ίδια την εκτελεστική εξουσία.
Επιλέγει λοιπόν στο σύνταγμά μας να έχουμε έναν ρητό αποκλεισμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, στο άρθρο 16 αντί να επιχειρούμε την δημιουργική ρύθμιση των συνθέσεων. Υπερασπίζεται η αριστερά την Ελλάδα της στατικότητας, του κρατισμού και της αναβλητικότητας: τον φόβο, την μικρότητα, την διαπλοκή, την σιωπή. Και καλό είναι να αντιληφθούμε ότι αυτό το θεσμικό έρμα δεν είναι μόνο δημιούργημα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά εντάσσεται και σε μια διαχρονική παθολογία της χώρας. Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στο πολύπαθο άρθρο 16, το φετίχ του μυωπικού αντιμεταρρυθμιστή, οι 16 κατάρες της χώρας θα μας στοιχειώνουν αδιάκοπα. Ή τουλάχιστον όσο η υβριδική ελληνική νέο-αριστερά θα επιβάλλει τον συντηρητικό σκοταδισμό σε μια κοινωνία που μάταια και απελπισμένα αναζητά αλλαγές, τομές, την ίδια την ελευθερία της στην παιδεία και την οικονομία.
*Ο Επαμεινώνδας Κορώνης είναι reader στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και Διευθυντής του Προγράμματος ΜΒΑ