Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που εμφανίστηκε το κίνημα κατά του «τεχνοφασισμού», όπως το είχε χαρακτηρίσει προβεβλημένος οπαδός της σκέψης του Αλτουσέρ, γνωστός πανεπιστημιακός και πολιτικό στέλεχος του Σύριζα, με στόχο την εμπόδιση εφαρμογής στην ανώτατη εκπαίδευση πρωτοπόρων και καινοτόμων μεθόδων διδασκαλίας με τη χρήση των επιτευγμάτων των νέων τεχνολογιών.
Σε ένα παροξυσμό νεο-λουδιτισμού, ο Σύριζα υπονομεύει κάθε προσπάθεια της χώρας να συνταιριάξει το βηματισμό της με τις προηγμένες κοινωνίες της εποχής μας, ιδίως στο χώρο της εκπαίδευσης, όπου θεωρεί πως είναι το προνομιακό πεδίο δράσης του και ανεξάντλητη δεξαμενή ψήφων και νέων στελεχών. Πρόσφατο, εξάλλου, είναι το παράδειγμα της υπονόμευσης των φοιτητικών εκλογών με τη μέθοδο της ψηφιακής ψηφοφορίας, με επιχειρήματα έωλα και εν πολλοίς φαιδρά.
Η εμμονή σε παρωχημένες αντιλήψεις ως προς τις μεθόδους διδασκαλίας και, συνάμα, η εξύμνηση άλλων που από καιρό ανήκουν στα μουσειακά εκθέματα της ιστορίας της εκπαίδευσης, δεν είναι απλά μια μανιέρα των στελεχών του Σύριζα, αλλά μία βαθύτατη, εμμονική προσκόλληση στο παρελθόν. Μέσα από «ηρωικές» αφηγήσεις και γλυκανάλατες ιστορίες, καταβάλλεται μια προσπάθεια κολακείας τόσο των εκπαιδευτικών, όσο και των μαθητών, οι οποίοι αντιμετωπίζονται πατερναλιστικά, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις. Και, φυσικά, ενώ καταφέρεται κατά της αξιολόγησης ως ιδέας και αρχής, στην πραγματικότητα, μέσω του συνδικαλιστικού του βραχίονα «αξιολογεί» τους εκπαιδευτικούς, κυρίως, με βάση της συμμετοχή τους στις ατελέσφορες και, πολλές φορές, επιζήμιες για την εκπαιδευτική διαδικασία, «κινητοποιήσεις».
Είναι αδύνατο να αποφύγει να σχολιάσει κανείς και την προσπάθεια ανάδειξης της ήσσονος προσπάθειας στο χώρο της εκπαίδευσης. Η χώρα μας, εξάλλου, έχει μια μακρά παράδοση σε αυτή, οι απαρχές της οποίας βρίσκονται στην πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία, όταν κατεδαφίστηκε το προηγούμενο, επιτυχημένο ως ένα βαθμό, σύστημα μετάδοσης της γνώσης, για να πάρει τη θέση του ένα νεφελώδες κατασκεύασμα με φληναφήματα μιας δήθεν αντιαυταρχικής εκπαίδευσης με βασικό σύνθημα την ήσσονα προσπάθεια.
Έτσι, η χθεσινή δήλωση του τέως υπουργού Παιδείας κ. Φίλη, σχετικά με την τηλεκπαίδευση στα σχολεία τις ημέρες της σφοδρής κακοκαιρίας, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μνημείο κολακείας. Κολακεία προς τους μαθητές, τους οποίους προτρέπει να ακυρώσουν την εκπαιδευτική διαδικασία με την απουσία τους επειδή «το χιόνι είναι ευκαιρία για παιχνίδι και χαρά. Είναι μια πολύτιμη εμπειρία και γνώση».
Αναρωτιέμαι, πως θα το εκλάμβαναν αυτό οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί των βορειοευρωπαϊκών χωρών, που συμμετέχουν καθημερινά στα μαθήματα με θερμοκρασίες πολύ κάτω του μηδενός. Προφανώς, χαμογελούν μα απορία, αν όχι ειρωνικά. Το θέμα δεν είναι αν θα χάσουν μία ή δύο ημέρες μαθήματα οι μαθητές για να παίξουν χιονοπόλεμο, αλλά ότι δεν θα μάθουν να αυτοπειθαρχούν και να λειτουργούν ακόμη και όταν οι συνθήκες είναι αντίξοες ή και εχθρικές. Και αυτό το έλλειμμα στην εκπαίδευσή τους, θα το βρουν μπροστά τους πολύ αργότερα, όταν θα κληθούν να εργαστούν σε δομημένα και απαιτητικά εργασιακά περιβάλλοντα. Ω, συγγνώμη, ξέχασα πως η «καριέρα είναι ρετσινιά», σύμφωνα με έναν άλλο ταγό της αντιαυταρχικής εκπαίδευσης, προβεβλημένο σύμβουλο στρατηγικής του κ. Τσίπρα, κατά την παραμονή του στο Μέγαρο Μαξίμου.
Ο κ. Φίλης, βέβαια, δεν ξεχνάει να κλείσει το μάτι και τους εκπαιδευτικούς, υποστηρίζοντας πως είναι αδύνατο να προετοιμάσουν ένα μάθημα τηλεκπαίδευσης σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Τι κι αν η πλειονότητα των εκπαιδευτικών τόσο της δημοτικής, όσο και της μέσης εκπαίδευσης, κατάφεραν να προσαρμοστούν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα στις ανάγκες της νέας αυτής μεθόδου κατά τη διάρκεια της πανδημίας, διαψεύδοντας πανηγυρικά τις διάφορες Κασσάνδρες.
Όχι, η δήλωση του κ. Φίλη, εντάσσεται στη γενικότερη πολιτική του στάση. Μία στάση που δεν αποσκοπεί στην κατάθεση συγκεκριμένων, θετικών προτάσεων, αλλά στην άρνηση κάθε πρωτοβουλίας που θα ενισχύσει τον πολύπαθο εκπαιδευτικό κόσμο.
Η άρνηση αυτή, είναι ιδιοτελής από τη σύλληψη μέχρι της εφαρμογή της, γιατί στην πραγματικότητα, δεν ενδιαφέρεται ούτε για τους μαθητές, ούτε για τους εκπαιδευτικούς, αλλά για τη δημιουργία προβλημάτων στον πολιτικό του αντίπαλο. Έτσι, όμως, ο ίδιος τοποθετεί τον εαυτό του όχι στην πρωτοπορία, όπως λανθασμένα πιστεύει, αλλά στα χαρακώματα των μαχών της οπισθοφυλακής, μιας εποχής που φεύγει, αφήνοντας βαθιά τραύματα στην εκπαίδευση.
Η κοινωνία, το εκπαιδευτικό σύστημα, οι μαθητές και οι δάσκαλοι - καθηγητές, δεν μπορούν να ζουν ξεκομμένοι από τις νέες τάσεις, δεν μπορούν να απορρίψουν τις δυνατότητες που προσφέρει η νέα εποχή και οι τεχνολογίες αιχμής. Αργά ή γρήγορα θα συντονίσουν το βήμα τους με τους συνομήλικους οι πρώτοι και τους συναδέλφους τους οι δεύτεροι, από τις άλλες προηγμένες εκπαιδευτικά χώρα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τις προσκλήσεις του 21ου αιώνα. Και τότε, κανείς δεν θα θυμάται ποιος έδινε τις μάχες οπισθοφυλακής.