Απαλλοτριώνοντας τον τίτλο βιβλίου του Γ. Σκαμπαρδώνη «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας», θα λέγαμε ότι όλα βαίνουν καλώς εναντίον των μεγάλων κομμάτων.
Μια ακόμη δημοσκόπηση, της Marc για τον Αντ1, δίνει στη ΝΔ 31% και προβάδισμα έναντι του ΠΑΣΟΚ το οποίο βρίσκεται στη δεύτερη θέση με 19,2% στην εκτίμηση ψήφου. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην τρίτη θέση, με 10,3%.
Τα ποσοστά επιβεβαιώνουν τις προηγούμενες έρευνες σύμφωνα με τις οποίες η ΝΔ διατηρεί την πρώτη θέση, με μέσο όρο ποσοστών πέριξ του 30%. Όμως τα ποσοστά αυτά παραμένουν αναλλοίωτα και δεν προεικάζουν κυβερνητική αυτοδυναμία. Εάν η κυβέρνηση δεν κάνει υπέρβαση, ειδικοί θωρούν ότι θα περιοριστεί σε 120-125 έδρες.
Εξαιτίας αυτής της – σχετικής – καχεκτικότητας, αναδύθηκαν στο προσκήνιο φωνές που η θέση τους ανήκει στο εθνικό και κομματικό μουσείο. Ναι, για Σαμαρά και Καραμανλή λέμε (η άλλη πλευρά έχει τους δικούς της, Παπανδρέου και Τσίπρα). Τα κόμματά τους και ο λαός τους τίμησαν με το κορυφαίο εκλογικό αξίωμα, αυτό του πρωθυπουργού.
Ό,τι ήταν να πράξουν το έπραξαν και ό,τι να δημιουργήσουν το δημιούργησαν. Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες τους έχουν καταγραφεί και θα τα αποτιμήσει ο ιστορικός του μέλλοντος. Ο μπιζομποντισμός που τους διακρίνει τώρα, η διάθεση παρέμβασής τους στην τρέχουσα επικαιρότητα, δεν αδικεί τους ίδιους, αδικεί το αξίωμα που υπηρέτησαν. Σαν να μην το άξιζαν. Αντιθέτως, με την αξιοπρεπή στάση του stateman Κώστα Σημίτη.
Η ΝΔ διάγει τη δεύτερη τετραετία της, που στην ελληνική πολιτική ζωή έχει κατοχυρώσει το προσωνύμιο της «καταραμένης». Τρίτη θητεία μεταπολιτευτικά έχει πετύχει μόνο το ΠΑΣΟΚ, σε εκείνες τις εκλογές θρίλερ του 2000 όπου οι ΝΔτες κοιμήθηκαν ευτυχισμένοι θεωρώντας ότι το κόμμα τους βγήκε κυβέρνηση, και το πρωί ξύπνησαν με κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ!
Τώρα η ανάκαμψη σε ποσοστά κυβερνητικής αυτοδυναμίας δυσχεραίνεται. Κατά πρώτον εξέλιπεν το φόβητρο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος καταρρέει εν μέσω θλιβερής αστειότητας (δεν αντιτίθενται οι λέξεις). Η αποφυγή επανόδου του ΣΥΡΙΖΑ είχε ωθήσει αρκετούς κεντρώους που ουδεμία σχέση είχαν με τη ΝΔ, να την ψηφίσουν. Με ξεφτισμένο το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, πλέον οι κεντρογενείς δυνάμεις διασπώνται και μεγάλο τμήμα διαρρέει προς το ΠΑΣΟΚ.
Και όσοι επιστρέφουν στο ΠΑΣΟΚ, το κάνουν για λόγους πολιτικής συνείδησης, χωρίς ζωογόνο ελπίδα. Σύμφωνα με τη Marc, το ποσοστό των ψηφοφόρων του που δεν πιστεύουν στη νίκη επί της ΝΔ είναι μεγαλύτερο (49,7%) έναντι αυτών που πιστεύουν ή «μάλλον» πιστεύουν, στη νίκη (44.1%) - (τουλάχιστον οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ πατούν στη γη σε σχέση με τους Συριζαίους, που πίστευαν ότι με κατηγορίες για κυβέρνηση παιδεραστών και παρόμοιες χυδαιότητες, θα επανέρχονταν στην κυβέρνηση το 2023).
Χειρότερη είναι η κατάσταση για το ΠΑΣΟΚ στο εκτός κόμματος κοινό. Οι πολίτες στην ερώτηση για το ποιο κόμμα θα ήθελαν στην αξιωματική αντιπολίτευση, προτιμούν το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη (και αυτό σαφώς δείχνει αναβάθμιση εμπιστοσύνης). Όσον αφορά όμως στη δυνατότητά του να κερδίσει τη ΝΔ στις επόμενες εκλογές, είναι απορριπτικοί. Επτά στους δέκα λένε ότι δεν μπορεί.
Δεύτερος λόγος του δημοσκοπικού τέλματος της κυβέρνησης είναι η θηριώδης ακρίβεια. Ναι υπάρχει σε όλη την Ευρώπη, δαγκώνει ακόμη και στις ΗΠΑ. Όμως αυτός που του τελειώνει ο μισθός πριν του τέλος του μήνα, δεν θα κάνει προβολές παγκόσμιας οικονομίας. Βλέπει την τσέπη του. Η ακρίβεια προσδίδει στην κυβέρνηση την εικόνα του… Σίσυφου. Αν δεν τη χειραγωγήσει, δεν θα ορθοποδήσει σε επίπεδο αυτοδυναμίας.
Έτσι άρχισαν να κυκλοφορούν σενάρια περί αλλαγής του εκλογικού νόμου με άνοδο του ποσοστού εισόδου στο 5%, τα οποία δεν γνωρίζουμε αν τα διαρρέει η κυβέρνηση για λείανση του εδάφους, ή είναι απλώς φληναφήματα αργόσχολων σεναριογράφων.
Ως σκέψη δεν είναι απορριπτέα. Άλλωστε και άλλες χώρες έχουν παρόμοιο πλαφόν. Μόνο που αυτά γίνονται την πρώτη τετραετία υπό την παντοδυναμία που χαρίζει η φρέσκια νίκη. Στη δεύτερη «καταραμένη» τετραετία, μια τέτοια νομοθέτηση εκπέμπει σήμα αδυναμίας και εκλαμβάνεται ως ομολογία δρομολογημένης ήττας.
Το ΠΑΣΟΚ άλλαξε το νόμο το 1988, αλλά τελικά, μετά από εκλογικές (και ου μόνον) περιπέτειες εκείνη την πολιτικά ανώμαλη εποχή, δεν πέτυχε τον στόχο του. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έγινε τελικά πρωθυπουργός.