Χθες είχαμε τριπλές εκλογές στη Σερβία - προεδρικές, βουλευτικές και δημοτικές. Την ίδια ημέρα είχαμε εκλογές και ένα αδιανόητο δημοψήφισμα στην Ουγγαρία. Στη Γαλλία θα διεξαχθούν προεδρικές εκλογές στις 10 και 24 Απριλίου και κοινοβουλευτικές στις 12 και 19 Ιουνίου. Παράλληλα κοινοβουλευτικές θα διεξαχθούν στις 24 Απριλίου στη Σλοβενία και κοινοβουλευτικές στη Βόρεια Ιρλανδία στις 5 Μαΐου.
Καμία από τις ανωτέρω, που έλαβαν ή θα λάβουν χώραν στους θανατηφόρους καιρούς μας, δεν ανεβλήθησαν εξαιτίας του πολέμου, των κινδύνων και των δυσχερειών που δημιουργεί. Απορία είναι γιατί δεν θα μπορούσαν να διεξαχθούν και στην Ελλάδα. Η κατάσταση σαφώς είναι δυσχερής αλλά το ίδιο και στις προαναφερθείσες χώρες.
Και ουδείς προδικάζει ότι ο πόλεμος δεν θα κρατήσει πολύ, οι επιπτώσεις του το ίδιο, και ότι δεν θα γίνουν δυσχερέστερες. Ήδη οι ελλείψεις συγκεκριμένων προϊόντων και η ακρίβεια γίνονται αισθητές. Είναι μεν εξωγενείς αλλά δεν είναι δεδομένο ότι μεγάλα λαϊκά τμήματα δεν θα τα χρεώσουν στην κυβέρνηση. Ειδικά όταν υπάρχει, η μοναδική στην Ευρώπη, αξιωματική αντιπολίτευση που ελληνοποιεί και δαιμονοποιεί τα πάντα.
Ο πόλεμος δεν είναι ανασχετικός παράγοντας εκλογών έστω και αν αυτές στην Ελλάδα θα ήταν διπλές. Η ΝΔ ούτως ή άλλως θα ήταν πρώτο κόμμα. Το «έστω και με μία ψήφο», του Τσίπρα είναι όνειρο απατηλό για την τωρινή Άνοιξη. Ακόμη και το ΚΙΝΑΛ ευμενώς να συνέπραττε δεν έβγαιναν τα κουκιά. Και ούτω ή άλλως η χώρα δεν θα έμενε ακυβέρνητη.
Ο σεβασμός της θεσμικότητας που επικαλέστηκε ο Κυρ. Μητσοτάκης για εκλογές στο τέλος της τετραετίας (όταν στη θητεία του δεν είχε την ευχέρεια να ανταποκριθεί στο πρόγραμμά του, καθώς βρισκόταν μπροστά στην ανάγκη αντιμετώπισης αλλεπάλληλων κρίσεων), είναι θεσμικός σεβασμός αρκετά παρακινδυνευμένος. Στους καιρούς που έχουμε εισέλθει, ουδείς ξέρει τι φέρνει η επόμενη ημέρα.
Μετά την πρόσφατη διαβεβαίωση του Πρωθυπουργού ότι ο ορίζοντας των εκλογών επεκτείνεται ως το τέλος της Άνοιξης του 2023, εισήλθαμε σε μια υπερ-ενιαύσια προεκλογική περίοδο. Με δεδομένη και τη φράση του ότι «Στόχος είναι η σταθερότητα, όχι επί τούτω η αυτοδυναμία», κατά το ίδιο διάστημα θα κυριαρχήσει η πολιτική φλυαρία, η σεναριολογία και η συνεργασιολογία.
Κατά κοινή μετάφραση, στόχος του Πρωθυπουργού ήταν η πίεση προς το ΚΙΝΑΛ να πάρει θέση επί του θέματος των συνεργασιών. Υποτίθεται ότι ο Ανδρουλάκης στο εξής θα αναγκάζεται επί ένα χρόνο να απαντάει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει.
Αρχικά μοιάζει με πολιτικό… μπούλινγκ, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι αυτό θα στριμώξει και θα αποδυναμώσει τον αρχηγό του ΚΙΝΑΛ. Ενδεχομένως και να του αυξήσει την πολιτική οντότητα, προσδίδοντάς του από τώρα τη θέση ρυθμιστικού παράγοντα. Το ΚΙΝΑΛ θα μπορεί στο εξής να ζητεί από τον λαό να το ενισχύσει, προκειμένου να επιβάλει ισχυρούς όρους κοινωνικής πολιτικής στην επόμενη κυβέρνηση.
Πέραν της πρόωρης ανακοίνωσης του Πρωθυπουργού, πρόωρη ήταν και η επίθεση του κυβερνητικού εκπροσώπου Γ. Οικονόμου στον Ν. Ανδρουλάκη, επειδή ο τελευταίος δήλωσε πως δεν θα δώσει σωσίβιο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, και είναι ανοιχτός μόνο σε συνεργασία με σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση.
Ο Ν. Ανδρουλάκης με αυτή τη δήλωση αναφέρθηκε στους όρους που θα έβαζε σε ενδεχόμενη συνεργασία, δεν απέκλεισε εκ προοιμίου κόμματα, ώστε να πει ο Οικονόμου: «Ο κ. Ανδρουλάκης απέκλεισε ξεκάθαρα τη συνεργασία με όποιον δεν ασπάζεται τη σοσιαλδημοκρατία. Η ΝΔ είναι γνωστό ότι δεν ανήκει σε αυτή την ομάδα».
Η απάντηση Οικονόμου έχει δυο αναγνώσεις: Είτε η κυβέρνηση θέλησε να αναδείξει την ανάγκη της αυτοδυναμίας, καθώς όπως είπε ο Οικονόμου «αν και απέχουμε περισσότερο από ένα χρόνο από τις εκλογές το διακύβευμα είναι ξεκάθαρο», είτε για να προσδώσει πολιτικό όγκο στο ΚΙΝΑΛ εις βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, αφού ο Πρωθυπουργός είχε εντάξει τα δύο κόμματα στην Κεντροαριστερή πολυκατοικία.
Όλα όμως είναι τόσο πρόωρα, ώστε να μιλάμε για εκλογές που αφορούν την Άνοιξη του 2023. Η αυτοδυναμία θα μπορούσε να επέλθει με διπλές εκλογές φέτος τον Μάιο. Το σπουδαιότερο είναι ότι θα υφίστατο συντριπτικό κτύπημα η πιο κραυγαλέα, λαϊκίστικη και ανορθολογική αντιπολίτευση της Ευρώπης.
Επειδή ζούμε σε απροσδιόριστους καιρούς, επειδή για την - κυρίως εισαγόμενη - ακρίβεια δεν υπάρχει διακόπτης που τον πατάς και αυτή τελειώνει, θεωρούμε το διακύβευμα που έθεσε στον εαυτό της η κυβέρνηση είναι και αυτό απροσδιόριστο. Ο καιρός ου γαρ εγγύς.