Η επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν αποτέλεσε έκπληξη για το κυβερνητικό επιτελείο, που εκτιμούσε μια τέτοια εξέλιξη ως την πιθανότερη κατάληξη της τρίμηνης εσωκομματικής διαδικασίας στη Χαριλάου Τρικούπη. Τόσο το αποτέλεσμα, όσο όμως και το εύρος της νίκης του κ. Ανδρουλάκη οδηγούν σε πολύ συγκεκριμένα συμπεράσματα, σε συγκεκριμένη στρατηγική του Μεγάρου Μαξίμου, αλλά και σε συγκεκριμένους προβληματισμούς για τον αντίκτυπο στο εκλογικό σώμα.
Στο γενικό συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγουν και στην κυβέρνηση, είναι ότι οι πολίτες που προσήλθαν στις κάλπες του ΠΑΣΟΚ, επέλεξαν τη σταθερότητα και όχι τη «στροφή προς Κουμουνδούρου» για το κόμμα, που πλέον βρίσκεται στη δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων, δεδομένου ότι ο Χάρης Δούκας είχε δώσει ένα σαφές στίγμα, έντονο ήδη από την προεκλογική του εκστρατεία για τον Δήμο Αθηναίων, αλλά και στη συνέχεια με θέσεις, που είχε διατυπώσει για σειρά θεμάτων. Οι ψηφοφόροι στις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ απάντησαν με ένα συντριπτικό 60-40 σε αυτό το «άτυπο» ερώτημα.
Στο Μέγαρο Μαξίμου σχολιάζουν ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι ένα πρόσωπο γνωστό σε πολιτικούς αντιπάλους και πολίτες, που όπως σημειώνουν, μετρά ήδη τρία χρόνια στην κεντρική πολιτική σκηνή ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, έχει παρουσία σχεδόν ενάμιση χρόνου μέσα στη Βουλή και έχει «αναμετρηθεί» τόσο κοινοβουλευτικά, όσο και στις κάλπες με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Το αποτύπωμά του στο εκλογικό σώμα, επισημαίνουν, δεν αποτελεί «άγνωστο Χ», που περιμένει να αποσαφηνιστεί για πρώτη φορά στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Αυτομάτως, αυτό σημαίνει ότι στην κυβέρνηση γνωρίζουν πως, πολιτικά, μπορούν να αντιμετωπίσουν τον Νίκο Ανδρουλάκη, αν παραμείνει στο ίδιο πλαίσιο. Μέχρι σήμερα, για το Μέγαρο Μαξίμου, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει καταγραφεί στην αντιπολίτευση του «όχι σε όλα», αλλάζοντας ακόμη και εκπεφρασμένες θέσεις του κόμματός του προκειμένου να μη συνταχθεί με επιλογές της κυβέρνησης, ακόμη και μεταρρυθμιστικές, όπως η λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων ή η επιστολική ψήφος. Το ερώτημα, που διατυπώνουν, είναι αν αυτή η τακτική του κ. Ανδρουλάκη θα συνεχιστεί ή αν θα αλλάξει.
Κυβερνητικά στελέχη έχουν μιλήσει πολλές φορές για την ανάγκη ύπαρξης μιας αντιπολίτευσης, που θα διατυπώσει αξιόπιστη και κοστολογημένη κυβερνητική αντιπρόταση. Άλλωστε, η απουσία «αντίπαλου» πόλου, δεν έχει ευνοήσει εκλογικά ή δημοσκοπικά την κυβέρνηση από τον Ιούνιο του 2023 έως σήμερα. Η σύγκριση και η αντιπαράθεση, όπως λένε χαρακτηριστικά, είναι οι συνθήκες, που μπορούν να οδηγήσουν στη διατύπωση διλημμάτων, άρα και σε συσπειρώσεις. Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, αυτό είναι μια κρίσιμη παράμετρος, με δεδομένο ότι Πειραιώς και Χαριλάου Τρικούπη απευθύνονται κατά μία έννοια και σε μια κοινή «δεξαμενή» ψηφοφόρων, τον μεσαίο χώρο.
Το «κέντρο» στο οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να διεισδύσει όλα αυτά τα χρόνια, κρατά, σε ένα σημαντικό μέρος του αυτή την περίοδο, στάση αναμονής απέναντι στο κυβερνητικό έργο και τα αποτελέσματά του, αλλά και απέναντι στη διατύπωση μια συγκροτημένης αντιπρότασης. Αυτή είναι και η αιτία εν πολλοίς, που στο Μέγαρο Μαξίμου επιδιώκουν να παρουσιάσουν έναν συγκεκριμένο οδικό χάρτη της επόμενης τριετίας, σε επίπεδο προγραμματικού λόγου, επιζητούν απτά, ορατά και μετρήσιμα αποτελέσματα από τις παρεμβάσεις τους σε κάθε τομέα και επαναφέρουν στην «πρώτη γραμμή» το διακύβευμα της οικονομίας, προτάσσοντας τη δημοσιονομική σταθερότητα, παράλληλα με την ενίσχυση των εισοδημάτων, τη μείωση των φόρων, την περαιτέρω πτώση της ανεργίας και την ανάπτυξη.
Έως σήμερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης «κέρδιζε» αναμφίβολα την πρόταση του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος δεν είχε κατορθώσει να διατυπώσει κυβερνητικό αφήγημα, ούτε να πείσει ως εναλλακτικό πρόσωπο στην πρωθυπουργία. Αν το ΠΑΣΟΚ και η προεδρία Ανδρουλάκη συνεχιστούν ως έχουν, δύσκολα η εικόνα αυτή θα μπορούσε να αλλάξει. Άλλωστε, το ΠΑΣΟΚ τα τελευταία τρία χρόνια κατέγραφε μεν άνοδο της εκλογικής του δύναμης, με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς, όμως, Η συγκυρία, τώρα, θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αν ο Νίκος Ανδρουλάκης κινηθεί διαφορετικά και αυτό αναμένουν να δουν στο κυβερνητικό επιτελείο, ώστε να επανασχεδιάσουν, αν απαιτηθεί, τη στρατηγική τους.
Οι εσωκομματικές εκλογές στο ΠΑΣΟΚ δεν επαναβεβαίωσαν μόνο την ηγεσία του κ. Ανδρουλάκη, αλλά ανέδειξαν παράλληλα πρόσωπα, που έως σήμερα δεν ήταν στην «προμετωπίδα» της Χαριλάου Τρικούπη. Η επαναφορά της Άννας Διαμαντοπούλου στο προσκήνιο, η παρουσία του Παύλου Γερουλάνου, για τον οποίο η πρόκριση στον δεύτερο γύρο κρίθηκε στο νήμα, έστρεψαν στο ΠΑΣΟΚ ένα μέρος του εκλογικού σώματος, που είναι προφανές ότι δεν καλυπτόταν από τις επιλογές Ανδρουλάκη. Αν ο επανεκλεγείς πρόεδρος διατηρήσει στην ηγετική ομάδα και στο πλευρό του τα πρόσωπα αυτά, ίσως οι συσχετισμοί να λάβουν άλλα χαρακτηριστικά.
Ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να ακολουθεί τον δρόμο μιας διαφαινόμενης διάλυσης, γεγονός, που αφήνει «μετέωρο» ένα σημαντικό μέρος και του δικού του εκλογικού σώματος, αλλάζοντας ουσιαστικά και την «αναμέτρηση» ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ. Με δεδομένο ότι τα προηγούμενα χρόνια η εκλογική δύναμη του παλαιού ΠΑΣΟΚ «τροφοδότησε» και τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι αντιληπτό πως οι επιλογές του Νίκου Ανδρουλάκη μπορούν να επηρεάσουν τη δυναμική στο πολιτικό σκηνικό.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικοινώνησε το βράδυ της Κυριακής με τον Νίκο Ανδρουλάκη και του πρότεινε να έχουν σύντομα μια συνάντηση. Το ίδιο είχε πράξει και το 2021, όταν ο κ. Ανδρουλάκης ανέλαβε για πρώτη φορά την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Εκείνη η συνάντηση δεν έγινε ποτέ. Η τύχη της δεύτερης πρόσκλησης, ίσως να λέει πολλά και για το μέλλον. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογράμμισε, πάντως, ότι μένει το ραντεβού να οριστεί, χαρακτηρίζοντας και θετικό το κλίμα της συνομιλίας των κυρίων Μητσοτάκη και Ανδρουλάκη.