Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών απέδειξαν πως τίποτα από όσα θεωρούνταν δεδομένα για την Ευρώπη και τις σχέσεις της, τους παραδοσιακούς δεσμούς ή την κοινή στρατηγική και στόχευση με τον «κατά κανόνα» σύμμαχο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν πρέπει πλέον να ερμηνεύονται με όρους του παρελθόντος. Η ομιλία Βανς στη Διάσκεψη του Μονάχου έκανε τους Ευρωπαίους ηγέτες να το συνειδητοποιήσουν αυτό. Από εκείνη την στιγμή και μετά, άπαντες επιχειρούν να αποκρυπτογραφήσουν το νέο περιβάλλον, που διαμορφώνεται. Και ένα είναι βέβαιο, ότι στις νέες συνθήκες, η Ευρώπη καλείται να «ωριμάσει», να «μεγαλώσει» και σίγουρα να αφήσει πίσω της τα χρόνια της… αθωότητας.
Μέσες-άκρες, για την ελληνική κυβέρνηση η ανάγκη αυτή είχε αποδειχθεί εδώ και καιρό, γι’ αυτό και ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον τελευταίο ένα χρόνο, επιχειρούσε με κάθε ευκαιρία, να βάλει στο τραπέζι των Ευρωπαίων ηγετών, το θέμα της κοινής άμυνας ή την ανάγκη αύξησης των αμυντικών δαπανών, με τις κατάλληλες προσαρμογές των κανόνων του δημοσιονομικού πλαισίου, που θα επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Σε αυτή την πρόταση, ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε κοινή αντίληψη με τον Πολωνό ομόλογό του, Ντόναλντ Τουσκ. Η ανταπόκριση των Ευρωπαίων «επισπεύσθηκε» από τις τελευταίες εξελίξεις, με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να δηλώνει τελικά ότι θα προτείνει την ρήτρα εξαίρεσης των αμυντικών δαπανών. Την ίδια ώρα, οι Ευρωπαίοι Υπουργοί Εξωτερικών συνεδρίασαν για να συντονιστούν ενόψει της σαρωτικής εμφάνισης της διοίκησης Τραμπ στη διεθνή σκακιέρα και τις εξελίξεις στο ουκρανικό, ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν συγκάλεσε μια ιδιότυπη σύνοδο ηγετών και χθες το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα συσκέφθηκε μέσω τηλεδιάσκεψης.
Σε αυτό το βήμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποσαφήνισε την ελληνική θέση, υπογραμμίζοντας την ανάγκη η Ευρώπη να συμφωνήσει στις βασικές της θέσεις και στρατηγικές, αλλά και να εκπέμψει το μήνυμα ότι παίρνει στα σοβαρά την άμυνά της. Χαιρετίζοντας την πρόταση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής για τις επενδύσεις στην άμυνα, ο πρωθυπουργός επισήμανε ότι είναι σημαντικό οι λεπτομέρειες να οριστικοποιηθούν σύντομα, επαναλαμβάνοντας την ανάγκη ευρωπαϊκής χρηματοδότησης για την άμυνα και πέρα από τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Αυτή η θέση περί ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άμυνας είναι ο κεντρικός άξονας για την ελληνική θέση υπό τις παρούσες συνθήκες. Η απουσία της Ελλάδας από τις «προσκλήσεις» του Γάλλου Προέδρου, προκάλεσε δυσφορία, που δεν έμεινε μυστική από την ελληνική κυβέρνηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην έκτακτη τηλεδιάσκεψη του ΕΛΚ, υπογράμμισε ότι η Ευρώπη οφείλει να μιλά με μία φωνή, στόχος που δεν εξυπηρετείται, όπως είπε, από επιλεκτικά format συζήτησης ηγετών, ιδιαίτερα όταν από αυτά δεν προκύπτει ενιαία στάση για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Με την τοποθέτηση αυτή συμφώνησαν πολλοί ηγέτες. Ο Εμμανουέλ Μακρόν σε μια «διορθωτική κίνηση» αποφάσισε να συνομιλήσει και με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες, πολλοί εξ αυτών, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μέσω τηλεδιάσκεψης.
Για το Μέγαρο Μαξίμου το θέμα της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άμυνας και της διασφάλισης της αμυντικής αυτονομίας της Γηραιάς Ηπείρου, είναι το κρίσιμο μέγεθος για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων εξελίξεων, αλλά και για τη διαμόρφωση μιας ισχυρής παρουσίας της ΕΕ στο διεθνές στερέωμα, κυρίως μέσα στις νέες συνθήκες, που συγκροτεί πλέον η αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι επόμενες κινήσεις για τον τερματισμό του, είναι προφανώς το μείζον θέμα αυτή την περίοδο. Ωστόσο, η Αθήνα εκτιμά ότι παράλληλα, η Ευρώπη θα πρέπει να έχει στραμμένες τις «κεραίες» της τόσο στην Μέση Ανατολή, όσο και ευρύτερα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς εκεί οι προκλήσεις ασφαλείας είναι μεγάλες και διαρκείς. Και σε αυτή την περιοχή, η Ελλάδα αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα σταθερότητας, ρόλος, που πρέπει να αναδειχθεί, ο.πως σημειώνουν χαρακτηριστικά.
Στο Μέγαρο Μαξίμου υπάρχει προβληματισμός, ανάλογος με το κλίμα, που επικρατεί σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, καθώς το «θολό» και απρόβλεπτο τοπίο, που διαμορφώνεται είναι δύσκολο να οδηγήσει σε ξεκάθαρες υποθέσεις εργασίας στις εξωτερικές σχέσεις, καθιστώντας ακόμη πιο έντονη την ανάγκη της πολιτικής σταθερότητας και της επαγρύπνησης, όπως επισημαίνεται στο κυβερνητικό επιτελείο.