Πόσο μας κόστισε ο κρατισμός από το 1981
Shutterstock
Shutterstock

Πόσο μας κόστισε ο κρατισμός από το 1981

Υπολογίσαμε το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) και το κατά κεφαλήν εισόδημα που θα είχε σήμερα η Ελλάδα εάν το 1982 δεν είχε εγκαταλειφθεί η οικονομική πολιτική της περιόδου 1955-81, που τη μετέτρεψε από μια πάμφτωχη, αγροτική χώρα, κατεστραμμένη ύστερα από 10 χρόνια πολέμου, σε μια βιομηχανική χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.  Δηλαδή, εάν δεν είχε εφαρμοστεί η οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ μετά τον Οκτώβριο 1981. Είναι η πρώτη φορά που υπολογίζεται το πόσο πιο πλούσια θα μπορούσε να ήταν η πατρίδα μας εάν το 1981 δεν είχε μπει στον οικονομικό κατήφορο που οδήγησε στη χρεοκοπία του 2010.  

Όλες οι οικονομικές αναλύσεις της Μεταπολίτευσης καταγράφουν και αναλύουν τους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ καθώς και την εξέλιξη του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, σημειώνοντας την επιδείνωση των μεγεθών μετά το 1981, ειδικά σε σχέση με την «χρυσή 20ετία» 1955-75, όταν η Ελλάδα είχε τη δεύτερη ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία του κόσμου, μετά την Ιαπωνία. 

Καμιά από τις μελέτες αυτές δεν έχει θέσει το προφανές ερώτημα: «What if?»  Δηλαδή, πως θα ήταν σήμερα η Ελλάδα εάν οι ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ μετά το 1981 ήταν ανάλογοι με της περιόδου 1955-81;   

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι η εξής: 

Το ΑΕΠ της Ελλάδος το 2023 θα ήταν περίπου $610 δισ.εκατομμύρια (αντί $243 δισ. που ήταν πραγματικά) και το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων θα ήταν πάνω από $60 χιλιάδες (αντί $24,3 χιλιάδων).  Το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων θα ήταν σήμερα ένα από τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ αντί ενός από τα χαμηλότερα. 

Και αυτό δεν προϋποθέτει ότι την περίοδο 1982-2023 ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας θα ήταν ο ίδιος με της περιόδου 1955-81 (δηλαδή, κατά μέσον όρο, 6,1% ετησίως).  Η Ελλάδα θα ήταν μια από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου ακόμη και με ρυθμούς μεγέθυνσης που αντικατοπτρίζουν τους χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ των βιομηχανικών χωρών του ΟΟΣΑ τα τελευταία 42 χρόνια.   

Με άλλα λόγια, ακόμη και με σημαντικά επιβραδυμένους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ μετά το 1981, η Ελλάδα θα μπορούσε σήμερα να είναι τόσο πλούσια ή πλουσιότερη από τη Γερμανία, την Ολλανδία ή τη Δανία. Για να είχε επιτευχθεί αυτό θα αρκούσε να μην είχε εγκαταλειφθεί το 1981 η δημοσιονομική πολιτική της «σκληρής δραχμής», δηλαδή των ισοσκελισμένων δημοσιονομικών χρήσεων. 

Μια τελευταία παρατήρηση. Οι αναλύσεις για τον υπολογισμό οικονομικών μεγεθών κάτω από υποθετικά σενάρια είναι κοινή πρακτική στον δυτικό κόσμο και, μάλιστα, αποτελεί συνήθη πρακτική κυβερνήσεων και δημόσιων οργανισμών.  Για παράδειγμα, στη Βρετανία, το κρατικό Γραφείο Δημοσιονομικής Υπευθυνότητας (Office of Fiscal Responsibility) εκδίδει κάθε χρόνο εκτιμήσεις του (υποθετικού) επιπέδου των βασικών οικονομικών μεγεθών εάν η Βρετανία δεν είχε αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στην τελευταία έκθεση, του Απριλίου 2025, το Γραφείο ανακοίνωσε ότι το εξωτερικό εμπόριο της Βρετανίας είναι κατά 15% χαμηλότερο και η μακροπρόθεσμη παραγωγικότητα έχει μειωθεί κατά 4% λόγω του Brexit.  Το σημειώνουμε για να προλάβουμε πιθανά απαξιωτικά σχόλια ότι η ανάλυση που παρουσιάζεται παρακάτω είναι «αδόκιμη» και αποτελεί «ασκήσεις επί χάρτου». 
 
Το δείγμα και η ανάλυση 

Συγκρίνουμε τους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Ελλάδος με των ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου, των πλουσιότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Ιταλία) και δύο συγκρίσιμων με την Ελλάδα χωρών που αποτέλεσαν το επόμενο κύμα διεύρυνσης της ΕΟΚ, το 1986:  την Ισπανία και την Πορτογαλία. 

Επέλεξα τις χώρες αυτές και όχι χώρες με παρόμοιο μέγεθος και επίπεδα ευημερίας με την Ελλάδα το 1955 για να μην υπάρξουν αμφισβητήσεις σχετικά με τα συμπεράσματα που βγαίνουν από την ανάλυση. Το «απολεσθέν ΑΕΠ» που στοιχειοθετείται, δηλαδή η διαφορά μεταξύ του ΑΕΠ που θα μπορούσε να έχει η Ελλάδα και του ΑΕΠ που είχε, δεν οφείλεται σε σύγκριση με φτωχές ή «προβληματικές» χώρες:  η Ελλάδα αυτοχειριάσθηκε σε σύγκριση με το G7 όχι με την Αφρικανική Ένωση. 

Υπολογίζουμε το «απολεσθέν ΑΕΠ» της Ελλάδος κάτω από 4 σενάρια μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ στην περίοδο 1982-2023: 

● Ρυθμός μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ την περίοδο του στασιμοπληθωρισμού 1975-81, που ήταν ο δεύτερος ταχύτερος των χωρών του δείγματος, πίσω απ’ την Πορτογαλία. 
● Ρυθμός μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ το 1955-81 μείον την μέση πτώση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ των άλλων 8 χωρών στην περίοδο 1982-2023.   Δηλαδή, με τον ελληνικό ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ μέχρι το 1981 μειωμένο κατά το ποσοστό μείωσης του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ του ανεπτυγμένου κόσμου μετά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ’70. 
● Μέσος όρος του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 1975-81 και του ρυθμού μεγέθυνσης των 8 χωρών του δείγματος την περίοδο 1982-2023. 
● Μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ των 8 χωρών του δείγματος την περίοδο 1982-2023.  Αυτό είναι το πιο «απαισιόδοξο σενάριο», γιατί ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ των 8 χωρών είναι ο χαμηλότερος από αυτούς των άλλων 3 σεναρίων. 
 
Η οικονομική πολιτική και οι επιδόσεις του 1955-81 

Στα τέλη του 1949 η Ελλάδα ήταν μια κατεστραμμένη χώρα, με κατεδαφισμένες υποδομές και το 18% του πληθυσμού άστεγο ως αποτέλεσμα της δράσης του αντάρτικου στην κατοχή και στον εμφύλιο:  χίλια εκατό (1.100) χωριά και κωμοπόλεις καταστράφηκαν από τους κατακτητές ως αντίποινα για επιθέσεις των ανταρτών εναντίον Γερμανικών δυνάμεων και οι αγρότες που κατέφυγαν στις πόλεις για να γλυτώσουν δημιούργησαν το πρώτο κύμα αστυφιλίας στην ιστορία της χώρας. Ένα μεγάλο μέρος του Σχεδίου Μάρσαλ αντί να διοχετευτεί σε παραγωγικές επενδύσεις, δαπανήθηκε για να στεγαστούν, τραφούν και νοσηλευτούν οι πρόσφυγες από την επαρχία στην περίοδο του εμφυλίου.  Η κατάσταση της χώρας και του ελληνικού λαού το 1949 ήταν δραματική και απελπιστική. 

Μόλις εξελέγη η κυβέρνηση Παπάγου, στα τέλη 1952, ο υπουργός συντονισμού Σπύρος Μαρκεζίνης έκανε τη νομισματική μεταρρύθμιση που άλλαξε την πορεία της Ελληνικής οικονομίας.  Υποτίμησε γενναία τη δραχμή έναντι του δολαρίου και όρισε τη συναλλαγματική ισοτιμία στις Δρχ 30/$1.  Η διατήρηση της ισοτιμίας αυτής ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής οικονομικής πολιτικής τα επόμενα 28 χρόνια.   

Οι πολιτικές που την εξασφάλισαν ήταν οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί και ο χαμηλός πληθωρισμός.  Οι ελληνικές κυβερνήσεις δε ξόδευαν ποτέ παραπάνω από τα φορολογικά έσοδα.  Επίσης, δε δανείζονταν για να μοιράζουν αυξήσεις μισθών και συντάξεων. 

Όλες οι χώρες που εξήλθαν κατεστραμμένες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ακολούθησαν ακριβώς την ίδια οικονομική πολιτική για να ορθοποδήσουν και να αναπτυχθούν.  Από την Ιαπωνία, τη Γερμανία και την Ολλανδία ως τη Σιγκαπούρη, την Κορέα και την Ταϊβάν, όλες οι οικονομίες που αρίστευσαν τα τελευταία 80 χρόνια ακολούθησαν ακριβώς την ίδια συνταγή οικονομικής πολιτικής:  «σκληρό» νόμισμα, ισοσκελισμένα δημοσιονομικά, χαμηλός πληθωρισμός.   Ο λόγος είναι απλός:  για να υπάρξουν επενδύσεις, οικονομική ανάπτυξη και άνοδος του βιοτικού επιπέδου είναι αναγκαίο να υπάρχει νομισματική και συναλλαγματική σταθερότητα.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στην περίοδο 1955-63 που ήταν πρωθυπουργός, εφάρμοσε το σημαντικότερο και πιο επιτυχημένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και οικονομικής προόδου που γνώρισε ποτέ η χώρα – μέχρι τότε και από τότε.  Μέσα σε 8 χρόνια η Ελλάδα μετατράπηκε από μια φτωχή αγροτική χώρα σε βιομηχανική χώρα με εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης και σύγκλισης με την πλούσια Δύση.  Η Ελλάδα, σχεδόν σε χρόνο μηδέν, απέκτησε υποδομές, βιομηχανία, ηλεκτρισμό, τηλέφωνο, ναυπηγεία, διυλιστήρια, νοσοκομεία, σχολεία, τουρισμό, κλπ. 

Στην περίοδο αυτή, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ ήταν ο δεύτερος ταχύτερος στον κόσμο, μετά την Ιαπωνία.  Ακόμη και την περίοδο του στασιμοπληθωρισμού 1975-81, το ΑΕΠ της Ελλάδος μεγεθύνθηκε ταχύτερα από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ λόγω της απαρέγκλιτης συνέχισης της οικονομικής πολιτικής της περιόδου 1955-63.  Το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας στην περίοδο 1955-81 υπερδεκαπλασιάσθηκε (13x).  Οι επιδόσεις αυτές, και το προσωπικό κύρος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήταν το εισιτήριο της Ελλάδος για την είσοδο της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1979. 

Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ελλάδος και των 8 χωρών του δείγματος στην περίοδο 1955-2023. 
Κάθε στήλη του πίνακα καταγράφει τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης σε καθεμιά από 4 περιόδους:  1955-81, 1975-81, 1982-2023 και στο σύνολο της περιόδου 1955-2023.  Οι υψηλότερες επιδόσεις σε κάθε περίοδο σημειώνονται με πράσινο χρώμα και οι χειρότερες επιδόσεις σημειώνονται με ροζ. 

Η Ελλάδα ήταν ο πρωταθλητής της περιόδου 1955-81, με μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ ίσο με 6,1%.  Ακόμη και την περίοδο του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του ’70, ως αποτέλεσμα των δύο πετρελαϊκών κρίσεων, η Ελλάδα είχε τον ταχύτερο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ από όλες τις πλούσιες χώρες του δείγματος:  3,7%, μια επίδοση που όποια χώρα καταφέρει να την πετύχει σήμερα κάνει πάρτι. 

Μετά ήρθε το 1981, το ελληνικό «annus horribilis». 

Το 1981 κέρδισ.ε τις εκλογές ένα κόμμα που ευαγγελιζόταν τον «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας», την «δίκαιη αναδιανομή του εθνικού πλούτου» και τον «κοινωνικό έλεγχο των μέσων παραγωγής».  Αποτέλεσμα των πολιτικών που εφάρμοσε από την πρώτη ημέρα ανόδου του στην εξουσία ήταν μια δεκαετία μηδενικής οικονομικής ανάπτυξης, υποβάθμισης της παραγωγικής βάσης της χώρας και αποβιομηχάνισης.  

Επιπλέον, μια δεκαετία εκτόξευσης του δημοσίου χρέους από το 27% του ΑΕΠ το 1981 σε άνω του 90% του ΑΕΠ το 1990.  Μετά το 1982 η Ελλάδα μπήκε στη δίνη των ελλειμμάτων, της διαφθοράς και της κακοδιοίκησης που οδήγησαν στη χρεωκοπία του 2010, που είχε σα συνέπεια την καταστροφική απώλεια του 30% του ΑΕΠ. 

Μετά το 1982 η Ελλάδα γίνεται η χώρα-ουραγός του δείγματος.  Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της καταρρέει στο 1%, που είναι το μισό από τον μέσο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ των άλλων 8 χωρών (2%) αυτή την περίοδο και το ένα έκτο (1/6) του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Ελλάδος το 1955-81. 
 

 
Με άλλα λόγια, ενώ την περίοδο 1955-81 η ελληνική οικονομία και το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων συνέκλιναν με ταχείς ρυθμούς με αυτά των πλουσιότερων χωρών του κόσμου, μετά το 1981 απέκλιναν, επίσης με ταχείς ρυθμούς.  Από παγκόσμιος πρωταθλητής ανάπτυξης και δημιουργίας πλούτου μέχρι τότε, η Ελλάδα το 1981 μετατρέπεται, εν μια νυκτί, σε παράδειγμα προς αποφυγή και σε προβληματική  οικονομία. 

Ο μοναδικός λόγος γι’ αυτό ήταν η εγκατάλειψη της δημοσιονομικής πολιτικής του 1955-81, ο ακατάσχετος δανεισμός που μετατράπηκε σε ιδιωτική κατανάλωση και, ουσιαστικά, η σταδιακή αποβιομηχάνιση της χώρας.   

Στην πρώτη περίοδο διαχείρισης της οικονομίας από το ΠΑΣΟΚ (1982-90) ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ ήταν σχεδόν μηδενικός (0,6%).  Παράλληλα, η Ελλάδα εισέπραττε κάθε χρόνο από την ΕΟΚ κονδύλια για υποδομές, εκσυγχρονισμό και μεταρρυθμίσεις (που δεν έγιναν...) ίσα με περίπου το 5% του ΑΕΠ.  Αυτό σημαίνει ότι η οικονομική πολιτική σε όλη τη δεκαετία του 1980 είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή εθνικού εισοδήματος ίσου με περίπου το 5% του ΑΕΠ ετησίως.  
 
Εάν δεν υπήρχαν τα Ευρωπαϊκά κονδύλια η Ελληνική οικονομία το 1990 θα είχε συρρικνωθεί κατά περίπου 35% σε σχέση με το 1981, δηλαδή θα είχε συρρικνωθεί περισσότερο από ό,τι την περίοδο 2010-15, όταν χρεωκόπησε. 

Όποια «ευημερία» αισθάνθηκαν οι Έλληνες τη δεκαετία του 1980 προήλθε αποκλειστικά από παροχές που χρηματοδοτήθηκαν από την εκτίναξη του δημοσίου χρέους: από το 27% του ΑΕΠ το 1981 σε άνω του 90% του ΑΕΠ το 1990.  Στην περίοδο αυτή η Ελλάδα δανείστηκε €160 δισ.εκατομμύρια (σε όρους σημερινής αγοραστικής αξίας).  Με άλλα λόγια, δανειζόμασταν για να καταναλώνουμε (εισαγόμενα είδη πολυτελείας), ενώ καταστρέφαμε την παραγωγική μας βάση.  Τόσο απλά. 

Η πραγματικότητα αυτή απεικονίζεται στον Πίνακα 2. 

Την περίοδο 1955-81 το ονομαστικό (πραγματικό, αποπληθωρισμένο) ΑΕΠ της Ελλάδος σχεδόν τετραπλασιάζεται και είναι ο πρωταθλητής του δείγματος.  Συγκρίνετε, για παράδειγμα, με της Βρετανίας, που έχει μπει στην τροχιά του οικονομικού μαρασμού, μετά την απώλεια της Αυτοκρατορίας, που θα διαρκέσει μέχρι το 1980:  η Βρετανική οικονομία την ίδια περίοδο ούτε καν διπλασιάζεται (94%) σε μέγεθος. 

Παρόμοια είναι η επίδοση της ελληνικής οικονομίας και την περίοδο των πετρελαϊκών κρίσεων.  Το ότι τα πρωτεία στην περίοδο αυτή τα έχει η Πορτογαλία (μεγέθυνση ΑΕΠ κατά 90%) και όχι η Ελλάδα (82%) οφείλεται στο ότι η Πορτογαλία βίωσε την ύφεση του εμπάργκο πώλησης πετρελαίου των χωρών του ΟΠΕΚ το 1975, ενώ η Ελλάδα το 1974, με αποτέλεσμα ο υπολογισμός για την Πορτογαλία να ξεκινάει από χαμηλότερο επίπεδο ΑΕΠ. 

Και μετά έρχεται η περίοδος 1982-2023. Η Ελλάδα έχει τη δεύτερη χαμηλότερη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, μετά την Ιταλία, που ταλανίσθηκε από παρόμοια με τα δικά μας προβλήματα.  Η Ισπανία και η Πορτογαλία την περίοδο αυτή πενταπλασίασαν τις οικονομίες τους ενώ η Ελλάδα κατάφερε μόνο να την τριπλασιάσει. 


 H Ελλάδα είχε την 5η υψηλότερη σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ στην περίοδο 1955-2023 (608%).  Όμως, τα 2/3 αυτής της αύξησης (378%) συνέβησαν στα 26 χρόνια 1955-81.  Την περίοδο των 41 ετών μεταξύ 1982 και 2023, η σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ μας ήταν μόλις 236%, σχεδόν η χαμηλότερη από όλες τις χώρες του δείγματος.  Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του «Τσοβόλα, δώστα όλα». 

Συγκριτικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ύστερα από το κύμα φιλελευθεροποίησης της οικονομίας τους που ξεκίνησε το 1977, και οι Ισπανία και Πορτογαλία, που εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο και απορρόφησαν τα ευρωπαϊκά κονδύλια που εισέπραξαν για τον εκσυγχρονισμό των οικονομιών και των υποδομών τους μετά το 1986, είναι οι πρωταθλητές των τελευταίων 40 ετών:  οι οικονομίες τους σχεδόν πενταπλασιάστηκαν σε μέγεθος στην περίοδο αυτή. 
 
Η απόκλιση του βιοτικού επιπέδου το 1982-2023 

Ο Πίνακας 3 δείχνει ανάγλυφα την πραγματική ζημιά που υπέστη το σχετικό βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων μετά το 1981. 
Ενώ μέχρι το 1981 καταφέραμε να αυξήσουμε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας (δηλαδή, χοντρικά, το βιοτικό μας επίπεδο) από το 43% του μέσου όρου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των άλλων 8 χωρών στο 73% του μέσου όρου, από το 1981 και μετά το βιοτικό μας επίπεδο απέκλινε: μέχρι το 2023 το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε διολισθήσει στο 54% του μέσου όρου των 8 χωρών.   
 
  
Δηλαδή, βρεθήκαμε σχεδόν εκεί που ήμασταν το 1955.  Στα 40 χρόνια της επικράτησης του ΠΑΣΟΚ και των οικονομικών πολιτικών του, το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων απέκλινε από των πλουσίων χωρών του κόσμου κατά είκοσι ποσοστιαίες μονάδες. 
  
Οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδος μετά το 1982 

Για να υπολογίσω το επίπεδο που θα μπορούσε να είναι σήμερα το ΑΕΠ της χώρας μας, κατ’ αρχήν υπολόγισα τη μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ των 9 χωρών του δείγματος την περίοδο 1982-2023 σε σύγκριση με την περίοδο 1955-81. 
Ο Πίνακας 4 παρουσιάζει αυτή την πτώση του ρυθμού μεγέθυνσης των δυτικών οικονομιών μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ’70.  Η Ελλάδα, δυστυχώς, ήταν ο πρωταθλητής σε αυτήν την κατηγορία:  από 6,1% ετησίως μέχρι το 1981, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ καταρρέει στο 1% το 1982-2023, δηλαδή πτώση 5 ποσοστιαίων μονάδων.   

Οι δύο οικονομίες που υπέφεραν τη μικρότερη απώλεια αναπτυξιακής ορμής στην περίοδο 1982-2023 ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω του μεταρρυθμιστικού προγράμματος της κας Θάτσερ το 1979-90, και οι ΗΠΑ, που βίωσαν παρόμοια εμπειρία μεταρρυθμίσεων και απελευθέρωσης της οικονομίας τους την περίοδο 1977-99. 

Ο υπολογισμός του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ των χωρών του δείγματος την περίοδο 1982-2023 έγινε έτσι ώστε ο υποθετικός ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Ελλάδος στην εξεταζόμενη περίοδο (1982-2023) να αντικατοπτρίζει τους χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης του δυτικού κόσμου μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας το ’70.  Όταν όλες οι άλλες χώρες είδαν τους ρυθμούς ανάπτυξης τους να μειώνονται σημαντικά, δεν είναι ρεαλιστικό να υποθέσει κανείς ότι η Ελλάδα θα έμενε αλώβητη από αυτή την τάση, ακόμη και εάν οι κυβερνήσεις μετά το 1981 δεν είχαν εγκαταλείψει την οικονομική πολιτική του 1955-81. 
 
 Το δυνητικό ΑΕΠ του 2023 και το «απολεσθέν ΑΕΠ» της Ελλάδος 

Ο Πίνακας 5 είναι το θέμα αυτού του σημειώματος.  Δείχνει το που θα βρισκόταν το ΑΕΠ και το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων εάν δεν είχε διακοπεί το 1981 η δημοσιονομική και οικονομική πολιτική της περιόδου 1955-81. 

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, εξέτασα 4 σενάρια πιθανών ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ, που σχετίζονται με τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ των 8 χωρών του δείγματος.  Επίσης, υπολόγισα και ένα «μέσο σενάριο», δηλαδή την περίπτωση ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Ελλάδος να ήταν κάπου ανάμεσα στα άλλα 4 σενάρια, δηλαδή να ήταν ο μέσος όρος των 4 ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ. 

Στη χειρότερη περίπτωση, δηλαδή σε αυτήν που ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Ελλάδος ήταν ο ίδιος με αυτόν των 8 χωρών στην περίοδο 1982-2023 (2%), το ελληνικό ΑΕΠ το 2023 θα ήταν $371 δισ. (δηλαδή κατά 50% μεγαλύτερο από ό,τι είναι σήμερα), το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων θα ήταν ίσο με το 82% του μέσου όρου των 8 χωρών και θα ήταν το 5ο μεγαλύτερο ανάμεσα στις χώρες του δείγματος, παρόμοιο με της Ιταλίας. 

Στην καλύτερη περίπτωση, δηλαδή σε αυτήν που ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Ελλάδος ήταν ίσος με τον ρυθμό της περιόδου 1955-81 μειωμένος κατά το ποσοστό μείωσης του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ των 8 χωρών την περίοδο 1982-2023 (δηλαδή 3,8%), το ελληνικό ΑΕΠ το 2023 θα ήταν $783 δισ., το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων θα ήταν ίσο με το 172% του μέσου όρου των 8 χωρών και θα ήταν το 2ο μεγαλύτερο ανάμεσα στις χώρες του δείγματος, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ. 
Η Ελλάδα σήμερα παράγει $127 δισ. έως $539 δισ. λιγότερο εθνικό προϊόν από ό,τι θα μπορούσε να παράγει, ανάλογα με το σενάριο ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ που θεωρεί κάποιος πιο ρεαλιστικό. 
 
Αυτό είναι το κόστος της διακυβέρνησης της χώρας το 1981-89 από το ΠΑΣΟΚ και της επικράτησης του «Τσοβόλα δώστα όλα» και της δημοσιονομικής πολιτικής των ελλειμμάτων μέχρι το 2010:  «απολεσθέν» ακαθάριστο εθνικό προϊόν ύψους από $127 δισ. έως $539 δισ., μόνο το 2023. 

Αυτός είναι ο λόγος που οι πόλεις μας έχουν την άθλια εικόνα που έχουν.  Αυτός είναι ο λόγος που οι δάσκαλοι και οι καθηγητές των δημοσίων σχολείων και οι γιατροί και οι νοσοκόμες του ΕΣΥ έχουν τόσο χαμηλές αποδοχές.  Αυτός είναι ο λόγος που η δημόσια παιδεία μας υστερεί των ανταγωνιστών μας και των εταίρων μας.  Αυτός είναι ο λόγος που δεν έχουμε πολεμική βιομηχανία και χρειάζεται κάθε 15-20 χρόνια να προχωράμε σε μεγάλα και δαπανηρά προγράμματα εξοπλισμού.  Αυτός είναι ο λόγος που ο ελληνικός εφοπλισμός είναι εξωχώριος και δε φορολογούνται τα εισοδήματα των εφοπλιστών που είναι κάτοικοι εσωτερικού.  Αυτός είναι ο λόγος που η Ελλάδα δεν έχει αναδείξει ούτε μια διεθνώς ανταγωνιστική εταιρία μετά την είσοδο μας στην ΕΟΚ.  Αυτός είναι ο λόγος που η οικονομία μας εξαρτάται δυσανάλογα από τον τουρισμό και την οικοδομή.  Αυτός είναι ο λόγος που το χρηματιστήριο είναι απαξιωμένο και, ακόμη και σήμερα, εξυπηρετεί σχεδόν αποκλειστικά τον δημόσιο τομέα και προμηθευτές του δημοσίου.  Αυτός, τέλος, είναι ο λόγος που η χώρα χρεωκόπησε το 2010. 

Εάν το δημόσιο χρέος δεν είχε εκτοξευθεί στο περίπου 100% του ΑΕΠ λόγω της δημοσιονομικής διαχείρισης της περιόδου 1982-90 και εάν μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας δεν είχε διαφθαρεί από τους διορισμούς, τα επιδόματα, τις συντάξεις στα 45, κλπ, το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων σήμερα θα ήταν συγκρίσιμο με της Δανίας και της Ολλανδίας, εάν δεν τα ξεπερνούσε. 

Εάν δεν είχε συμβεί ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της περιόδου 1982-90, που δημιούργησε ένα «πολιτικά ακατέβαστο» δημόσιο χρέος κοντά στο 100% του ΑΕΠ, η Ελλάδα δε θα χρεωκοπούσε το 2010 και δε θα έχανε το 30% του ΑΕΠ της την πενταετία 2010-15. 

Εάν, τέλος, το 1981, πρώτο έτος πλήρους συμμετοχής της Ελλάδος στην Κοινή Αγορά, η ελληνική κυβέρνηση εργαζόταν για να βοηθήσει τις ελληνικές επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στις νέες δασμολογικές, συναλλαγματικές, κανονιστικές και ανταγωνιστικές συνθήκες που η συμμετοχή αυτή συνεπάγετο, αντί να κηρύξει ταξικό πόλεμο εναντίον της επιχειρηματικότητας, να χαρακτηρίσει ένα μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα ως «υπερχρεωμένες, προβληματικές επιχειρήσεις» και να τις κρατικοποιήσει, η Ελλάδα σήμερα θα είχε σοβαρές, εξωστρεφείς επιχειρήσεις και οι λογαριασμοί Ελλήνων στη UBS στη Γενεύη σίγουρα θα είχαν πολύ, πολύ χαμηλότερα υπόλοιπα.  Δε χρειάζεται να έχει φαντασία κανείς για το πιστέψει αυτό: φτάνει να δει τι έχουν πετύχει οι Έλληνες στην ποντοπόρο ναυτιλία, που είναι ένας από τους πλέον ανταγωνιστικούς κλάδους της παγκόσμιας οικονομίας. 
 
Πρακτικές συνέπειες των χαμένων ευκαιριών 40 ετών 

Στον Πίνακα 6 αποτυπώνεται το δυνητικό ύψος δαπανών για την υγεία, την παιδεία και την άμυνα που θα μπορούσε να έχει η χώρα το 2023 εάν το ΑΕΠ μεγεθύνονταν στην περίοδο 1982-2023 με ένα από τα παραπάνω 4 σενάρια ή με τον μέσο όρο των σεναρίων αυτών. 
Η Ελλάδα το 2023 δαπάνησε το 9,6% του ΑΕΠ για την υγεία, το 2,6% για τη δημόσια παιδεία και το 3,2% για την άμυνα. Τα ποσά, σε ευρώ, που δαπανήθηκαν καταγράφονται στην τελευταία αράδα του πίνακα:  «Πραγματικά μεγέθη το 2023». 

Εάν η ελληνική οικονομία είχε ακολουθήσει τον μέσο όρο των 4 σεναρίων μεγέθυνσης του ΑΕΠ στα χρόνια μετά το 1981, οι δαπάνες για υγεία το 2023 θα ήταν άνω των €65 δισ., αντί των €26 δισ. που ήταν στην πραγματικότητα. 

Οι δαπάνες για δημόσια παιδεία θα ήταν άνω των €18 δισ., αντί για περίπου €7 δισ. που ήταν στην πραγματικότητα.  Και οι δαπάνες για άμυνα θα ήταν σχεδόν τριπλάσιες από ό,τι ήταν:  οι αγορές των γαλλικών φρεγατών και των F-35 θα πραγματοποιούνταν χωρίς να χρειαστεί να πιεστούν άλλες κρατικές δαπάνες. 
  

 
Ο πίνακας αυτός απαντάει στα ερωτήματα:  «Γιατί είναι τόσο χαμηλές οι δαπάνες για υγεία και παιδεία;» και «Πότε θα σταματήσει η οικονομική αιμορραγία των αμυντικών δαπανών;» 

Οι «ελλιπείς» δαπάνες για υγεία και παιδεία, σε σχέση με τις πλούσιες χώρες της ΕΕ, δεν οφείλονται σε πολιτικές επιλογές, δηλαδή σε συνειδητή απόφαση των κυβερνώντων να ευνοήσουν άλλων ειδών δαπάνες εις βάρος των δαπανών για υγεία και παιδεία.  Είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα του σχετικά καχεκτικού ΑΕΠ της χώρας λόγω των δημοσιονομικών πολιτικών της περιόδου 1982-2023.  Ακόμη και εάν αποφάσιζε μια ελληνική κυβέρνηση να αυξήσει τις δαπάνες αυτές κατά 1 ή 2 ή 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το αποτέλεσμα θα ήταν οριακό.  Μόνο αυξάνοντας το μέγεθος της «πίτας» (δηλ. το ΑΕΠ) θα γίνουν τα «κομμάτια» μεγάλα και «χορταστικά». 

Το σημείο αυτό, παρεμπιπτόντως, φανερώνει την απροσμέτρητη ανοησία εκείνου του «αξέχαστου» συνθήματος των Λαμπράκηδων και της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου το 1961-65:  «15% για την Παιδεία».  Δηλαδή, να δίνεται το 15% του προϋπολογισμού για τη δημόσια παιδεία.  Λες και το πρόβλημα της δημόσιας παιδείας το 1961 ήταν ότι την παραμελούσε η κυβέρνηση Καραμανλή, όχι ότι ήταν η δημόσια παιδεία μιας φτωχής χώρας που μόλις πριν από λίγα χρόνια είχε βγει κατεστραμμένη από δύο πολέμους και προσπαθούσε να ορθοποδήσει με περιορισμένους πόρους. 

Όσον αφορά, δε, στην άμυνα, δεδομένης της γειτνίασης με την Τουρκία, η περικοπή των αμυντικών δαπανών είναι, προφανώς, ανέφικτη.  Ο μόνος τρόπος για να μην αποτελούν εμπόδιο για αναπτυξιακές και κοινωνικές δαπάνες είναι να μεγεθυνθεί το ΑΕΠ.  Οι τιμές των Belharra και των F-35 παραμένουν σταθερές, είτε το ΑΕΠ της Ελλάδος είναι €250 δισ. ή είναι $750 δισ..  Στην δεύτερη περίπτωση, όμως, το κόστος απόκτησης τους είναι μια υποσημείωση στον προϋπολογισμό ενώ στην πρώτη αποτελεί σημαντικό εθνικό γεγονός, λόγω του ποσοστού του ΑΕΠ που αντιπροσωπεύει.  Πιο απλά δε μπορεί να εξηγηθεί.  
 
Εν κατακλείδι 

Η ανάλυση που παρουσιάστηκε σε αυτό το σημείωμα ποσοτικοποίησε με ακρίβεια και με χρήση της επιστημονικής μεθόδου το κόστος για την ελληνική οικονομία και κοινωνία των πολιτικών που οδήγησαν στη χρεωκοπία του 2010.  Δυστυχώς, για όσους γεννήθηκαν από το 1960 και μετά, αυτή η ζοφερή εικόνα χαμένων ευκαιριών ήταν η μοίρα που μας επιφυλάχθηκε στο πέρασμα μας από τον κόσμο αυτό. 

Όμως, σε κάθε ιστορία τρόμου υπάρχει και ένα μάθημα για το μέλλον.  Και το μάθημα στην περίπτωση αυτή είναι ότι πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού, με κάθε νόμιμο και θεμιτό μέσο, την οικονομική πολιτική της παρούσας κυβέρνησης, η οποία, για όσους δεν έχουν καταλάβει ακόμη, είναι η επιστροφή στις πολιτικές των κυβερνήσεων του 1955-81:  μηδενικά δημοσιονομικά ελλείμματα ή ακόμη και πλεονάσματα, και (ελλείψει δυνατότητας επηρεασμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας) χαμηλά επιτόκια. 
Η Ελλάδα υπέστη το 2010-15 τη μεγαλύτερη δημοσιονομική κατάρρευση και τη μεγαλύτερη απώλεια ΑΕΠ στην ιστορία – όχι της Ελλάδος: του κόσμου.  

Όμως, άρκεσαν μόλις 4 χρόνια εφαρμογής αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής για να ανακηρυχθεί η χώρα μας παγκόσμιος πρωταθλητής οικονομικής διαχείρισης από το περιοδικό Economist – δύο χρόνια στη σειρά.  Όπως, δηλαδή, ήταν το 1955-81. Και να έχει σήμερα χαμηλότερο κόστος δανεισμού από την Ιταλία, τη Γαλλία και, για ορισμένα χρονικά διαστήματα, ακόμη και από τις ΗΠΑ. 

Εάν συνεχιστεί αυτή η πολιτική, ειδικά τώρα που η Ελλάδα έχει το νόμισμα της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας, είναι βέβαιο ότι θα αρχίσουν να γίνονται μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις, να δημιουργούνται νέες επιχειρήσεις και να βελτιώνεται ραγδαία το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων.  Ήδη τα τελευταία 5 χρόνια το ελληνικό ΑΕΠ μεγεθύνεται ταχύτερα από των εταίρων μας, δηλαδή το βιοτικό επίπεδο μας άρχισε να συγκλίνει με το μέσο ευρωπαϊκό. 

Εάν, όμως, διακοπεί, για οποιονδήποτε λόγο, η παρούσα δημοσιονομική και οικονομική πολιτική, η χώρα θα διολισθήσει πάλι προς τα πίσω και η σύγκλιση με το μέσο ευρωπαϊκό κατά κεφαλήν εισόδημα θα γίνει πάλι το πιο σύντομο ανέκδοτο – όπως ήταν από το 1981 έως το 2019.  Δε χρειάζονται θεωρίες, επιχειρήματα και φωνασκίες στα τηλεοπτικά στούντιο για να πειστεί κανείς γι’ αυτό:  η ιστορία και τα οικονομικά μεγέθη των τελευταίων 70 ετών μιλάνε από μόνα τους.   

Ειρήσθω εν παρόδω, καλό θα ήταν η ιστορία αυτή να αρχίσει να διδάσκεται στα σχολεία έτσι ώστε οι επόμενες γενιές ψηφοφόρων να γνωρίζουν τις συνέπειες στην τσέπη τους των επιλογών τους πίσω από το παραβάν του εκλογικού κέντρου.  Και να μάθουν, επίσης, να κατανοούν το κόστος του λαϊκισμού σε ευρώ και το που οδηγούν οι κενές περιεχομένου, δημαγωγικές υποσχέσεις περί «μιας άλλης, φιλολαϊκής οικονομικής πολιτικής».   

Η πιο πραγματικά φιλολαϊκή οικονομική πολιτική που είχε η Ελλάδα από το 1830 μέχρι τις μέρες μας ήταν η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική σκληρής δραχμής του 1955-81:  ποτέ στο παρελθόν ή από τότε δε βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα τόσο πολύ όσο εκείνα τα 26 χρόνια. 

Ας ελπίσουμε ότι οι Έλληνες κατανοήσαμε, βαθιά και για πάντα, ότι η ευημερία δεν επιτυγχάνεται «με ένα νόμο και ένα άρθρο» και ότι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου δεν επιτυγχάνεται μέσω υπουργικών αποφάσεων για αυξήσεις μισθών και συντάξεων.  Από σήμερα γνωρίζουμε και το ακριβές κόστος, σε ευρώ, των εγκληματικών λαθών του παρελθόντος. 
 
 


 
*Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Καναδικής επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc. Έχει σπουδάσει οικονομικά (B.S., George Mason University) και χρηματοοικονομικά (M.S., University of Illinois at Urbana-Champaign, και Ph.D., University of Southern California).