Προεκλογικό σκηνικό με ενδεχόμενες συνθήκες ρήξης με τους δανειστές

Προεκλογικό σκηνικό με ενδεχόμενες συνθήκες ρήξης με τους δανειστές

Του Γιάννη Σιδέρη

Κεραυνός εν αιθρία, έτσι όπως το Μαξίμου μας έχει συνηθίσει (δημοψήφισμα, capital controls), ήταν η ξαφνική κίνηση του πρωθυπουργού να αναγγείλει με νυχτερινό διάγγελμα την 13η «σύνταξη» (βοήθημα άπαξ) σε 1,6 εκατομμύρια συνταξιούχους, καθώς και την αναστολή αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά (παράλληλα ανακοίνωσε και προσλήψεις στον κλάδο Υγείας, αλλά αυτές είχαν προαναγγελθεί).

Δημιουργεί απορίες, προβληματισμό και υποψίες η πράξη του πρωθυπουργού, η οποία λόγω συγκυρίας λαμβάνει στοιχεία ανορθόδοξης τακτικής.

Τα στοιχεία που συνθέτουν το νέο σκηνικό, σε μια πρώτη ανάγνωση, είναι:

  • Μόλις είχε επιστρέψει από το Ισραήλ, και εκείνο που προείχε ήταν η επικοινωνιακή εκμετάλλευση του συγκεκριμένου ταξιδιού.
  • Στη Βουλή διεξάγεται η συζήτηση επί του Προϋπολογισμού και η Βουλή ήταν ο θεσμικός χώρος, και η φυσική διαδικασία, να ανακοινωθούν τα έκτακτα μέτρα.
  • Σύμφωνα με δήλωση στο liberal.gr υψηλής κυβερνητικής πηγής «οι θεσμοί είχαν συμφωνήσει τουλάχιστον ως προς το μέρισμα στους συνταξιούχους». Αυτό ως συμφωνία αρχής είναι γνωστό, αλλά δεν συνεπάγεται αυτόματα την συμφωνία των θεσμών καθώς:
  • Είναι πολύ πρόωρη η πιστοποίηση του πλεονάσματος. Αυτή πιστοποιείται περί τον Μάρτη. Αυτό είχε γίνει επί Σαμαρά, Η κυβέρνηση μάλλον εν τη αγωνία που της επιφέρουν οι δημοσκοπήσεις προέτρεξε.
  • Ενδέχεται η πρόωρη ανακοίνωση, χωρίς την πιστοποίηση του πλεονάσματος, να θεωρηθεί μονομερής ενέργεια.
  • Η αξιολόγηση είναι ανοιχτή και δεν γνωρίζουμε εάν η ανακοίνωση των μέτρων θα δυσχεράνει τις συνομιλίες - το πιο πιθανό.
  • Αλλάζει η ατζέντα της κοινοβουλευτικής διαμάχης. Η κυβέρνηση - για όσους παρακολούθησαν την έως τώρα συζήτηση του προϋπολογισμού - χτυπιόταν αλύπητα από την αντιπολίτευση. Πλέον θα παρουσιάζεται ως συνεπής στις διακηρύξεις της και ως τιμητής των υπολοίπων. 
  • Δημιουργεί ούτως ή άλλως (ακόμη και ανεξαρτήτως προθέσεων), σκηνικό προεκλογικής κινητικότητας και αντίστοιχης ετοιμότητας σε όλο το πολιτικό φάσμα.

Ζητούν από την αντιπολίτευση συνευθύνη (δηλαδή συνενοχή στην αποτυχία)

Ούτως ή άλλως η συζήτηση στη Βουλή με την εμφάνιση χθες του Ευκλείδη Τσακαλώτου, παρουσίασε στοιχεία μη κοινοβουλευτικής και πολιτικής κανονικότητας;

 Κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον προϋπολογισμό ο κ. Τσακαλώτος ζήτησε από την αντιπολίτευση:

  • Να ξεκαθαρίσει αν συμφωνεί ή όχι με την κυβερνητική θέση για επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας 
  • Να ξεκαθαρίσει αν συμφωνεί ή όχι στη λήψη μέτρων μετά το τέλος του προγράμματος για το 2019 - 2020.

Υποτίθεται ότι η κυβέρνηση το ζητάει, εμφορούμενη από… πολιτική αβρότητα, επειδή τα συγκεκριμένα μέτρα ξεπερνούν την χρονική θεσμική διάρκεια της παρούσας κυβερνητικής θητείας. Στην ουσία θέλει να καταστήσει την αντιπολίτευση συμμέτοχη (και να της επιμερίσει ευθύνες στην αποτυχία, ή να την καταγγείλει στην δεδομένη άρνησή της, ότι δεν έβαλε πλάτη στον εθνικό σκοπό).

Η… ηρωική διαπραγμάτευση δύο χρόνων έφτασε σε πολλαπλά αδιέξοδα καθώς η ολιγωρία και η αδυναμία σοβαρής διακυβέρνησης επέτειναν τα προβλήματα. 

Οι θεσμοί ζητούν υψηλά πλεονάσματα και για μετά το 2018, ενώ ο Schaeuble για δέκα χρόνια. Η κυβέρνηση αρκείται κατηγορηματικά τη δεκαετία αλλά μόνο αυτή, όχι τα τρία ή τα πέντε χρόνια μετά το '18. Αυτό τεκμαίρεται από το γεγονός ότι αρνείται μεν το ποσοστό αλλά «συζητάει» για μικρότερο ύψος των πλεονασμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κ Τσακαλώτος δήλωσε: «Υπάρχει διαφωνία για τα πόσα χρόνια πρέπει να είναι 3,5% ο στόχος για τα πλεονάσματα».

Παράλληλα η κυβέρνηση, ξαφνιασμένη, συναντάει - παράδοξη - άρνηση σε ένα μέτρο που ήταν σίγουρη ότι θα εισακουστεί το αίτημά της, καθώς εναρμονίζεται με το κοινοτικό κεκτημένο: Τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, που εκπροσώπησε χθες την Ελλάδα στο Συμβούλιο υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις Βρυξέλλες, δήλωσε ότι «οι ευρωπαϊκοί θεσμοί που διαπραγματεύονται με την ελληνική κυβέρνηση αντιστέκονται στο αίτημά μας, αντιστέκονται στη θέση μας για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων».

Είχε δίκιο βέβαια λέγοντας ότι «το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και οι αρχές του θα πρέπει να είναι στην «καρδιά» του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων», αλλά είναι υπουργός μιας κυβέρνησης που δεν έχει σημαντικές επιτυχίες στους στόχους που έθεσαν οι δανειστές. Βρισκόταν διαρκώς υπό την ιδεολογική φαντασίωση της πολιτικής διαπραγμάτευσης με την οποία θα έκαμπτε τους δανειστές.

Η πολιτική διαπραγμάτευση κυριαρχεί και τώρα στο φαντασιακό της κυβέρνησης, αλλά είναι μάλλον η μόνη που το επιδιώκει. Οι θεσμοί ασχέτως πολιτικών σκοπιμοτήτων, εντρυφούν και στους αριθμούς.

Και εκεί χάνουμε κατά κράτος.