Το είδα κι αυτό. Ο Παύλος Πολάκης να εκλιπαρεί τους Χανιώτες να μην του πάρουν τη βουλευτική του έδρα. Καθότι υπάρχει κίνδυνος μέγας, από Δευτέρα να επιστρέψει στην Ιατρική. Δε θα πειράξει, έχω μάθει ότι είναι εξαίρετος χειρουργός.
Διότι όπως λέει στο σποτάκι που έβγαλε τρεις μερούλες πριν την κάλπη, «δεν υπήρξαν ποτέ εκλογές στα Χανιά, που να μη στείλουν στη Βουλή εκπρόσωπο από τη Δημοκρατική και Προοδευτική παράταξη». (Συντακτικά λάθος, εννοεί δεν υπήρξαν ποτέ εκλογές, που τα Χανιά να μη στείλουν… κλπ.) Δεν βαριέστε, εκλογές κάνουμε, δεν επιμελούμαστε και το λεξικό του Μπαμπινιώτη. Αφήστε που μωραίνει Κύριος ον βούλεται να αφήσει άεδρο.
Ο Παύλος παρακαλά επίσης τους Χανιώτες, διότι «η έδρα του Σύριζα στα Χανιά δεν είναι απλά η έδρα του Παύλου Πολάκη. Είναι πρώτα απ’ όλα η έδρα της αριστεράς και της δικαιοσύνης, έδρα ολόκληρης της δημοκρατικής παράδοσης των Χανίων, έδρα ανάχωμα στη Δεξιά της οικογένειας Μητσοτάκη. Είναι έδρα της περήφανης ψυχής των Χανιωτών».
Ρε την άτιμη την έδρα της δικαιοσύνης και της κρητικής παράδοσης, από χρυσάφι είναι φτιαγμένη και τρελαίνεται τόσο πολύ για πάρτη της ο κομμουνιστής των Χανίων; Αλλά ποιος αριστερός και ποιος κομμουνιστής Πολάκης; Εγώ είδα στο σποτάκι του τον Ελευθέριο Βενιζέλο με το ιδιώνυμο, τον γέρο-Παπανδρέου τον κομμουνιστοφάγο, τον Ανδρέα Παπανδρέου που οι δικοί του ονόμαζαν «Παπαντρέα-Παπατζή». Οπότε μάλλον άλλαξε ο Παυλής, κεντρώος έγινε, εδρολάγνος…
Και το παρακλητικό σποτ του Παύλου συνεχίζει με δυο μαντινάδες. «Χέρια που δεν αρπάξανε ξένο ψωμί να φάνε / αυτά κρατούνε την τιμή όσο βαριά και να ‘ναι.» Επίσης, «στο μετερίζι της καρδιάς και τσι τιμής το χρέος / θα στέκω εκιά να πολεμώ κι ας είμαι ο τελευταίος». Τις είχε απαγγείλει από το βήμα της Βουλής και τις τοποθέτησε αυτούσιες μπας και συγκινήσει κανέναν από κείνους που τον ψήφιζαν κι εδά του γύρισαν την πλάτη. Μάλιστα, πολύ καλή κίνηση.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα έπρεπε δια νόμου να απαγορευτεί η χρήση των αυθεντικών μαντινάδων της Κρήτης στην πολιτική. Θα πρόκειται για μέγιστη υπηρεσία στην προστασία του απαράμιλλου κύρους και της διαχρονικής αξίας τους, από λογιών -λογιών κιβδηλοποιούς και πολιτικούς παραχαράκτες. Αλλά μέχρι να θεσπιστεί αυτή η απαγόρευση, ας μου επιτραπεί και μένα μια μαντινάδα προς παλαιό φίλτατο αντίπαλο, που από κραταιός επαναστάτης και αητός της Μαδάρας, κατάντησε δακρύβρεχτος επιλαχών βουλευτάκος και ζήτουλας συναισθηματικών ψήφων.
«Στο πλαταιάκι του χωριού, γίνηκες περασάρης*
μήπως κι ακούσεις, κέρασε, να πιει κι ο διακονιάρης**.»
*Περασάρης, περαστικός. **Διακονιάρης, ζητιάνος.