Ο Ιανουάριος είναι ο μήνας των αγροτικών κινητοποιήσεων. Μόνο που οι κινητοποιήσεις φέτος είναι διαφορετικές. Τείνουν να λάβουν πανευρωπαϊκό χαρακτήρα κι έχουν έναν κοινό παρονομαστή σε όλες τις χώρες: το αυξημένο κόστος παραγωγής για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους, ως αποτέλεσμα αφενός των πληθωριστικών πιέσεων, της ακρίβειας, αφετέρου ως συνέπεια των νέων «προδιαγραφών» παραγωγής, που βάζει «στο τραπέζι» η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική.
Η αναταραχή που καταγράφεται σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών φέρνει τις αγροτικές κινητοποιήσεις στο επίκεντρο της Συνόδου Κορυφής των 27 σήμερα στις Βρυξέλλες. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έστειλε μήνυμα ότι η Επιτροπή είναι ανοιχτή στην παρέκκλιση των αγροτών από συγκεκριμένες προβλέψεις της ΚΑΠ για το 2024, χαρακτηρίζοντας τους αγρότες «ραχοκοκαλιά της επισιτιστικής ασφάλειας της ΕΕ», λίγο πριν συναντήσει τον Εμάνουελ Μακρόν, ο οποίος βρίσκεται σε «αγροτικό κλοιό» ακόμη και μέσα στη γαλλική πρωτεύουσα.
Εντός συνόρων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας με αγρότες σε μπλόκο, κατά την επίσκεψή του στη Βόνιτσα, έδωσε το στίγμα της ελληνικής θέσης, που θα διατυπωθεί στο σημερινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, λέγοντας ότι «δεν γίνεται εμείς να επιβάλουμε στους αγρότες και στους κτηνοτρόφους μας να έχουν ένα κόστος για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και ταυτόχρονα να εισάγουμε στην ΕΕ προϊόντα από χώρες που δεν έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις και δεν βάζουν τα ίδια υψηλά στάνταρ στα προϊόντα τους».
Τι είναι αυτό, αλήθεια, που βγάζει στο δρόμο τα τρακτέρ στην Ελλάδα, τη Γαλλία, τη Γερμανία; Ο κ. Στάθης Κλωνάρης, καθηγητής του τμήματος Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της επιτροπής σύνταξης του εθνικού σχεδίου για τη νέα ΚΑΠ, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η νέα ΚΑΠ τρομάζει τους αγρότες, είναι η πρώτη χρονιά εφαρμογής της, είναι πιο απαιτητική περιβαλλοντικά, κι αυτό θα γίνεται όλο και πιο έντονο».
Αν και εκτιμά ότι «το πρόβλημα δεν είναι τόσο η ΚΑΠ όσο το κόστος παραγωγής, που τους έχει επηρεάσει όλους και τους αγρότες», το νέο δεδομένο, που προστίθεται είναι ότι οι παραγωγοί για να λάβουν ένα σημαντικό μέρος των ενισχύσεων «καλούνται να χρησιμοποιήσουν τεχνικές πιο φιλικές για το περιβάλλον, για παράδειγμα ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές ή λιπάσματα που δεν θα είναι χημικά» και στο τέλος να ελεγχθούν για το τι έχουν πράξει, καθώς πλέον οι έλεγχοι γίνονται στο 100% των δικαιούχων.
Ο κ. Κλωνάρης εξηγεί ότι με βάση τις προβλέψεις της νέας ΚΑΠ, «ο κάθε αγρότης επιλέγει ένα από τα δέκα οικολογικά προγράμματα που έχουν καταρτισθεί στην Ελλάδα -μετά από μια διαπραγμάτευση σχεδόν τριών ετών, με τη συμμετοχή όλων- πάνω στα οποία δίνονται οι ενισχύσεις για το επιπλέον κόστος που θα υποστεί ο παραγωγός για να εφαρμόσει αυτές τις νέες τεχνικές».
Την περίοδο 2014-2020, οι παραγωγοί λάμβαναν αυτομάτως την προσαύξηση μαζί με την επιδότηση, εφαρμόζοντας απλές προϋποθέσεις, διαδικασία, που άλλαξε, καθώς πλέον οι ενισχύσεις για τα οικολογικά προγράμματα, ύψους 430 εκατομμυρίων ευρώ, δεν καταβάλλονται ταυτόχρονα, αλλά αναμένονται τον Μάρτιο, αφού ελεγχθεί η εφαρμογή των προβλέψεων κάθε προγράμματος. Το κόστος για την υλοποίηση αυτών των προγραμμάτων είναι προφανές ότι δεν καλύπτεται στο 100%, παρά το γεγονός, όπως λέει, ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που εξασφάλισε ακριβώς το ίδιο ποσό από την ΚΑΠ με τα προηγούμενα χρόνια, σχεδόν δύο δις.
Η συζήτηση για αναστολή εφαρμογής κάποιων εκ των προβλέψεων της ΚΑΠ έχει ήδη ανοίξει στην Ευρώπη. Ο κ. Κλωνάρης το χαρακτηρίζει λάθος, ακόμη κι αν οι ευρωπαϊκές χώρες βρέθηκαν αντιμέτωπες με την ενεργειακή κρίση. «Για την Ελλάδα είχαμε δύο τρομερά φαινόμενα, τον Ιανό και τον Ντάνιελ, μέσα σε διάστημα τριών ετών, όταν όλοι έλεγαν θα γίνει ξανά μετά από 100 χρόνια, αυτή είναι η κλιματική αλλαγή» εξηγεί και δίνει συγκεκριμένα παραδείγματα.
«Η ελιά, που είναι μια χρονιά καλή και μια όχι, είχε δύο κακές χρονιές, τη λεγόμενη ακαρπία, αυτό οφείλεται στο κλίμα ή το ρύζι, που είχε μια μείωση της παραγωγής φοβερή γιατί το καλοκαίρι έκανε για δέκα μέρες 40 βαθμούς και το φυτό σταμάτησε να αναπτύσσεται. Αυτά είναι όλα απότοκο της κλιματικής αλλαγής. Αν εμείς δεν προσαρμοστούμε, αν δεν προσαρμοστεί το μοντέλο παραγωγής στην κλιματική αλλαγή, αυτό θα επιτείνεται» σημειώνει. Ο ίδιος προκρίνει τον μακροχρόνιο σχεδιασμό, που δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν υπάρξει προσαρμογή στα νέα δεδομένα. «Διαφορετικά, ναι θα δίνουμε επιδοτήσεις αλλά κόβουμε τα πόδια μας» λέει χαρακτηριστικά.
Όσο για το κόστος παραγωγής, επισημαίνει ως μειονέκτημα για τους Έλληνες παραγωγούς τον χαμηλό συνεργατισμό στη χώρα, που τους οδηγεί να προμηθεύονται μεμονωμένα, άρα και ακριβότερα, τις ζωοτροφές ή τα λιπάσματα, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την ανάγκη εντατικών ελέγχων στην αλυσίδα μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή για τη συγκράτηση των τιμών.
Η Πράσινη Μετάβαση της Ευρώπης είναι σαφές ότι περνά μέσα από την αγροτική παραγωγή κι αυτό φαίνεται ότι θα είναι το μοντέλο του μέλλοντος. «Η γεωργική πολιτική θα πρέπει να αλλάξει, να γίνει περιβαλλοντική, όποιος παράγει με αυτό τον τρόπο θα παίρνει χρήματα, γι αυτό θα πρέπει αυτή την πενταετία να προσαρμοστούμε».