Δεν είναι πολιτική κριτική. Είναι καρικατούρα πολιτικής κριτικής αυτή του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που ακόμη δεν έχουμε κατανοήσει αν τόσο μπορεί, ή αν είναι στρατηγική. Αν δηλαδή έχει πάρει απόφαση ότι οι εκλογές είναι χαμένες, και συγκροτεί έναν στρατό ζηλωτών για μετά την επόμενη ήττα, ώστε να έχει ελπίδα στις μεθεπόμενες εκλογές. Πιστεύουμε το δεύτερο.
Τότε θα έχει βάσιμες ελπίδες, εφόσον όμως ζήσουμε σε περιβάλλον στοιχειώδους κανονικότητας. Ο λαός κατά τη μεταπολίτευση και έως τα μνημόνια, πάντα έδινε δεύτερη ευκαιρία στις κυβερνήσεις που εξέλεγε. Ακόμη και στη δική του έδωσε δεύτερη, μετά το φιάσκο της διαπραγμάτευσης και την προδοσία της λαϊκής εντολής του δημοψηφίσματος.
Λέμε ότι δεν είναι κριτική, γιατί η κυβέρνηση σαφώς έχει τρωτά αλλά ο Τσίπρας δεν κρίνει αυτά. Επενδύει σε έναν απόλυτο νιχιλισμό που ενθουσιάζει τους φανατικούς αλλά δεν πείθει τους νουνεχείς. Αυτούς που αγωνιούν για την καθημερινότητά τους, για την οικογένειά τους, που θέλουν η χώρα να κάνει κάποια βήματα προς ένα βιώσιμο μέλλον.
Καθώς απέχουν παρασάγγας η κριτική από τον μηδενισμό, αναρωτιέσαι π.χ. ποιον πείθει όταν δηλώνει σε συνέντευξη στο Documento, ότι «κάθε μέρα που περνάει ο κ. Μητσοτάκης σωρεύει καταστροφές στη χώρα, διαχέει ένα κλίμα φθοράς και διαφθοράς στην κοινωνία, διαβρώνει το κράτος δικαίου, διασπά την ταλαιπωρημένη κοινωνική συνοχή».
Δε θα προβούμε σε απάντηση στο αν ο Μητσοτάκης σωρεύει καταστροφές στη χώρα. Δεν είναι δικιά μας δουλειά. Απαντούν όμως οι δημοσκοπήσεις. Που ακόμη και η τελευταία της Prorata στη φιλική του Τσίπρα «Εφημερίδα των Συντακτών», δείχνει μειωμένη μεν, αισθητή δε, τη διαφορά προτίμησης ψήφου μεταξύ των δύο κομμάτων (5,5%). Ενώ στην καταλληλότητα για τη πρωθυπουργία ο Μητσοτάκης προηγείται με 41% έναντι 34% που εμπιστεύονται τον Αλέξη.
Πώς συμβαίνει ενώ καταστρέφει τη χώρα, να προηγείται και το κόμμα και ο Πρωθυπουργός του; Ναι, θα πει κάποιος μπορεί ο λαός να λανθάνει, το απέδειξε άλλωστε και το δημοψήφισμα. Τότε που ούτε καταλάβαινε τι ψήφιζε ούτε τις επιπτώσεις της ψήφου του, αφού κλήθηκε να διαλέξει μεταξύ του «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» και του «Preliminary Debt Sustainability Analysis». Ψήφισε «όχι» επειδή αυτή ήταν η γραμμή (τα αναθυμάσαι και λες ότι δεν μπορεί να συνέβησαν. Όχι επειδή ψήφισαν όχι. Για τις συνθήκες υπό τις οποίες ψήφισαν). Όμως όταν αφορά την τσέπη του, ο λαός σίγουρα καταλαβαίνει την κατάσταση, παρόλο που αδιαφορεί για τις αιτίες. Και στην παρούσα φάση, παρά την ακρίβεια, δεν δείχνει να έχει αίσθηση κάποιας καταστροφής. Εξ ου και οι δείκτες των δημοσκοπήσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει να απομακρύνεται το όνειρο της «προοδευτικής κυβέρνησης», αφού με τόσα που έχουν τύχει στην κυβέρνηση από τον Μάρτη του 20 (Έβρος, Πανδημία, Ουκρανία, ακρίβεια) δεν μπορεί να πάρει κεφάλι «έστω και με μία ψήφο». Από την άλλη ο Ανδρουλάκης είναι νέος αρχηγός, έχει θεμιτές φιλοδοξίες για το κόμμα του και τον εαυτό του. Ασχέτως των ποσοστών που θα λάβει τελικά στις εκλογές, δεν έγινε αρχηγός για να παραδώσει το κόμμα του ως… κεφαλή επί πίνακι στην «Σαλώμη» του ΣΥΡΙΖΑ, και να κάνει αβρόχοις ποσίν πρωθυπουργό τον Τσίπρα.
Άλλωστε δεν το θέλει το κόμμα του. Στην αναφερθείσα δημοσκόπηση, περίπου οι μισοί (46%) των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ δηλώνουν πως θα προτιμούσαν μια κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ, ενώ λιγότεροι, το 1/4 (26%) εμφανίζεται υπέρ μιας κυβερνητικής συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Πόθεν θα προκύψει η «προοδευτική κυβέρνηση»; Θα αφήσει ο Ανδρουλάκης το κόμμα του να διασπαστεί χάριν του Αλέξη;
Στη διαχρονική κριτική που κάνουμε στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, ποτέ δεν απαξιώσαμε την εξυπνάδα του ( ή αν το θέλετε, την οξεία και δολιχοδρόμο κουτοπονηριά του). Έχει πολιτική όσφρηση, όλα δείχνουν ότι κατανοεί πως οι επόμενες εκλογές είναι χαμένες, και προετοιμάζει τον στρατό των φανατικών για τις μεθεπόμενες. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να ερμηνεύσει την απόλυτη καταστροφολογία των δηλώσεών του, που δεν την καταγράφουν ούτε οι δημοσκοπήσεις των φιλικών του Μέσων.