Μια από τις αγαπημένες φράσεις του νέου Υπουργού Παιδείας, είναι: «ότι δεν μπορείς να το μετρήσεις, δεν μπορείς και να το βελτιώσεις». Έχουμε λοιπόν κάθε λόγο να πιστεύουμε πως σύντομα θα δούμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα αξιολόγησης στην ελληνική εκπαίδευση, βασισμένο σε σύγχρονα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια.
Και αν στην δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση οι επιτυχίες των παιδιών στις εξετάσεις αποτελούν μια αντικειμενική βάση για να ξεκινήσει η διαδικασία, στην προσχολική & πρωτοβάθμια εκπαίδευση τα ποιοτικά χαρακτηριστικά είναι αυτά που κάνουν την διαφορά. Πώς θα μπορέσουμε να μετρήσουμε σωστά αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και να τα εντάξουμε σε ένα δίκαιο & ενιαίο σύστημα αξιολόγησης, εφαρμοστέο σε όλα τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία;
Για να μετρήσουμε κάτι, πρέπει να ορίσουμε το μέτρο σύγκρισης. Για να μετρήσουμε την εκπαίδευση, θα πρέπει να συμφωνήσουμε τι είδους εκπαίδευση θέλουμε να παρέχει το ελληνικό σχολείο και τι χαρακτηριστικά θέλουμε να έχουν τα παιδιά που βγαίνουν από αυτό. Θέλουμε παιδιά με ενσυναίσθηση και ικανότητες συνεργασίας; Παιδιά με καλλιτεχνικές ευαισθησίες; Ή παιδιά με απαράμιλλες μαθηματικές ικανότητες; Οπωσδήποτε τα θέλουμε όλα, δύσκολα όμως μπορούμε να τα έχουμε ταυτόχρονα από ένα και μόνο είδος σχολείου. Άρα, θα πρέπει πρώτα να φτιάξουμε αρκετά διαφορετικά προγράμματα σπουδών και μετά να πάμε προς τα πίσω και να ορίσουμε διαφορετικά κριτήρια αξιολόγησης για καθένα από αυτά.
Να πούμε εδώ πως οτιδήποτε συμβαίνει σε μια τάξη, δεν μπορεί να επαναληφθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η εκπαίδευση είναι μια υπηρεσία που παράγεται και καταναλώνεται επί τόπου και για αυτό είναι εντελώς αδύνατο να την μετρήσουμε ποσοτικά την στιγμή που παράγεται. Μπορούμε όμως, και πρέπει, να μετρήσουμε την επιρροή που ασκεί η υπηρεσία αυτή στον λήπτη. Και λήπτες της εκπαίδευσης είναι τα ίδια τα παιδιά, σίγουρα οι οικογένειές τους και οπωσδήποτε η κοινωνία.
Κάθε σύστημα λοιπόν εκπαιδευτικής αξιολόγησης οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν την γνώμη όσων χρησιμοποιούν την υπηρεσία. Δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό λέγοντας αυτό, συστήματα αξιολόγησης σχολείων όπως της Ofsted στην Βρετανία ή του KHDA στο Ντουμπάι διαθέτουν εδώ και χρόνια εφαρμογές που επιτρέπουν σε γονείς και παιδιά να καταθέτουν την δική τους τεκμηριωμένη άποψη σε πραγματικό χρόνο.
Τι άλλο πρέπει να μετράει ένα σύγχρονο σύστημα εκπαιδευτικής αξιολόγησης; Την ποιότητα σχεδιασμού και εφαρμογής της παρεχόμενης εκπαίδευσης, με βάση τον χαρακτήρα και την παιδαγωγική φιλοσοφία του αξιολογούμενου σχολείου. Τον ενθουσιασμό με τον οποίο τα παιδιά συμμετέχουν στη διαδικασία της μάθησης. Την δύναμη της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δασκάλους και παιδιά. Την δημιουργία περιβάλλοντος ίδιων ευκαιριών, ασφάλειας, συμπερίληψης και αποδοχής.
Το αν μπορεί κάθε παιδί ξεχωριστά να εξελιχθεί με τον δικό του ρυθμό και με βάση τα μοναδικά του χαρακτηριστικά. Την σύνδεση ανάμεσα στις παρεχόμενες από το σχολείο γνώσεις και δεξιότητες με τα χαρακτηριστικά του σημερινού και του αυριανού κόσμου. Το πόσο καλά νοιώθουν παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικοί στο συγκεκριμένο σχολικό περιβάλλον. Και οπωσδήποτε, την δυνατότητα των παιδαγωγών να εφαρμόσουν σωστά το σχεδιασμένο πλάνο.
Διότι, όλα τα χαρακτηριστικά που θέλουμε να αποκτήσουν τα παιδιά, πρέπει πρώτα απ’ όλα να τα διαθέτει ο δάσκαλος! Να διαθέτει την απαραίτητη ευαισθησία, κατανόηση, υπομονή, επιμονή και ατομική συγκρότηση που θα του επιτρέψει να αφήσει το θετικό του αποτύπωμα στην ζωή όλων των παιδιών και των οικογενειών που έχει στην τάξη του. Κατανοώντας πως εν' έτει 2023, καθήκον του δεν είναι να απλώς να μεταφέρει γνώση στα παιδιά αλλά να τα βοηθήσει να ανακαλύψουν με ενθουσιασμό τον κόσμο μέσα στον οποίο θα ζήσουν.
Πώς θα πρέπει λοιπόν να σχεδιάσουμε στην πράξη ένα σύγχρονο σύστημα αξιολόγησης της ελληνικής εκπαίδευσης, κατάλληλο για τον κόσμο του 2050; Διασφαλίζοντας ότι αυτό θα συμπεριλαμβάνει την βαθμολόγηση των οικογενειών και των παιδιών. Μετρώντας την ποιοτική απόδοση κάθε σχολείου (και των δασκάλων του) με βάση ένα προδιαγεγραμμένο εκπαιδευτικό πλάνο. Και οπωσδήποτε συνυπολογίζοντας τα διαθέσιμα αντικειμενικά στοιχεία (εγκαταστάσεις, πτυχία, εμπειρία, επιτυχίες των παιδιών που αποφοιτούν από το σχολείο στις επόμενες σχολικές βαθμίδες).
Και όλο αυτό να καταλήγει σε έναν συνολικό ετήσιο βαθμό για κάθε σχολείο (ή κατάταξη σε μία ποιοτική βαθμίδα). Και ο βαθμός αυτός να δημοσιοποιείται, όπως γίνεται παντού. Και να συναποτελεί κριτήριο επιλογής του σχολείου από τις οικογένειες, επιφέροντας και τις αντίστοιχες επιβραβεύσεις ή μη για τους δασκάλους που το στελεχώνουν.
Ένα τέτοιο σύστημα αξιολόγησης μπορεί εύκολα να σχεδιαστεί μέσα σε ένα έτος. Χρειάζεται απλώς το Υπουργείο Παιδείας να βρει τον τρόπο να δημιουργήσει αποτελεσματικές ομάδες εργασίας από ορεξάτους εκπαιδευτικούς και πολίτες που νοιάζονται, ομάδες που ιδανικά θα εκπροσωπούν κάθε διαφορετική πτυχή της ελληνικής κοινωνίας. Και επιλέγοντας για τον συντονισμό του project έναν τεχνοκρατικό φορέα με ικανότητα στην διαχείριση μεγάλων έργων. Κρατώντας μακριά τις συνδικαλιστικού τύπου επιτροπές, που μέσα από ατέρμονες συζητήσεις ξορκίζουν διαχρονικά κάθε αλλαγή και κάθε μεταρρύθμιση.
Είναι πολύ πιο εύκολο απ’ ότι ακούγεται και το αποτέλεσμα θα μας εκπλήξει. Ας μην ξεχνάμε πως η ελληνική κοινωνία είναι έτοιμη για τις μεγάλες τομές στην παιδεία.
Γιάννης Γιαννούδης, Dorothy Snot Director & co-founder in thewhycommunity.com