Μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση εισοδημάτων, ευρωπαϊκό «εκτόπισμα». Είναι ένα καίριο τρίπτυχο, πάνω στο οποίο θα βασιστεί τους επόμενους τρεις μήνες, έως τις ευρωεκλογές, η κυβερνητική στρατηγική, την ώρα, μάλιστα, που ο χώρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης βυθίζεται στην εσωστρέφεια και αδυνατεί να προβάλει πειστικό λόγο απέναντι στις κυβερνητικές πολιτικές.
Το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που από σήμερα εισέρχεται στην κοινοβουλευτική συζήτηση και θα ψηφιστεί από την Ολομέλεια στις 8 Μαρτίου, αποτελεί το τελευταίο μεταρρυθμιστικό σχέδιο νόμου της κυβέρνησης, πριν εισέλθουμε και επισήμως, στην προεκλογική περίοδο των ευρωεκλογών.
Ταυτόχρονα, αναμένεται να αποτελέσει και το πιο σφοδρό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης με την αντιπολίτευση, με τον πρωθυπουργό να θέτει θέμα «προοδευτικότητας» ή μη, των πολιτικών δυνάμεων, που θα ταχθούν υπέρ ή κατά της ρύθμισης. Έως σήμερα, το Μέγαρο Μαξίμου επικεντρώνει την κριτική του απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, καθώς η Χαριλάου Τρικούπη, όπως ακριβώς έκανε και με το θέμα της επιστολικής ψήφου, τελικά προτίθεται να καταψηφίσει το νομοσχέδιο, που όμως υπάρχει στο πρόγραμμά της.
Η κυβερνητική στόχευση, να αναδειχθεί και μέσα από αυτή τη διαδικασία, ότι αποτελεί τη μοναδική πολιτική έκφραση του «πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού» της χώρας, όπως τον έχει χαρακτηρίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι σαφής, επιδιώκοντας την πολιτική κυριαρχία στον χώρο του κέντρου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κάνει λόγο για «εμβληματική μεταρρύθμιση», που ενσωματώνει στην Ελλάδα την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, επιτρέποντας τη λειτουργία μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων στη χώρα.
Με δεδομένο ότι η πλειοψηφία της κοινής γνώμης, όπως αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, τάσσεται υπέρ της λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων, ζητώντας, όμως, και την ενίσχυση των δημόσιων ΑΕΙ, η κυβέρνηση επισημαίνει ότι το προωθούμενο νομοσχέδιο εξυπηρετεί αυτό τον σκοπό, με τη χρήση και όλων των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων, που αγγίζουν το 1 δισ. ευρώ συνολικά, όπως η διάθεση 475 εκατομμυρίων ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, 279 εκατομμυρίων ευρώ από το ΕΣΠΑ και 700 εκατομμυρίων ευρώ μέσω ΣΔΙΤ για ανακαίνιση και κατασκευή φοιτητικών εστιών.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, τα χρόνια της οικονομικής κρίσης η χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συρρικνώθηκε, φθάνοντας το 2018 το ιστορικό χαμηλό των 92 εκατομμυρίων ευρώ. Από το 2019, επισημαίνουν ότι ακολουθείται πλέον μια αυξητική πορεία, φθάνοντας το 2023 τα 133 εκατομμύρια ευρώ, μία αύξηση της τάξεως περίπου του 50%.
Από το κυβερνητικό επιτελείο σημειώνουν ότι σε ετήσια βάση δόθηκαν, επίσης, 201 εκατομμύρια ευρώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και 125 εκατομμύρια ευρώ για σίτιση και στέγαση το 2023.
Σημείο αναφοράς στην κυβερνητική ατζέντα αποτελεί η τρίτη, κατά σειρά, αύξηση του κατώτατου μισθού, που αναμένεται να εγκρίνει το Υπουργικό Συμβούλιο στις 22 Μαρτίου. Η εκτίμηση κυβερνητικών στελεχών είναι ότι ο κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί πάνω από τα 800 ευρώ, «υπηρετώντας» τον στόχο, που έχει τεθεί από τον πρωθυπουργό για 950 ευρώ στο τέλος της τετραετίας.
Η αύξηση των εισοδημάτων και η επαναφορά τους, ουσιαστικά, στα προ κρίσης επίπεδα, προκρίνεται από το Μέγαρο Μαξίμου ως κομβικός στόχος της δεύτερης θητείας της κυβέρνησης, που θα αποδεικνύει ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επιστρέφεται στους πολίτες, αλλά και ότι η θετική πορεία «παρασύρει» και την κοινωνία. Άλλωστε, η ενίσχυση των εισοδημάτων προβάλλεται από την κυβέρνηση και ως η μόνιμη απάντηση στην πληθωριστικές πιέσεις και το κύμα ακρίβειας, που εδώ και μήνες προκαλεί τη μεγαλύτερη κοινωνική δυσαρέσκεια για την κυβερνητική πολιτική.
Στο διακύβευμα της κάλπης, όπως θα το διατυπώσει προχωρώντας προς την προεκλογική περίοδο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αναμένεται να είναι ο λόγος και η αποτελεσματικότητα, που η κάθε πολιτική δύναμη μπορεί να διατυπώσει στις Βρυξέλλες και να επιδείξει στο τέλος της ημέρας.
Ολοένα και πιο συχνά, τα κυβερνητικά στελέχη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός δηλώνουν ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει καταφέρει να πετύχει σε τομείς, που αφορούν το σύνολο των πολιτών, καθώς σχετίζονται με τους χρηματοδοτικούς πόρους, που τελικά φθάνουν στη χώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και οι χρηματοδοτήσεις, που εξασφαλίστηκαν για τους Έλληνες αγρότες, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής 2023-2027.
Μάλιστα, σε αυτό το πεδίο, όπου η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνεχιζόμενες κινητοποιήσεις, η Ελλάδα παρουσιάζει τις δικές της προτάσεις στις Βρυξέλλες, επιχειρώντας να υπάρξουν αλλαγές σε ζητήματα, που τίθενται και ως αιτήματα από την πλευρά των αγροτών και χαρακτηρίζονται, μάλιστα, ως δίκαια από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.