Τα τελευταία χρόνια δείχνει να κυριαρχεί η αντίληψη πως όσοι συμμετέχουν στα κοινά, από οποιαδήποτε θέση, πρέπει να υφίστανται, αγόγγυστα, κάθε είδους κακομεταχείριση από την κοινή γνώμη: η οικογένειά τους, οι σύζυγοι και τα παιδιά τους μπαίνουν στο στόχαστρο της κριτικής και κάθε είδους σχολιασμού, απαγορεύεται να έχουν προσωπική ζωή και το παρελθόν τους, πρέπει να είναι «λευκό», χωρίς περιπέτειες και πάθη.
Αυτή την κυρίαρχη αντίληψη την έχουμε κατά καιρούς χρησιμοποιήσει όλοι μας ανεξαιρέτως ως επιχείρημα είτε για να εκλογικεύσουμε τη συμμετοχή μας σε κάποιο από τα πολλά περιστατικά κανιβαλισμού δημοσίου προσώπου, είτε για να δικαιολογήσουμε τη σιωπή μας, όταν το θύμα ήταν πρόσωπο που ανήκει σε διαφορετικό ιδεολογικό και πολιτικό από εμάς χώρο ή δεν μας είναι συμπαθές.
Είναι αλήθεια ότι ο ίδιος ο νόμος αναγνωρίζει ότι τα όρια της κριτικής προς ένα δημόσιο πρόσωπο είναι ευρύτερα και ελαστικότερα αλλά αυτό είναι ένα κριτήριο για τους δικαστές, για τις περιπτώσεις που θα καταλήξουν σε κάποιο δικαστήριο και όχι για εμάς τους υπόλοιπους όπου κυριαρχεί η ιδέα ότι εφόσον κάποιος είναι δημόσιο πρόσωπο θα πρέπει να υποστεί τα πάντα.
Όλα τα παραπάνω τα είδαμε να επιβεβαιώνονται για μια ακόμα φορά στην περίπτωση της υφυπουργού Εργασίας Δόμνας Μιχαηλίδου. Ενώ τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του εμβολιασμό τον εξήγγειλε ο ίδιος ο πρωθυπουργός και το μέτρο τα διευκρίνισαν διάφοροι υπουργοί, οι κύκλοι της εξωκοινοβουλευτικής ακροδεξιάς, διάλεξαν να στοχοποιήσουν μια γυναίκα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που γυναίκες βουλευτές και υπουργοί στοχοποιούνται με πρόσχημα μια κυβερνητική πολιτική, έχουν συμβεί τα ίδια και σε βάρος βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που είδαν τις φωτογραφίες τους πρωτοσέλιδο συνοδευόμενες από αδιανόητους χαρακτηρισμούς.
Σε καμία περίπτωση η καταδίκη δεν ήταν πάνδημη. Οι ιδεολογικά συγγενείς συντάχθηκαν με τα θύματα και οι υπόλοιποι σιώπησαν: «Τι να γίνει, τα έχει αυτά η πολιτική. Αυτή είναι η μοίρα των δημοσίων προσώπων», μουρμουρίσαμε.
Στην περίπτωση της κυρίας Μιχαηλίδου, μάλιστα παρατηρήσαμε και το εξής περίεργο φαινόμενο: αρκετοί από αυτούς που σχολίασαν αυτή την επίθεση, δεν το έκαναν τόσο για να υπερασπιστούν την κυρία Μιχαηλίδου, αλλά για να επικρίνουν το κίνημα #MeToo.
«Πού είναι το #MeToo για να πάρει θέση;», ούρλιαζαν. «Πού είναι οι δικαιωματιστές;».
Το αστείο βέβαια είναι ότι το #MeToo το έχει οικειοποιηθεί μέχρι και η κυβέρνηση αφού αυτή είναι η επωνυμία του επίσημου κυβερνητικού portal για τα θέματα σεξουαλικής παρενόχλησης, κακοποίησης και εξουσιαστικής βίας. Εκτός αν όλοι αυτοί στην πραγματικότητα ζητούσαν από την κυβέρνηση και τον ίδιο τον πρωθυπουργό να εκδώσουν ανακοίνωση υπέρ της κυρίας Μιχαηλίδου.
Το φαινόμενο ξεπερνά τον πολιτικό αναλφαβητισμό που χαρακτηρίζει όσους δέχονται να λειτουργήσουν ως κυβερνητικοί και κομματικοί κλακαδόροι, εκατέρωθεν. Σχετίζεται με την αμφιθυμία μας απέναντι στη φύση της φιλελεύθερης δημοκρατίας οι αρχές της οποίας αποδέχονται ως ικανή και αναγκαία συνθήκη της ύπαρξής της την καθολικότητα. Οι αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως. Ακόμα και γι' αυτούς που δεν μας αρέσουν.
Όσοι δίστασαν να υπερασπιστούν την κυρία Μιχαηλίδου γιατί ανήκει σε διαφορετικό πολιτικό χώρο, γιατί είναι υπουργός, γιατί δεν τη συμπαθούν, στην πραγματικότητα αρνήθηκαν να υπερασπιστούν τη δημοκρατία. Το ίδιο και όσοι την υπερασπίστηκαν προσχηματικά για να επιτεθούν απροσχημάτιστα στα δικαιώματα και στον αντίπαλο, χωρίς τον οποίο αδυνατούν να αρθρώσουν λόγο και να εκφέρουν κρίσεις και απόψεις.
Για άλλη μια φορά στοχοποιήθηκε μια γυναίκα και επλήγη συνολικά η δημοκρατία.