Του Γιάννη Σιδέρη
Εν αναμονή του αυριανού Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών. Οι κάμερες θα κατακλύσουν την Ηρώδου του Αττικού, τα κανάλια, τα ραδιόφωνα, τα sites, σε «ζωντανή σύνδεση» θα πληροφορούν, οι διαρροές, καθ' όσο θα διαρκεί το Συμβούλιο, θα καταναλώνονται με αδηφάγο δημοσιογραφική ταχύτητα, και στο τέλος οι αρχηγοί θα κάνουν τις γνωστές δηλώσεις, προσπαθώντας να κερδίσουν -ο καθένας τις δικές του- εντυπώσεις.
Ουσιαστικά πρόκειται για ένα επικοινωνιακό πανηγυράκι, βοηθούσης κυρίως της τηλοψίας, που ουδέν θα προσφέρει στην χάραξη εθνικής στρατηγικής. Το πλέον πιθανό είναι να προσφέρει στο Μαξίμου την ευχέρεια της διάχυσης των ευθυνών, για μια κατάσταση για την οποία ευθύνεται κατά πολύ, όχι βεβαίως και ολοκληρωτικά.
Αρχικά το ζήτησε η κα Γεννηματά, προκειμένου να καταγγείλει τον πρωθυπουργό ότι δημιουργεί συνθήκες ανθρωπιστικής και εθνικής τραγωδίας (λες και δεν μπορούσε να τα καταγγείλει αυτά με μια συνέντευξη και σε ένα γράμμα ανησυχίας προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας). Το αποδέχτηκε θετικά ο Πρόεδρος και το υιοθέτησε αναγκαστικά ο κ. Μητσοτάκης. Φυσικό ήταν να το αποδεχθούν πλέον, εκόντες άκοντες, οι υπόλοιποι αρχηγοί, και το άσκοπο σώου να στηθεί.
Ένα συμβούλιο πολιτικών αρχηγών σαφώς χρησιμεύει σε στιγμές όπου κρίνεται ο προσανατολισμός ή ο αναπροσανατολισμός της εθνικής πολιτικής, δηλαδή σε στιγμές όπου γράφεται η ιστορία της χώρας. Ζούμε όντως ιστορικές στιγμές, αλλά τα κόμματα, όλα τα κόμματα, δεν έχουν κάποιο επεξεργασμένο σχέδιο μακράς πνοής.
Ο πρωθυπουργός με την γνωστή τσαμπουκαλίδικη τακτική του "καταγγέλλω τους πάντες" (και συνέβαλε να φτάσουμε ως εδώ), είχε σκοπό να θέσει veto. Σε τι άραγε; Σε μελλοντικές προσχωρήσεις κρατών στην Ε.Ε.; Σε μελλοντικές χρηματοδοτήσεις; Μα το πρόβλημα το υφιστάμεθα εδώ και τώρα, και η λύση είναι η πειθώς.
Όπως τελικά διεφάνη από τις ανακοινώσεις της κυβερνητικής εκπροσώπου, ο πρωθυπουργός αποσύρει το φανφαρόνικο veto. Κατανόησε ότι αν ξεκινούσε πόλεμο, απλώς θα είχε σύνορα ερμητικά κλειστά για πάντα! (Αν σου κλείσουν μόνιμα τα σύνορα, όπως ήδη προανήγγειλε ο αρμόδιος υπουργός κ. Μουζάλας, θα ζήσεις ως χώρα εικόνες αποκάλυψης).
Τώρα αναμένει, λέει, να υπάρξει μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων ένας ειλικρινής διάλογος και να αναζητηθούν συγκλίσεις. Ως προς τι θα είναι αυτές οι περίφημες συγκλίσεις; Κατά το Μαξίμου στη δέσμευση για δίκαιη και αναλογική κατανομή των βαρών, στην επιτάχυνση μετεγκατάστασης Προσφύγων, στην καθιέρωση μηχανισμού επανεγκατάστασης από Τουρκία το συντομότερο δυνατόν, στον αποκλεισμός μονομερών ενεργειών και στην δέσμευση των ευρωπαίων για άμεση ανθρωπιστική βοήθεια στην Ελλάδα.
Το τελευταίο έχει ήδη δρομολογηθεί, τα υπόλοιπα είναι αυτονόητα και δεν χρειαζόταν η σύσκεψη των αρχηγών να τα ορίσει.
Κυρίως όμως, παρότι αυτονόητα, δεν μπορούμε να τα επηρεάσουμε. Εκτός αν ο πρωθυπουργός έχει την ίδια ψευδαίσθηση -όπως τότε που παρουσιαζόταν με το… τρανταχτό επιχείρημα ότι έχει «πρόσφατη λαϊκή εντολή»- ότι δηλαδή θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα στη Σύνοδο Κορυφής και θα πει πως στα αιτήματά του συμφωνούν και οι υπόλοιπου αρχηγοί. Και οι ευρωπαίοι μόλις το ακούσουν… θα υποχωρήσουν!
Η πραγματικότητα είναι αρκούντως πιο επικίνδυνη από όσο η μάζωξη αρχηγών μπορεί να κατανοήσει. Υπάρχουν πολυεπίπεδες απειλές για τη χώρα, απειλές ασφάλειας, απειλές επιβίωσης, και το πολιτικό προσωπικό χαριεντίζεται με παυλοφική συμπεριφορά, καταγγέλλοντας αλλήλους.
Ενώ η οικονομική κρίση ορθώνει ένα σκοτεινό ορίζοντα σε παγκόσμιο επίπεδο, η εσωτερική αποστεώνει τους πολίτες, η κλιματική αλλαγή (όπως έγραψε προχθές το liberal) προετοιμάζει εκατοντάδες χιλιάδες νέους μετανάστες, η τρομοκρατία έχει ήδη χτυπήσει την Ευρώπη, η κυβέρνηση, με δική της αρχική ευθύνη, ανταλλάσει με τη ΝΔ καταγγελίες για το ποιος είναι πιο… Βίζεγκραντ (ει δυνατόν, τέτοιες στιγμές, τόση ιλαρότητα).
Στην Ελλάδα κανένα κόμμα, και κυρίως οι εκάστοτε κυβερνήσεις, δεν ανέθεσαν ποτέ κάποια σοβαρή μελέτη, ώστε να προγραμματίσουν και να τροχοδρομήσουν την εθνική πορεία στους νέους επικίνδυνους ατραπούς, που διανοίχτηκαν ερήμην μας (ανέκαθεν το πολιτικό προσωπικό, τα τελευταία χρόνια ήταν παθητικός θεατής στην πράξη, αλλά λαύρο μόνο στην καταγγελτική πολυλογία).
Η Ελλάδα δεν συγκρότησε ας πούμε ένα συμβούλιο εθνικής ασφάλειας, το οποίο να διαχειρίζεται μείζονες κρίσεις, στελεχωμένο από ειδικούς επιστήμονες κύρους. Ξέρει να καταγγέλλει, να παραπονείται, αλλά δεν μπορεί να διαχειρισθεί κρίσεις.
Το κακό είναι ότι αυτές τις κρίσεις, όλο και πιο σκοτεινές, όλο και πιο απειλητικές, θα τις έχουμε μπροστά μας στο μέλλον…