Με αφορμή την Έκθεση Ντράγκι μίλησε ο Τάσος Γιαννίτσης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργός, ως προς το τι πιστεύει για αυτήν και το μήνυμα που στέλνει.
«Είναι αυτό, το κινητοποιηθείτε, ότι δηλαδή χρειαζόμαστε μια ριζική αλλαγή», τόνισε αρχικά στις δηλώσεις του στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6.
«Μιλάει για μια υπαρξιακή πρόκληση της Ευρώπης»
«Οπωσδήποτε συμφωνώ αλλά αυτό δεν καλύπτει τα πάντα στην έκθεση. Μπορεί να έχει κανείς τη μία ή την άλλη αντίρρηση που δεν έχω βασικά, αλλά εν πάση περιπτώσει καταλαβαίνω ότι μπορεί να υπάρχουν στην έκθεση. Αλλά συμφωνώ ότι ο Ντράγκι, ο οποίος δεν είναι τυχαίο πρόσωπο, είναι ένα πρόσωπο που στήριξε όχι μόνο την Ελλάδα στη διάρκεια της κρίσης, αλλά στήριξε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση στην πιο δύσκολη φάση των τελευταίων δεκαετιών- του ανέθεσαν και κατέθεσε μία έκθεση της οποίας το βασικό μήνυμα είναι αυτό που είπατε και το λέει και ο ίδιος με πολύ καθαρό τρόπο.
Μιλάει για υπαρξιακή πρόκληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι πολύ βαρύς όρος και όπου η πρόκληση (πρέπεινα αλλάξουμε με τον όρο κίνδυνος), υπάρχει, δηλαδή ο υπαρξιακός κίνδυνος για την Ευρώπη. Άλλωστε το βλέπουμε αυτό. Δηλαδή, αν δει κανείς την πορεία της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια από την κρίση και μετά, ίσως και πριν την κρίση, βλέπει ότι δεν είναι μόνο τα οικονομικά που μετράνε για την πορεία μιας ενότητας όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι όλα μαζί. Είναι το πολιτικό, το γεωπολιτικό, το τεχνολογικό και πολλές άλλες διαστάσεις. Και βλέπει κανείς ότι η Ευρώπη, σε σχέση με το διεθνές περιβάλλον το οποίο διαμορφώνεται ραγδαία τελευταία και μάλιστα τις τελευταίες δύο – τρεις δεκαετίες, έχει χάσει σε βάρος, έχει χάσει σε δυναμική, έχει χάσει σε στόχους, αν μπορώ να το πω έτσι. Δηλαδή δεν μπορεί να παρακολουθήσει ή μάλλον αποστασιοποιείται κιόλας και πηγαίνει κάπως ελαφρά πιο πίσω σε σχέση με άλλους πόλους δύναμης που βγαίνουν στο παγκόσμιο σκηνικό και οπωσδήποτε και με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Και αυτό ο Ντράγκι το επισημαίνει, αλλά αυτό δεν είναι και κάτι καινούργιο. Ξέρω πολλές εκθέσεις που έγιναν για την Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία τριάντα χρόνια, τα οποία το επισημαίνουν αυτό το πράγμα, αλλά τώρα νομίζω ότι η εξέλιξη αυτή είναι πιο ισχυρή. Και δεδομένου ότι οι διαφορές αυτές καθορίζουν και τον ρόλο της κάθε, ας μην πω χώρας, της κάθε ομάδας χωρών ή εν πάσει περιπτώσει συλλογικών ενοτήτων χωρών όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, σημαίνει ότι έχει επίδραση στις προοπτικές αύριο. Το αύριο δεν είναι 70 με 100 χρόνια αργότερα. Το αύριο είναι πολύ άμεσο, είναι σήμερα».
«Ένας κοινός παρονομαστής μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελλάδας είναι η άρνηση και στις δύο πλευρές να αναγνωριστούν τα προβλήματα του αύριο»
Έπειτα, κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους, αναφορικά με τις αντιδράσεις που έχει γεννήσει η έκθεση Ντράγκι, αλλά και εμάς, την Ελλάδα σε τι επίπεδο μας αφορά, (διότι, και εμείς έχουμε τα προβλήματά μας και μάλιστα ένα από αυτά είναι η ρευστοποίηση του πολιτικού μας συστήματος) ο κ. Γιαννίτσης σημείωσε το εξής «Θα έλεγα ότι κατ’ αρχάς ένας κοινός παρονομαστής (η Ελλάδα, δεν αναφέρεται ειδικά στην έκθεση αυτή και δεν έχει και λόγο άλλωστε) αλλά υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελλάδας και αυτός είναι η άρνηση και στις δύο πλευρές, σε διαφορετικό ίσως βαθμό, όχι ίσως οπωσδήποτε βαθμού, να αναγνωριστούν τα προβλήματα του αύριο. Το αύριο, όπως είπα, είναι σήμερα και όχι κάποτε αργά στο μέλλον-να διαμορφωθούν πολιτικές παρεμβάσεις και να υλοποιηθούν, να αρχίσουν δηλαδή να υλοποιούνται με αποτελεσματικότητα.
Θεωρώ ότι όταν κάθεται κανείς να σκεφθεί για τέτοια κείμενα, προτάσεις και συζητήσεις ή όταν σκέφτεται ανεξάρτητα τι γίνεται γύρω του στη χώρα, νομίζω ότι η κρίση είχε πολύ πιο μακρόχρονες και σοβαρές συνέπειες για όλους μας. Ενώ στην Ελλάδα, μας αποδιάρθρωσε ψυχολογικά, πολιτικά, αλλά και σε πολλά επίπεδα. Μόλις ξεφύγαμε από τα χειρότερα, θεωρήσαμε ότι τελειώσαμε και όχι μόνο με την κρίση και τις χειρότερες εκδοχές της, αλλά και με την ανάγκη να οργανωθούμε ατομικά, σε επίπεδο συλλογικών δράσεων έτσι ώστε να δημιουργήσουμε μια βάση που θα μας φέρει σε μια καλύτερη αφετηρία από εκεί που ξεκινήσαμε για την κρίση (…).
Θα ήθελα λοιπόν, να σημειώσω ότι σήμερα το βασικό μας ερώτημα είναι ποια είναι η σχέση μας με τα βασικά ζητήματα και ως προς τα ποια είναι τα βασικά ζητήματα: Μια βασική ενότητα είναι οι σχέσεις μας με τις κινητήριες δυνάμεις της σημερινής εξέλιξης στον κόσμο. Είναι η τεχνολογία, η εκπαίδευση, οι επενδύσεις, το κράτος και οι θεσμοί. Το δεύτερο βασικό ζήτημα είναι η νεολαία. Τι κάνουμε για τη νεολαία; Η νεολαία πού, πώς προχωράει; Με τι ελπίδες, με τι προσδοκίες; Τι εφόδια της δίνουμε για να μπει σε μια εποχή που αλλάζει πραγματικά ραγδαία; Δεν είναι σχήμα λόγου.
Το άλλο είναι η σχέση μας, αν θέλετε, με το μέλλον μας. Έχουμε μια αμυντική στρατηγική από τον τελευταίο πολίτη μέχρι τις κυβερνήσεις και λοιπά που θέλει να διασφαλίσει, να μη διαταραχθούν οι ισορροπίες, να διασφαλίσει αυτό που έχουμε, όσο κακό και αν είναι τα καλά, βεβαίως και να τα διασφαλίσουμε. Και έχουμε ένα τεράστιο κενό σε μια πολιτική που θα μας πηγαίνει μπροστά-όχι να διατηρούμε μόνο αυτά που έχουμε συνηθίσει από παλιά.
Υπάρχει επίσης η σχέση μας με τον περίγυρό μας. Περίγυρος είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι η Τουρκία, είναι τα Βαλκάνια, είναι οι συμμαχίες μας, είναι οι σχέσεις μας με τις εξελίξεις που συμβαίνουν στον κόσμο και αφορούν και συνδέονται με τη Νοτιοανατολική Ασία, την Κίνα, διάφορα μπλοκ δυνάμεων που αναδεικνύονται τη Μέση Ανατολή και τις γεωπολιτικές ανατροπές που βλέπουμε. Και η αίσθησή μου είναι ότι μας πέφτουν πάρα πολλά. Δηλαδή από-διαρθρωθήκαμε και έχουμε βρεθεί σε έναν κόσμο, σε συνθήκες που συμβαίνουν πάρα πολλά ταυτόχρονα (…)».
Τέλος, ο Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργός, ανέφερε «Οι πολίτες μπορούμε να κάνουμε διάφορα πράγματα στο ατομικό μας επίπεδο, αλλά χρειαζόμαστε μια μεγαλύτερη ενέργεια, ένα κύμα κατά κάποιο τρόπο ιδεολογικό, πολιτικό, κοινωνικό, συλλογικό, που θα μας δίνει την δύναμη να πάμε προς τα εμπρός και θα μας προειδοποιεί για το τι θα γίνει αν δεν πάμε προς τα μπρος. Αν δεν κάνουμε αυτό, εκείνο και το άλλο θα μας λέει τι να κάνουμε, θα μας οδηγήσει στο τι να κάνουμε. Το τι σημαίνουν αυτά για το αύριο, για το μέλλον, για τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας και τους εαυτούς μας. Αυτά λοιπόν, θεωρώ ότι κινούνται σε πολύ αδύναμο επίπεδο και μας πέφτουν, όπως είπα πριν, πάρα πολλά. Όχι ότι αντικειμενικά δεν θα μπορούσαμε να τα αντιμετωπίσουμε, αλλά είμαστε μια κοινωνία η οποία τείνει να είναι παραιτημένη, τείνει να προσφεύγει στις εύκολες λύσεις. Κι αυτό διότι και το πολιτικό σύστημα που μας καθοδηγεί, μας οδηγεί μόνο προς τα εκεί. Και αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά προφανώς και σε άλλες χώρες και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βέβαια, σε διαφορετικό βαθμό σε κάθε χώρα, διότι δεν ταυτιζόμαστε εμείς με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε όρους ικανοτήτων και επιτευγμάτων (…)».