H πρώτη δημοσκόπηση, μετά την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου –εκείνη της Metron Analysis που δημοσιεύτηκε στο Βήμα της 23ης Απριλίου– πέρα από την πρόθεση ψήφου, περιλαμβάνει και ιδιαίτερα σημαντικά ποιοτικά στοιχεία. [Θυμίζουμε ότι στην πρόθεση ψήφου χωρίς ανάγωγή η Νέα Δημοκρατία παίρνει 27,8%, ο ΣΥΡΙΖΑ 22,2%, το ΠΑΣΟΚ 8,5%, το ΚΚΕ 6%, η Ελληνική Λύση 4%, το Μέρα25 4,4% οι Έλληνες του Κασιδιάρη 3,5% και το άλλο 5,9%.]
Σε ό,τι αφορά την κατανομή της ψήφου κατά φύλο, οι διαφορές είναι μικρές, εκτός από το ΠΑΣΟΚ, την Ελληνική Λύση και το κόμμα Κασιδιάρη όπου διαπιστώνουμε μια σαφή υπεροχή της ανδρικής ψήφου έναντι της γυναικείας: στο ΠΑΣΟΚ-Κιναλ 10,5% στους άνδρες έναντι 6,5% στις γυναίκες, στην Ελληνική Λύση 5,3% έναντι 2,7% και στο macho κόμμα Κασιδιάρη, 5,1% έναντι 1,8%.
Ωστόσο, οι σημαντικότερες διαφοροποιήσεις παρατηρούνται σε ό,τι αφορά στις ηλικιακές κατηγορίες, στην εκπαίδευση και στην κοινωνική ένταξη.
Στη γενιά ηλικίας 17 έως 26 ετών –η οποία αντιπροσωπεύει το 12% των ψηφοφόρων–, η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει μόλις το 13%, ο ΣΥΡΙΖΑ το 19,5%, το ΠΑΣΟΚ-Κιναλ το 11,1%, και ο Κασιδιάρης 4,8%. Η ΝΔ έχει τεράστιο πρόβλημα στους νέους, ενώ και ο ΣΥΡΙΖΑ σε αντίθεση με ότι πιστεύεται παίρνει το μικρότερο ποσοστό του συγκριτικά με όλες τις άλλες ηλικιακές ομάδες, ενώ και το ΚΚΕ υστερεί με 4,5%.
Αντίθετα, το ΜΕΡΑ25 συγκεντρώνει ένα τεράστιο ποσοστό 12,9%(!), καθώς και ένα 6,1% στην ηλικία 27-42. Δηλαδή η μεταμοντέρνα μετα-αριστερά ενισχύεται έναντι της παραδοσιακής – ΚΚΕ και Σύριζα. Άλλωστε ο Βαρουφάκης συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό των ψήφων του αναρχικού χώρου και του Αριστερισμού. (Εξού και η επίθεση ενάντιά του στα Εξάρχεια από διαφωνούσα ομάδα αναρχικών.)
Το ΚΚΕ αντίθετα έχει το υψηλότερο ποσοστό του, 6,9% στην ηλικία 43-58, όπως και το κόμμα του Κασιδιάρη με 5,4%, δηλαδή στις κατ’ εξοχήν «αντι- μνημονιακές» ηλικίες της άκρας αριστεράς και της άκρας δεξιάς.
A contrario χαρακτηριστική είναι η μεγάλη βουτιά του ΠΑΣΟΚ στο 4,1% στην ηλικία 43-58 όπως και του ΜέΡΑ25 με μόλις 2,1%. Οι μνήμες από τον ΓΑΠ και τη «διαπραγμάτευση» Βαρουφάκη το 2015 είναι ακόμα πολύ νωπές για όσους βιώσαν στο πετσί τους αυτήν την τραγική εποχή.
Τέλος, στην ηλικιακή κατηγορία 59 έως 77 η Νέα Δημοκρατία έχει 33,5% ο ΣΥΡΙΖΑ 22% και το ΠΑΣΟΚ 11,6%.
Αν περάσουμε στο επίπεδο εκπαίδευσης θα δούμε ότι σε όσους έχουν ανώτερη ή ανώτατη εκπαίδευση –και αντιπροσωπεύουν το 53% του δείγματος–, η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται στο μέσο όρο της, 27,3% έναντι 27,8%, ο ΣΥΡΙΖΑ πάνω από το μέσο όρο του, 25,8%, όπως και το ΚΚΕ με 6,6% καθώς και το ΜέΡΑ25 με 5,6%.
Δηλαδή δεν πρόκειται πλέον για κόμματα «πληβείων» αλλά για κόμματα δημοσίων υπαλλήλων, εκπαιδευτικών και κάποτε ανώτερων στρωμάτων. Αντίθετα, εδώ και απολύτως λογικά τα χαμηλότερα ποσοστά τα έχουν η Ελληνική Λύση με 2,9% και το κόμμα Κασιδιάρη με 2%.
Σε ό,τι αφορά την κοινωνική ένταξη, η Νέα Δημοκρατία στους αγρότες που αντιπροσωπεύουν το 7% του συνόλου, παίρνει το 30,2%, ο ΣΥΡΙΖΑ το 17,1%, το ΠΑΣΟΚ, 5,7% η Ελληνική Λύση 8,1% και ο Κασιδιάρης 6,1%
Αντίστοιχα στην εργατική τάξη, που αντιπροσωπεύει μόλις το 8% του συνόλου, η Νέα Δημοκρατία έχει το χαμηλότερο ποσοστό με 12,6%, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται κάτω από το συνολικό ποσοστό του, 20,3%, το ΠΑΣΟΚ 4,7%, το ΚΚΕ 8,7%. Εδώ η Ελληνική Λύση έχει το υψηλότερο ποσοστό της με 12,1%, και ο Κασιδιάρης 6%. Επιβεβαιώνεται δηλαδή η διαπίστωση πως τα πιο περιθωριοποιημένα και χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου κοινωνικά στρώματα αποτελούν τον προνομιακό χώρο της ακροδεξιάς και όχι της Αριστεράς, όπως άλλωστε έγινε και στη Γαλλία, την Ιταλία και αλλού.
Σε όσους δηλώνουν ότι ανήκουν στη μεσαία τάξη (που αντιπροσωπεύει το 51% του συνόλου) η Νέα Δημοκρατία έχει το υψηλότερο ποσοστό της με 34,4%, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται κοντά στο μέσο όρο του με 21,7%, το ΠΑΣΟΚ λίγο περισσότερο 9,1%, το ΚΚΕ 5,7% η Ελληνική Λύση 3,1%, ο Κασιδιάρης 1,7%.
Αν περάσουμε στην ανώτερη εισοδηματική κατηγορία που αντιπροσωπεύει το 6% του συνόλου, εδώ το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας «πέφτει» σχετικά με τη μεσαία τάξη, στο 32%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό του ακριβώς στην ανώτερη τάξη, 25,5%. Αντίθετα το ποσοστό της Ελληνικής Λύσης κατακρημνίζεται στο 1,5%, το ΜέΡΑ25 παραμένει στο μέσο όρο του και το ποσοστό του Κασιδιάρη ανεβαίνει στο 4,1%. (Γεγονός που εξηγεί και φαινόμενα τύπου Κανελλόπουλου.)
Τι συμπεράσματα μπορούμε να συναγάγουμε;
Καταρχάς η πλειοψηφία των ψηφοφόρων αυτοχαρακτηρίζεται ως μεσαία τάξη, δηλαδή 51%, ενώ στην εργατική τάξη θεωρούν ότι ανήκουν μόλις το 8%, έναντι 27% των «μικρομεσαίων». Δηλαδή, η ελληνική κοινωνία στην πλειοψηφία της αρνείται την κοινωνική πόλωση και γι’ αυτό η σχετική ταξική φρασεολογία εκπορεύεται μάλλον από υψηλότερα κοινωνικά και εισοδηματικά στρώματα της διανοούμενης Αριστεράς! Σε αυτή την κατηγορία άλλωστε η Νέα Δημοκρατία έχει το υψηλότερο ποσοστό της, 34,4% – εξού και η μεγάλη μάχη για την ψήφο της μεσαίας τάξης και κατ’ επέκταση του μεσαίου χώρου.
Ένα καθόλου παράδοξο, παρά τα επιφαινόμενα, γεγονός είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει τα υψηλότερα ποσοστά του, 25,5%% στην ανώτερη τάξη –που εκπροσωπεί το 6% των ψηφοφόρων– και πλησιάζει το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας, που θεωρείται το κατεξοχήν αστικό κόμμα και έχει το 32%. Εάν προσθέσουμε και το 9,9% του ΠΑΣΟΚ και το 4,4% του ΜέΡΑ25, βλέπουμε ότι σχεδόν το 40% της αυτοχαρακτηριζομένης «ανώτερης τάξης», υποστηρίζει τα τρία κόμματα της Αριστεράς και της κεντροαριστεράς, έναντι 32% του «αστικού κόμματος» Νέα Δημοκρατία!
Δηλαδή, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες η παλιά ταξική αντιπαράθεση Αριστεράς-Δεξιάς έχει πλέον εξαντληθεί. Το κατεξοχήν αστικό κόμμα η Νέα Δημοκρατία είναι κόμμα της μεσαίας τάξης από την άποψη της κοινωνικής στήριξης ενώ και τα αριστερά κόμματα είναι εξίσου ή περισσότερο «μεγαλο-αστικά» με τη Νέα Δημοκρατία.
Όσο για τη νέα γενιά αυτή μοιάζει σε ένα μεγάλο μέρος της να πελαγοδρομεί: μεταξύ της μηδενιστικής Αριστεράς του ΜέΡΑ25 και των πολυάριθμων γκρουπούσκουλων της Άκρας Αριστεράς –μία και ένα 8,6% αυτής της ηλικιακής κατηγορίας φαίνεται να επιλέγει το «άλλο κόμμα»– ή της διαστροφής του πατριωτισμού που εκφράζει ο Κασιδιάρης.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με άλλες ιστορικές εποχές, όπως εκείνη της μεταπολίτευσης, η νεολαία δεν αντιπροσωπεύει (ακόμα;) το δυναμικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για μία κοινωνία γερασμένη και το κέντρο βάρους των αποφάσεων και των αλλαγών έχει μετατοπιστεί στις μέσες ηλικίες και στις μέσες κοινωνικές κατηγορίες. Η νεολαία έχει συρρικνωθεί πολύ από την υπογεννητικότητα και τη Φυγή, ενώ και το εκπαιδευτικό μας σύστημα χωλαίνει απελπιστικά.
Μόνο εάν και εφόσον περάσουμε σε μία νέα ιστορική εποχή, πέρα από τη μεταπολίτευση και τις αμαρτίες της, με μια κοινωνία δυναμική και με ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα, θα μπορούσε ίσως η νεολαία να επανενεργοποιηθεί ως παράγοντας κοινωνικής και πολιτικής πρωτοπορίας.