Και ξαφνικά, η συζήτηση ξέφυγε από το κύριο ζήτημα των ημερών, την πρόταση δηλαδή του πρωθυπουργού - και των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης - για τον επόμενο ένοικο του προεδρικού μεγάρου και μεταφέρθηκε στο θέμα της επόμενης κυβέρνησης της χώρας.
Μιας κυβέρνησης η οποία θα προκύψει από τις εθνικές εκλογές του 2027, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες συνταγματικές προθεσμίες αλλά και τις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη τις οποίες έχει τηρήσει, μέχρι σήμερα τουλάχιστον. Καμιά σημερινή δημοσκόπηση ή εκτίμηση δεν μπορεί να προβλέψει τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων μετά από δυόμισι περίπου χρόνια, μεστά καταιγιστικών εξελίξεων.
Ωστόσο, η εκτροπή της συζήτησης πριν ακόμα ξεκινήσουν οι ψηφοφορίες για την εκλογή του νέου ΠτΔ, δεν έγινε τυχαία καθώς εξυπηρετεί διάφορες πολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες. Εξυπηρετεί πρώτα απ’ όλα τον Πρωθυπουργό που επείγεται να κλείσει το συντομότερο το κεφάλαιο Τασούλα.
Κι αυτό γιατί η επιλογή ενός κομματικού βουλευτή και Προέδρου της Βουλής για την Προεδρία της Δημοκρατίας έχει προβληματίσει αρνητικά τους απαραίτητους για την επόμενη, κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση, κεντρώους ψηφοφόρους. Σε μια κρίσιμη, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, πολιτική συγκυρία η υπερσυγκέντρωση των εξουσιών ακυρώνει στην πράξη τις όποιες συναινετικές διακηρύξεις του πρωθυπουργού.
Η εκτροπή της συζήτησης οφείλεται επίσης και στην πρόωρη εκλογολογία που ήρθε με τόσο άκομψο και επιπόλαιο τρόπο να αντικαταστήσει την προεδρολογία πριν καλά-καλά αυτή καταλαγιάσει. Πηγή της ακατανόητης, αν όχι επιτήδειας στις σημερινές συνθήκες εκλογολογίας, ήταν, αυτή τη φορά, ο χώρος της αντιπολίτευσης.
Στελέχη των διαφόρων κομμάτων άρχισαν να τοποθετούνται στο θέμα των μετεκλογικών συνεργασιών και τη συγκρότηση μετώπων για τη διακυβέρνηση της χώρας. Κι όλα αυτά τη στιγμή που το κάθε κόμμα στηρίζει τον δικό του υποψήφιο για την Προεδρία και ο ανταγωνισμός για την αντιπολιτευτική πρωτοκαθεδρία μέσω τεχνικών συγκολλήσεων ή προσέλκυσης ανεξαρτήτων βουλευτών βρίσκεται στο κόκκινο.
Το πρώτο διακύβευμα της συζήτησης είναι μια ενδεχόμενη συνεργασία του ΠΑΣΟΚ με τη Νέα Δημοκρατία στην περίπτωση που δε θα προκύψει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Πρόκειται για μια ανούσια αντιπαράθεση αφού θα συνιστούσε παγκόσμια πρωτοτυπία να δηλώσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δεύτερος ιδεολογικός πόλος του πολιτικού συστήματος ότι κατέρχεται στις εκλογές προσβλέποντας στη συνεργασία με τον αντίπαλο πολιτικό πόλο.
Η κυβερνητική συνεργασία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ του ‘15 πραγματοποιήθηκε υπό την απειλή της πτώχευσης της χώρας και μπορεί να επαναληφθεί μόνο στην απευκταία περίπτωση ανάλογων απειλών κατά της δημοκρατικής ομαλότητας και πολιτικής σταθερότητας.
Το δεύτερο και βασικό διακύβευμα της αντιπαράθεσης είναι η δυνατότητα συγκρότησης κυβερνητικού σχήματος από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Στην ουσία δηλαδή το αν μπορούν να κυβερνήσουν τη χώρα το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ με την ευρεία του έννοια αφού όλα τα κόμματα της πέραν του ΠΑΣΟΚ αντιπολίτευσης - πλην του αυτοεξαιρούμενου έτσι κι αλλιώς ΚΚΕ - είναι κομμάτια του πρώην ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ.
Η συζήτηση αυτή δεν είναι καινούργια, επανέρχεται ωστόσο όλο και πιο συχνά από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος μετά την απαλλαγή του από τον Κασσελάκη αναζητεί εναγωνίως σανίδα σωτηρίας. Και η σανίδα αυτή δεν είναι άλλη από την αναβίωση της ελπίδας της επιστροφής του στην εξουσία έστω και μέσω του ΠΑΣΟΚ.
Από την άποψη αυτή, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που προκρίνουν τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, αναζωπυρώνουν ουσιαστικά τις ελπίδες ενός come back που απειλεί να βάλει τη χώρα σε νέες περιπέτειες. Το γεγονός ότι το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης ως τέτοιο δε σημαίνει ότι το πολιτικό συνοθύλευμα που αποδείχτηκε μοιραίο για τη χώρα μπορεί τώρα να αναδειχθεί σε πειστικό κυβερνητικό εταίρο.
Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει ούτε από τις προγραμματικές θέσεις αλλά ούτε και από την αντιπολιτευτική τακτική των κοινοβουλευτικών κομματιών του ΣΥΡΙΖΑ. Η πόρτα που έκλεισε ήδη η Νέα Αριστερά στο πρόσωπο εκείνων που επιχείρησαν να την ανοίξουν με το δέλεαρ της (συγ)κυβερνητικής εξουσίας είναι μια άμεση και ηχηρή προειδοποίηση της προδιαγεγραμμένης κατάληξης του «κεντροαριστερού» σεναρίου.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα και ιδιαίτερα από τη στιγμή που αναδείχτηκε κοινοβουλευτικά στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ άσκησε τα νέα, πιο απαιτητικά του καθήκοντα με υπεύθυνο και παραγωγικό τρόπο. Πήρε μια σειρά από πρωτοβουλίες σε θέματα που αφορούν την καθημερινότητα των πολιτών και πέτυχε την κινητοποίηση της κοινής γνώμης και την αναγκαστική αντίδραση της κυβέρνησης.
Πάρθηκαν μέτρα που οδήγησαν στη βελτίωση της ζωής στην υγεία, στις τραπεζικές συναλλαγές, στην ιδιωτική ασφάλιση. Είδε το κύρος του να αυξάνεται και τη δημοσκοπική εικόνα του να βελτιώνεται. Ταυτόχρονα, μια σειρά από συμβολικές κινήσεις, όπως η πρόταση για τον Τάσο Γιαννίτση, έστειλαν μήνυμα πολιτικής σοβαρότητας. Σε αυτό το δρόμο μπορεί και πρέπει να συνεχίσει αν θέλει να βλέπει την ανοδική του πορεία να συνεχίζεται.
Η σημαντική διαφορά που χωρίζει ακόμα το ΠΑΣΟΚ από τη ΝΔ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους πολίτες του ευρύτερου φιλελεύθερου κεντρώου χώρου στους οποίους πρέπει να απευθύνεται με πειστικό πολιτικό λόγο και κινήσεις. Άλλωστε, παραδοσιακά, το ΠΑΣΟΚ κέρδιζε τις εκλογές όταν κατάφερνε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του λεγόμενου «Πολιτικού Κέντρου».
Ταυτόχρονα, όπως έχει αποτυπωθεί και στα αποτελέσματα της κάλπης, οι προ δεκαπενταετίας ψηφοφόροι του, ακόμα και όταν εγκαταλείπουν τον ΣΥΡΙΖΑ, πολύ πιο εύκολα πηγαίνουν στον Κασσελάκη, τον Βαρουφάκη ή τη Ζωή Κωνσταντοπούλου παρά επιστρέφουν στον - πολύ πρώην πλέον - χώρο τους. Οι «κεντροαριστερές» φαντασιώσεις μόνο ζημιά κάνουν στον εκλογικό στόχο και τις κυβερνητικές φιλοδοξίες της δημοκρατικής παράταξης.