Από πολύ νωρίς - και αφού πέρασε την σύντομη φάση του αντισυστημικού ριζοσπαστισμού - το ιστορικό ΠΑΣΟΚ ανέπτυξε δύο ανταγωνιστικές ταυτότητες ή δύο «φύσεις»: Αφενός μεν την κοσμοπολίτικη, δυτικοστραφή και εκσυγχρονιστική, που χαρακτηριζόταν από διεθνοπολιτικό πραγματισμό και συνήθως σοσιαλδημοκρατικό ιδεολογικό προσανατολισμό, αφετέρου δε τη λεγόμενη «πατριωτική», συχνά μαξιμαλιστική στις κοινωνικές της διεκδικήσεις. Ωστόσο…
Σήμερα είναι οι προσωπικότητες των διεκδικητών της κομματικής προεδρίας που παίζουν πιο καθοριστικό ρόλο. Όχι μόνο γιατί ζούμε σε μια πιο αποϊδεολογικοποιημένη εποχή. Αλλά και γιατί το Κίνημα –το οποίο δεν είναι πλέον κόμμα εξουσίας- έχει ως υπαρξιακό σχεδόν δίλημμα, έστω και αν δεν μπορεί να το διακηρύσσει, την επιλογή στρατηγικής πολιτικών συμμαχιών. Ένα δίλημμα εγγενές σε κάθε κόμμα του δυτικού κόσμου τοποθετούμενο στο ενδιάμεσο του ιδεολογικοπολιτικού συνεχούς, αλλά πιο δυσεπίλυτο σε χώρες χωρίς κουλτούρα διακομματικών συνεργασιών. Με αυτό το «υπαρξιακό δίλημμα» όμως να είναι καθοριστικό, καθοριστικές καθίστανται και οι στάσεις, τα βιώματα, η έως σήμερα πορεία, τα αισθήματα, ακόμη και οι παρορμητικές διαθέσεις των διεκδικητών της εξουσίας που προσδιορίζουν τις τοποθετήσεις τους σε σχέση με τους υπόλοιπους βασικούς πολιτικούς φορείς.
Τούτου δοθέντος, αξίζει να προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τι εισκομίζει, τι εκφράζει και τι προοπτικές έχει και παρέχει η καθεμία από τις τρεις προσωπικότητες, οι οποίες έχουν ρεαλιστικές πιθανότητες νίκης.
Α) Γιώργος Παπανδρέου
Στο βαθμό που το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, από πλευράς εκλογικής διείσδυσης στην κοινωνία, έχει πλέον καταστεί κόμμα γερόντων, δηλαδή πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο –κάτι σαν ΚΚΕ του Κέντρου- διαχειριστής ιστορικών μνημών, ο «γιός του Πατριάρχη» και «εγγονός του Προπατριάρχη» διαθέτει πλεονέκτημα στην προσέγγιση του μέσου παραταξιακού οπαδού. (Ο οποίος, βέβαια, δεν είναι καν μέσης ηλικίας…).
Από την άλλη όμως, αν το ζητούμενο είναι να δοθεί στο Κίνημα κάποια προοπτική και δυναμική, ασφαλώς και δεν προβάλλει αυτός ως ο καταλληλότερος για την ηγεσία ενός χώρου με εκλογική υστέρηση όχι μόνο στους νέους, αλλά και στα σύγχρονα δυναμικά επαγγέλματα, όπως βέβαια και στους κατοίκους των αστικών κέντρων.
Επιπρόσθετα, αδικημένος ή όχι από τις περιστάσεις, πρωτοπόρος οραματιστής ή χαοτικός διαχειριστής, πολιτικά έντιμος ή δημαγωγός και καιροσκόπος, «ενοποιητής» ή διασπαστής του χώρου, ο ΓΑΠ έχει ως εκ του πολιτικού παρελθόντος του την ιδιαιτερότητα να εκφράζει την πιο πολωτική υποψηφιότητα. Ακόμη και εσωκομματικά! Αυτό σημαίνει –με την επιφύλαξη ασφαλώς της φράσης του Πωλ Βαλερύ «προβλέπω, άρα απατώμαι»- πως η παρουσία του στον δεύτερο γύρο είναι μεν πιθανή, πολύ λιγότερο πιθανή, όμως, είναι η τελική νίκη του: λογικά πολύ μικρό ποσοστό των ψήφων εκείνου εκ των δύο βασικών συνυποψηφίων του που θα μείνει εκτός δευτέρου γύρου θα στραφεί προς τον παρωχημένο «νέο-Γέρο της Δημοκρατίας»… Επιπρόσθετα, ακόμη και αν πρωτεύσει στην αρχική ψηφοφορία, ένα ποσοστό του που δεν θα υποδηλώνει συντριπτικό υπέρ του ρεύμα θα είναι ακυρωτικό του λόγου της υποψηφιότητάς του: Της –υποτιθέμενης- διασφάλισης της ενότητας του χώρου.
Β) Ανδρέας Λοβέρδος
Αναμφίβολα πρόκειται για εξαιρετικά γοητευτική προσωπικότητα, με απήχηση και πέραν της κομματικής βάσης… Οι υπουργικές θητείες του -πλην ίσως στο Παιδείας- αναγνωρίζονται ως απολύτως επιτυχημένες. Η μομφή, δε, που του προσάπτουν κάποιοι για τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών οροθετικών εκδιδόμενων γυναικών, στη σημερινή συγκυρία της αναβαθμισμένης ευαισθησίας για θέματα υγείας δύσκολα μπορεί να τον βλάψει. Αντίθετα διαθέτει κεφάλαιο συμπάθειας λόγω των διώξεων που του επιφύλαξαν κάποιοι δικαστές, από αρκετούς θεωρούμενοι ως ο δικαστικός βραχίονας του ΣΥΡΙΖΑ. Εύλογα δε προβάλλει ως ο μόνος που μπορεί να ελκύσει τους αρκετούς «ελαφρώς δυσαρεστημένους» ψηφοφόρους της σημερινής κυβέρνησης, χωρίς να προκαλέσει μείζονες κλυδωνισμούς στο όλο πολιτικό σύστημα.
Από την άλλη, όμως, (και ενώ ούτως ή άλλως έχει διασφαλισμένη τη συμπάθεια των «δεξιόστροφων» που προτίθενται να μετάσχουν στην εσωκομματική ψηφοφορία), ο οιονεί μονομέτωπος αγώνας του κατά του ΣΥΡΙΖΑ διευκολύνει την παρουσίασή του ως δυνάμει πολιτικού δορυφόρου της ΝΔ: Πολλοί θωρούν πως ένα μικρό κόμμα, τοποθετούμενο στο ιδεολογικό ενδιάμεσο, δεν είναι σκόπιμο να αποκλείει εκ των προτέρων, πριν δηλαδή η λαϊκή ψήφος διαμορφώσει τους νέους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, οποιαδήποτε συνεργασία. Μάλιστα οι περισσότεροι αποδίδουν τη στάση αυτή περισσότερο σε προσωπικές πικρίες του.
Επιπρόσθετα, η υπερεπένδυση στο «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ θεωρείται δύσκολα συμβατή με έναν κόμμα που φιλοδοξεί να είναι πραγματιστικό, εκσυγχρονιστικό και ανοικτών οριζόντων.
Τέλος…
Γ) Νίκος Ανδρουλάκης
Στα προφανή αρνητικά του είναι η μη συμμετοχή του στην – εθνική - κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, η ολοσχερής απουσία κυβερνητικής εμπειρίας (όπως δεν είχαν ο Κώστας Καραμανλής και ο Αλέξης Τσίπρας) και το ότι δεν εγκατέλειψε την Ευρωβουλή.
Από την άλλη, δύσκολα έτερος διεκδικητής σωρεύει ταυτόχρονα όσο αυτός πολιτική πείρα και κεφάλαιο ελπίδας, ανανέωση και έκφραση της παραταξιακής συνέχειας, εξωστρέφεια και γνώση του διεθνούς περιβάλλοντος… Και ουδείς άλλος παρέχει τόση πολιτική ευελιξία, άρα μετεκλογική ανεξαρτησία, στο κόμμα. Ενώ, ανήκοντας στην ίδια γενιά με τον Τσίπρα, ίσως μπορεί αποτελεσματικότερα να του αμφισβητήσει την – μη ακροδεξιού προσανατολισμού - ψήφο της νέας γενιάς… Ουσιαστικά λοιπόν, αν ως βασική αδυναμία του ΠΑΣΟΚ είναι πως έχει καταγραφεί ως «πολυδιακορευμένο» κόμμα, ο νεαρός ευρωβουλευτής προβάλλει ως ο καταλληλότερος για την αποκατάσταση, έστω «δια παρθενορραφής», κάποιας μορφής πολιτικής παρθενίας…