Του Αλέξανδρου Διαμάντη
Για επιεική στάση της κυβέρνησης απέναντι στους δράστες οικονομικών εγκλημάτων και εγκλημάτων διαφθοράς κατηγορεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο Αλέξης Τσίπρας, σε επίκαιρη ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι τέσσερις μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης -ενώ η κυβέρνηση εν γένει εντείνει την πολιτική της επίδειξης πυγμής και της ρητορικής περί «νόμου και τάξης», ειδικά σε ό,τι αφορά τα «εγκλήματα του λευκού κολάρου», που τελούνται από δράστες που προέρχονται και δραστηριοποιούνται στους ανώτερους πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους, με εκμετάλλευση της θέσης τους μέσα στα συστήματα εξουσίας- έχει επιλέξει να ακολουθήσετε τις πλέον επιεικείς απόψεις.
Σύμφωνα τον κ. Τσίπρα η κυβέρνηση ευνοεί «όσους δεν δίστασαν στα χρόνια πριν ή κατά τη διάρκεια της κρίσης να μετέρχονται απατηλά μέσα και ιδιαίτερα τεχνάσματα και να καταχρώνται τις θέσεις εμπιστοσύνης που κατείχαν, προτάσσοντας τα ιδιοτελή τους συμφέροντα και αξιοποιώντας την προνομιακή πληροφόρηση και τις ευκαιρίες που έδινε η συμμετοχή τους σε ένα σύστημα διαπλοκής και θεσμικής και πολιτικής προστασίας τέτοιων δραστηριοτήτων, όπως ενδεικτικά έγινε με την τιμολόγηση των φαρμάκων».
Παράλληλα, υποστηρίζει ότι απαιτείται η ρητή αποσαφήνιση στο άρθρο 86 του Συντάγματος, δηλαδή ότι η Βουλή δεν έχει αρμοδιότητα να ασκεί την ποινική δίωξη για τα εγκλήματα που τελούνται απλώς επ' ευκαιρία της άσκησης των υπουργικών καθηκόντων, όπως η δωροδοκία. «Είναι επίσης αυτονόητο ότι πρέπει στις τράπεζες που συνιστούν μεγάλους επιχειρηματικούς φορείς με κομβικό ρόλο στην οικονομία να διατηρηθεί η αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη για τις πιο σοβαρές εγκληματικές πράξεις που τελούνται από στελέχη τους, όπως η κακουργηματική απιστία και, τέλος, ότι η δέσμευση («πάγωμα») αρχικά και η δήμευση εν συνεχεία των προσόδων που αποφέρει το έγκλημα στον δράστη πρέπει να αξιοποιούνται ως εργαλείο «έξυπνης» αντεγκληματικής πολιτικής, που συμβάλλει στην απαίτηση «να επιστρέψουν πίσω τα κλεμμένα», υπογραμμίζει.
Και μεταξύ άλλων ρωτά:
1. Αντιλαμβάνεστε τον κίνδυνο απαξίωσης του πολιτικού συστήματος στην περίπτωση που η μη συμπερίληψη ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 86 Συντ. ευνοούσε εσφαλμένες ερμηνευτικές εκδοχές που θα οδηγούσαν σε παραγραφή πράξεων διαφθοράς που τυχόν έχουν τελεστεί από υπουργούς, όπως στην «υπόθεση Νοβάρτις»;
2. Για ποιο λόγο αφαιρείτε από τους εισαγγελικούς λειτουργούς την αρμοδιότητα αυτεπάγγελτης δίωξης ακόμα και σε περιπτώσεις βάσιμης καταγγελίας κακουργηματικής απιστίας τραπεζικών στελεχών, τη στιγμή που δεν τεκμηριώνεται με κανένα τρόπο ότι υφίσταται δυσχέρεια στις αναδιαρθρώσεις «κόκκινων δανείων» οφειλόμενη στο ισχύον –ιδίως μετά και το ν. 4472/2017- νομοθετικό πλαίσιο και όχι στην έλλειψη βούλησης εκ μέρους των τραπεζών;
3. Τι ωθεί την κυβέρνηση να θέσει ενιαίο χρονικό όριο στη διάρκεια της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο υποθέσεων που αφορούν «ξέπλυμα χρήματος», ανεξάρτητα από τις ανάγκες που γεννώνται σε κάθε υπόθεση και χωρίς να προβλέπεται μεταβατική περίοδος εφαρμογής, ώστε η αλλαγή να μην αιφνιδιάσει την Αρχή;
4. Βάσει όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, και λαμβάνοντας υπόψη την ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας στις 15.10.2019, στην οποία γίνεται λόγος περί «ατιμωρησίας» και «κινδύνου διεθνούς έκθεσης της χώρας», που θα οδηγήσει πλήθος υποθέσεων στον «κάλαθο των αχρήστων», ποιες υποθέσεις που εκκρεμούν στη Δικαιοσύνη αφορούν οι παραπάνω ρυθμίσεις; Περιλαμβάνονται τα δάνεια που χορηγήθηκαν στη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και σε γνωστά ΜΜΕ;
5. Ιδίως, αφαιρώντας από τη Δικαιοσύνη το δικαίωμα της αυτεπάγγελτης δίωξης στελεχών σε τραπεζικά ιδρύματα τα οποία έχουν επανειλημμένως ανακεφαλαιοποιηθεί από τον ελληνικό λαό, ποιος θα αναλάβει τη ζημία που τυχόν θα προκληθεί στα περιουσιακά στοιχεία τους από θεσμικά ανέλεγκτες ενέργειες στελεχών τους;