«Υπογεννητικότητα»: Ελεύθερη επιλογή κόντρα στον πανικό του συντηρητισμού
Shutterstock
Shutterstock

«Υπογεννητικότητα»: Ελεύθερη επιλογή κόντρα στον πανικό του συντηρητισμού

Το τελευταίο διάστημα μια αριθμητική παρατήρηση, ότι οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις, οδήγησε σε γενικευμένο ηθικό πανικό: Πρωτοσέλιδα για το πότε θα εξαφανιστεί η Ελλάδα ή το γένος των Ελλήνων αλλά και ζοφερές αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες κερδισμένοι θα είναι μόνο όσοι παράγουν πάνες ακράτειας. Υπάρχουν δύο ειδών αντίλογοι: Ο ένας εξετάζει τη συνολική εικόνα και συνιστά «Ψυχραιμία».

Ο άλλος παρατηρεί ότι αυτό που υποτιμητικά αναφέρεται ως «υπογεννητικότητα» είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής των πολιτών της χώρας. Η επιλογή αυτή μάλιστα σταθμίζει ζητήματα με τρόπο ώστε λύνει πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που δημιουργεί.

Ας αρχίσουμε λοιπόν από την Ψυχραιμία. Έχουμε πολλούς θανάτους γιατί είναι πολλοί οι γεννηθέντες τη δεκαετία του 1930 (σε σχέση με το ’20 και το ’40). Έχουμε λίγες γεννήσεις γιατί γεννήθηκαν λίγα παιδιά τη δεκαετία του 1980 και 1990. Ακόμη και αν όλες οι γυναίκες της κατάλληλης ηλικίας έκαναν τόσα παιδιά όσα οι γιαγιάδες τους, πάλι το ισοζύγιο θα ήταν αρνητικό. Έτσι (και με δεδομένη τη δυσανεξία στην πολιτογράφηση νέων μεταναστών) η μείωση του πληθυσμού είναι μονόδρομος.

Γιατί, όμως να μας πειράζει αυτό; Τη δεκαετία του 1960 η σχολική Γεωγραφία περηφανευόταν για την Ελλάδα των 8 εκατομμυρίων, η οποία μάλιστα σημείωνε ρεκόρ ανάπτυξης (μεγέθυνση πραγματικού ΑΕΠ 4% τον χρόνο). Αλλά και πλήθος δεικτών για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής προσεγγίζονται με μεγαλύτερη ευκολία όταν η πυκνότητα του πληθυσμού είναι μικρότερη. Αν μάλιστα αυτή συνοδεύεται και με κάποια αποκέντρωση (που φαίνεται να συντελείται) οι βελτιώσεις μπορεί να είναι θεαματικές.  Δεν χρειάζεται να είσαι η Γκρέτα Θούνμπεργκ για να καταλάβεις ότι περισσότερο δεν είναι πάντα καλύτερο.  

Επειδή τα συνολικά/ συλλογικά επιχειρήματα «μπάζουν», μετατίθενται οι προβολείς στο ατομικό: στο ότι οι Ελληνίδες σήμερα δεν κάνουν «αρκετά» παιδιά. Η κατηγορία της «υπογεννητικότητας» έλκεται από την πεποίθηση ότι υπάρχει ένα «ορθό» επίπεδο γεννητικότητας από το οποίο οι γυναίκες (ποτέ τα ζευγάρια) συνήθως με εγωιστικά κίνητρα απέχουν.

Το «ορθό επίπεδο» το γνωρίζουν η Ακαδημία Αθηνών, οι περισσότεροι μητροπολίτες και ικανός αριθμός αποστράτων. Προσδιορίζεται μάλιστα από αλγόριθμο που εκκινείται από εθνικά κριτήρια – όπως από τις απαιτήσεις πλήρους επάνδρωσης των χαρακωμάτων. Η έννοια της «υπογεννητικότητας» πρωτοεμφανίστηκε στην Γαλλία (με τον όρο denatalité) μετά την ήττα από την Πρωσία το 1870· τότε το πρόβλημα ήταν ότι οι Γερμανίδες έκαναν περισσότερα παιδιά από τις Γαλλίδες (η διαφορά ισοσκελίστηκε το 1914-8). 

Η απάντηση στις αιτιάσεις για «υπογεννητικότητα» είναι διττή: Πρώτον, το πόσα παιδιά θα κάνει μια γυναίκα είναι δικό της θέμα, προϊόν προσωπικής απόφασης στην οποία δεν έχει κανείς άλλος λόγο. Το μέγιστο που μπορεί να λεχθεί είναι ότι πρέπει να εξασφαλίζεται στην πράξη ότι το δικαίωμα μπορεί να εξασκηθεί – μέσω κοινωνικών υποδομών, διευκολύνσεων στην εργαζόμενη μητέρα, κατάλληλης στήριξης. Όμως η εμπειρία ακόμη και εκεί που η ελεύθερη επιλογή δεν παρεμποδίζεται είναι ότι η γεννητικότητα είναι πολύ μικρότερη από την απαιτούμενη για αναπλήρωση του πληθυσμού. Το θέμα είναι ότι οι γυναίκες (σε συνεννόηση με τους συντρόφους τους) προτιμούν μικρότερες οικογένειες.  

Είναι αυτό πρόβλημα;  Οι μικρές οικογένειες είναι αποτέλεσμα προσεκτικής επιλογής και στάθμισης δυνατοτήτων από τους γονείς. Τα παιδιά μικρότερων οικογενειών απολαμβάνουν πιο στενή σχέση με τους γονείς τους, αλλά και μεγαλύτερη προσοχή: ξένες γλώσσες, μουσική, υποστηρικτική διδασκαλία, πληροφορική, εξωσχολικές δραστηριότητες επικεντρώνονται σε λιγότερο παιδιά, το καθένα από τα οποία επωφελείται από μεγαλύτερο μη υλικό κεφάλαιο.

Αποτέλεσμα είναι ότι η μικρή οικογένεια  αφιερώνει στο κάθε παιδί περισσότερη προσοχή, εντοπίζει και αντιδρά σε κάθε πρόβλημα, επενδύει περισσότερους πόρους, εξασφαλίζει μια πιο ομαλή πορεία. Αυτά τα παιδιά είναι λιγότερα αριθμητικά αλλά πιο ενσωματωμένα και με περισσότερες δυνατότητες. Τελικά, όταν πια μεγαλώσουν θα είναι πιθανότατα  και πιο παραγωγικοί πολίτες. 

Η Ελλάδα επικρίνεται για την «υπογεννητικότητα». Προ 40ετίας οι δημογράφοι επαινούσαν την Ανατολική Γερμανία ως πρότυπο χώρας με επιτυχημένη δημογραφική πολιτική. Η εμπειρία δείχνει ότι η ελευθερία επιλογής στη μια περίπτωση οδήγησε σε καλύτερο αποτέλεσμα από τον κρατικό παρεμβατισμό στην άλλη. 

* Ο Πλατών Τήνιος είναι οικονομολόγος, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς