Αναζητώντας μια χαμένη αυλή

Αναζητώντας μια χαμένη αυλή

Μια ιστορία που κινείται άνετα ανάμεσα στους δυο κόσμους, διαστέλλει και ενώνει Χώρο και Χρόνο, ενώνει παραμύθι κα ζωή, κωμωδία και δράμα, αποτελεί την τελευταία συγγραφική σέλφι της συγγραφέως και αποτελεί την Περίληψη του Κόσμου κατά την εποχή της Πανδημίας, διασώζει τα ύστατα καταφύγια, μια κυρία Τασία, έναν γάτο Γουλιέλμο ΚαταΒάθος και μια χαμένη αυλή.

Μαρία Μήτσορα «Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος ΚαταΒάθος», εκδ. Πατάκη

«Μια φορά, σαν να παραμιλούσε, σαν να της ξέφυγε ότι χωρίς τον αόρατο κόσμο δεν θα υπήρχε ο ορατός, χωρίς το άγνωστο δεν θα υπήρχε το γνωστό, χωρίς το άοσμο δεν θα υπήρχαν τα αρώματα...»

Η Μαρία Μήτσορα, εν πλήρη συνειδήσει, βγάζει τη γλώσσα στο χάος και ξορκίζει με το δικό της ιδιαίτερο ποιητικό ύφος και ένα μοναδικά φίνο και παιγνιώδες χιούμορ τη μοναξιά και το παράλογο της εποχής. Στο καινούργιο βιβλίο της «Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος ΚαταΒάθος», που επιμένει να είναι μια κρυπτική αυτοβιογραφία και περίληψη του Κόσμου καταλύει χρόνο και τόπο, ρίχνει τα σύνορα του επάνω και του κάτω κόσμου, καταφεύγοντας στη Σαμουράι Τασία, μια πεθαμένη μοδίστρα που διατηρεί γραφείο Φαντασμάτων μπαινοβγαίνοντας στην κουνελότρυπα, μπαρντόν, σε ορατό και αόρατο κόσμο, την οποία προτιμούσε πάντα όσον αφορά τα φορέματα αποΧαιρετισμών.

Από τότε που μετακόμισε, έχασε την αυλή της (το νήμα της έμπνευσης άρα και επιβίωσης), το μόνο που της απόμεινε εκείνη η έμφυτη ικανότητα να ταξιδεύει παντού διαβαίνοντας απλά την Αρματολών και Κλεφτών. Εξάλλου η Μαρία Μήτσορα το έχει δηλώσει, «τα μεγαλύτερα ταξίδια τα κάνεις εντός σου», ωστόσο για χρόνια εκείνη καλού- κακού πήγε παντού, σε δύση και σ’ Ανατολή. Έτσι τώρα που επιτέλους μάς το ομολόγησε «Με λένε Λέξη», συνομιλεί ίσοις όροις με τα ρήματα «Το ρήμα μού απευθύνεται στο δεύτερο πρόσωπο χωρίς να μου έχει καν συστηθεί: “Πώς έφτασες;”» και τολμά με γενναιότητα να αποκαλύψει πώς «κάθομαι και σκέφτομαι πώς κάτι μέσα μου συγχέει το εδώ με το πουθενά».

Ωστόσο, οι σημαντικοί συγγραφείς κάνουν θαύματα κι αναγνωρίζουν τα σημεία παντού, και στο Πουθενά.

Αρκεί ένας γυρολόγος, η Μαρία μαζεύει ψηφίδα ψηφίδα ενώνοντας το παζλ του Κόσμου:

«Το μεσημέρι από την άλλη μεριά του σπιτιού, στην οδό Αρματολών και Κλεφτών, μπαίνει με τρίκυκλο ένας παλιατζής, φωνάζοντας αγριεμένος ότι όλα τα αγοράζει: “Κι εσένα σε αγοράζω φτηνά για τη δήθεν μαγκιά σου, για τις εικόνες του Κόσμου πίσω από τα μάτια σου και για τις λέξεις σου που καμιά φορά ραγίζουν καθρέφτες με τα είδωλα πραγμάτων θαυμαστών”».

Βοηθός της, αντί για εκείνον τον παραμυθένιο οδηγό- Κουνέλι, η κυρία Τασία που παίζει στα δάχτυλα εκείνο το Άδης.com

Φράσεις κλειδιά:

«Ξέρω πως έχασες μιαν αυλή, ξέρω πως έχασες την πανσέληνο του Αυγούστου…»,

«έραβε συνέχεια φουστάνια αποΧαιρετισμών»,

«είδα σε μιαν αυλή την μικρογραφία του Κόσμου»

Μοιραία συνέπεια τα ανεπίδοτα γράμματα της συγγραφέως ως άλλη Μαγιού Καραχισάρα (από το «Κουρδιστό πουλί» του Χαρούκι Μουρακάμι), ημερολογιακές σημειώσεις που είναι ακριβώς όπως και η ζωή της και η γραφή της: ποίηση καθαρή.

Με την δική της μοναδική κι ανεπανάληπτη συγγραφική φωνή:

«2 Σεπτεμβρίου. Τη μέρα η διαδρομή είναι πανέμορφη γιατί βλέπεις τις καταπράσινες πλαγιές να κατρακυλάνε, γιατί ξεχωρίζεις ένα ένα τα δέντρα με τις πολύπλοκες κομμώσεις τους. Κανένας δεν απορεί που δεν υπάρχουν ποτέ δύο ίδια.

Αναρωτιέμαι αν μόνο ο άνθρωπος κατασκεύασε πράγματα πανομοιότυπα».

Βοηθός της και δάσκαλός της ο γάτος Γουλιέλμος ΚαταΒάθος, πάντα παρών με την άσπρη ουρά του να την τραβήξει απ’ τα βάθη και να την βγάλει από τα πηγάδια. Και η κυρία Τασία βεβαίως που ετοιμάζει γι’ αυτήν στην χαμένη αυλή ένα δείπνο αποΧαιρετισμών.

Μόνο τη μητέρα της και τον πρώην άντρα της εξαιρεί από τους καλεσμένους του Κάτω Κόσμου. Ταλαιπωρήθηκε, βλέπετε, εκεί στο παραπέντε μαζί τους να τα βρει και η σωτήρια απόσταση δεν θέλει να διασαλευτεί. Τα Θ.Κ και τα Χ της όμως τα θέλει εκεί. Και τον πατέρα της και τον αδελφό της ακόμα κι εκείνους τον κύριο Γιώργο και τον κύριο Γιωργάκη που επιτέλους τώρα πια τους κατανόησε, ως και αυτούς, επιθυμεί να τους ξαναδεί. Άλλους για να τους συγχωρήσει και από κάποιους άλλους αυτή η ίδια να συγχωρεθεί.

Αναγνωρίζοντας μετά από εκείνο το ανεπανάληπτο δείπνο της Εκάτης πως ναι μεν «Εγώ γράφω την ιστορία όμως ένα από τα πιόνια ήμουν και θα είμαι».

Κι εδώ θα πρέπει να αποκαλύψουμε για την συγγραφέα ότι συλλέγει ψηφίδα ψηφίδα την ιστορία της, ακατανόητη και για την ίδια στην αρχή. Για να ενώσει κατόπιν και πάλι το παζλ του Κόσμου, αποδίδοντας στην πιστή εικόνα του ζώντες και τεθνεώτες, αλλά κι εκείνη τη Χαμένη Αυλή.

Μια ιστορία που κινείται άνετα ανάμεσα στους δυο κόσμους, διαστέλλει και ενώνει Χώρο και Χρόνο, ενώνει παραμύθι κα ζωή, κωμωδία και δράμα, αποτελεί την τελευταία συγγραφική σέλφι της συγγραφέως και αποτελεί την Περίληψη του Κόσμου κατά την εποχή της Πανδημίας, διασώζει τα ύστατα καταφύγια, μια κυρία Τασία, έναν γάτο Γουλιέλμο ΚαταΒάθος και μια χαμένη αυλή. Αν ψαχτούμε, όλο και κάτι θα βρούμε να έχουμε κι εμείς.

Διατυπώνοντας με ενάργεια και τις δικές μας αγωνιώδεις ερωτήσεις: «Πού είναι η παλιά μας χαρά και η παλιά μας θλίψη;»

Διαβάζοντας την ποιητική, μεταμορφωτική και μαγικά ρεαλιστική ιστορία της Μήτσορα, χαρά και θλίψη ακόμα κι εκείνο το συνωμοτικό χαμόγελο θα τα βρείτε εκεί.

Ελένη Γκίκα