Τα βασικά της ζωής βάλθηκε να μας ξαναμάθει ο συγγραφέας όπως τα ζουν εξ ανάγκης μια ανοϊκή ελληνίδα σχεδόν βουβή και η αλβανίδα συνοδός της, πληγωμένη, προδομένη αλλά με χιούμορ, αγάπη και δίψα για ζωή: Φιλία, αναμνήσεις, το φως που εκπέμπει αυτόφωτο το ελάχιστο και η φροντίδα και η στοργή που κρύβεται στο φαγάκι, η καλοσύνη και η μαγική θαλπωρή. Δυο κατ’ ουσίαν ξένες του κόσμου τούτου που αξιώθηκαν να ζήσουν αυτό το δια-του-προσώπου της αγάπης, διότι τι τελικά θέλει ο άνθρωπος; Κάποιον να τον καταλάβει και να αγαπηθεί. Ένας σπαρταριστός μονόλογος ζωής.
Κυριάκος Αθανασιάδης «Αγκάθια και πικραλίδες», εκδ. Bell
«Δός μοι τούτον τον ξένον,/ Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσω./ Δος μοι τούτον τον ξένον,/ ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον./ Δος μοι τούτον τον ξένον,/ ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον./ Δος μοι τούτον τον ξένον,/ όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους./ Δος μοι τούτον τον ξένον,/ Ον Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω./ Δος μοι τούτον τον ξένον,/ ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη./ Δος μοι τούτον τον ξένον,/ ον η μήτηρ ορώσα νεκρωθέντα εβόα:/ Ω Υιέ και Θεέ μου, ει και τα σπλάχνα τριτρώσκομαι/ και καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορώσα/ αλλά τη σηαναστάσει θαρρούσα μεγαλύνω».
Αυτό το μελοποίημα που έχει ως θέμα την Αποκαθήλωση και την Ταφή του Αγίου Σώματος του Ιησού από τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας και ακούγεται τη Μεγάλη Παρασκευή στην εκκλησία, αντηχούσε στ’ αυτιά μου όσην ώρα διαρκούσε το διάβασμα αυτού του βιβλίου που με ξάφνιασε ευχάριστα και πολύ.
«Αγκάθια και πικραλίδες» ο τίτλος του και ο Κυριάκος Αθανασιάδης ο συγγραφέας που υπογράφει με την ίδια ευκολία ιστορίες τρόμου και παιδικά παραμύθια, καφκικούς εφιάλτες και ιστορίες ρομαντικές καθημερινές, αστυνομικά και βιβλία χρηστικά. Με ξεκαρδιστικό χιούμορ, τρυφερότητα και ευαισθησία που σε γονατίζει, με γόνιμα ελληνικά που γίνονται πράξεις, ιδέες, συναισθήματα, ζωή.
Αυτό το φαινομενικά απλό και «εύκολο» εκ πρώτης όψεως μυθιστόρημα, παίζει να είναι και ό,τι πολύτιμο και πιο δύσκολο έχει ως τώρα από τον συγγραφέα του γραφτεί.
Δεν ξέρω αν εσείς γνωρίζετε από άνοια, αλλά έτυχε να προσπαθώ να κρατήσω τον ανοϊκό μπαμπά μου, για δεκαεφτά χρόνια, αρκούντως εναργή. Μαζί του έμαθα τη δύναμη της αγκαλιάς και τι σημαίνει εκείνο το σπαρακτικό «θέλω να πάω στο σπίτι μου», δίπλα του συνήθισα στην ιδέα ότι όλα εδώ θα μείνουν ακόμα και οι αναμνήσεις μας και οι δεσμοί. Μόνος και ξένος του μέλλει να φεύγει ο καθένας.
Δυο ξένες και μόνες που όμως έκαναν μια σπουδαία σχέση και απεικονίζουν τη ζωή, αυτό είναι το θέμα του βιβλίου. Ο Αθανασιάδης επέλεξε για ηρωίδες του, δυο γυναίκες μόνες και βυθισμένες στον κόσμο τους και στο έλεος της ζωής σαν τα πετεινά του ουρανού.
Μια Ελληνίδα, μεγάλη σε ηλικία κλεισμένη στον άδειο και περίκλειστο κόσμο της, ανήμπορη να φροντίσει τον εαυτό της και την Αλβανίδα που την φροντίζει. Μεσήλικη, πληγωμένη και προδομένη, ξένη κι αποσυνάγωγη στον δικό της κόσμο κι αυτή.
Η μια βουβή και η άλλη ομιλητική. Σε έναν μονόλογο ποταμό απ’ όπου κυλά η ζωή της και η σκληρή πατρίδα της, το παρελθόν, τα όνειρά της και οι προσδοκίες της, η αγάπη και η στοργή της για την ξένη γυναίκα, την πιο οικεία ωστόσο και παρούσα που έχει στη ζωή.
Μαζί της θα μαθαίνει και θα ξαναδοκιμάζει καθημερινά τα πάντα: την γεύση της τροφής, τη θαλπωρή της αφής, την ημερήσια μέριμνα, τη δυναμική και την αλήθεια της καινούργιας γλώσσας που μαθαίνει και για τις δύο, την τοξίνη των λέξεων όπως «περιθάλπτων», «απρόσβλητη», φαγάκι, φαί…
«Καμιά φορά τα πρωινά ξεχνάω να σου θυμίζω τις λέξεις και τα πράγματα, και τι κάνουν μεταξύ τους και τι σημαίνουν, και να με συμπαθάς. Άλλωστε, μπορεί και να τις θυμάσαι όλες στην πραγματικότητα. Και να μη θες απλώς να τις λες. Μπορεί, ποιος ξέρει. Μπορεί κάθε στιγμή να έχεις διαύγεια, και να μη μου το δείχνεις. Γιατί το προτιμάς έτσι. Δεν σου δίνω κανένα άδικο, να το ξέρεις, να το θυμάσαι. Δική σου είναι η ζωή, και η φωνή και η σιωπή, και τα πάντα όλα. Και η μνήμη. Κι ό,τι θες να φέρνεις στο μυαλό σου, με το καλό να το φέρνεις. Κι ό,τι θες να το λησμονείς, να το λησμονείς για τα καλά. Να το σβήσεις με το σφουγγάρι. Έτσι κάνω εγώ. Κι αν δεν μπορώ να τα σβήσω από το μυαλό αυτά που με πονάνε, τα σβήνω από την καρδιά μου. Γιατί είναι και πολλά, και άδικα».
Ο σεβασμός του Άλλου, η αποδοχή των πάντων στη ζωή, η σχέση που εξανθρωπίζει και όλα τα μπορεί.
Σε ένα βιβλίο που αν δεν αντιμετώπιζε το όλο ζήτημα πνευματικά και υπαρξιακά, θα κινδύνευε να γλιστρήσει και ως το μελό.
Δυο εξαιρετικοί γυναικείοι χαρακτήρες σχεδόν αρχετυπικοί, κι ένα μικροσύμπαν, τα παράδοξο κι αναγκεμένο δικό τους, που η σχέση τους το κάνει ζωή σπαρταριστή.
Ένα κομμάτι αληθινής αυθεντικής ζωής σε ένα μυθιστόρημα που σε εξανθρωπίζει.