«Όλα ξεκινούν από μια αρχική ιδέα κι αυτό έχει να κάνει συνήθως με το κεντρικό πρόσωπο. Σχεδόν πάντα, ο πρώτος χαρακτήρας σκιτσάρεται μέσα μου και στο πέρασμα του χρόνου, που δεν του επιτρέπω ποτέ να με κάνει βιαστικό, δημιουργείται πρώτιστα στο μυαλό μου η εποχή, ο χώρος, το παρελθόν των κεντρικών μου ηρώων. Κάθομαι όμως να γράψω, μόνο όταν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία και οι επικείμενοι ήρωές μου αρχίζουν θαρρείς να κυκλοφορούν σαν αερικά.» Υποστηρίζει ο συγγραφέας Γιάννης Φιλιππίδης στο Liberal.gr και κάπως έτσι έγραψε σχεδόν όλα του τα βιβλία. Ανάμεσά τους «Ζωή με λες», «Κρατάς μυστικά;», «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου», «Κωδικός ελευθερία», «Εκείνος που άκουγε τις επιθυμίες των άλλων», «Το σπίτι με τις κλειδαριές», «Χτύπα το φίδι στο κεφάλι»…
«Αγαπημένη μου εποχή είναι η μεταπολεμική Ελλάδα. Σ’ αυτήν την περίοδο συνήθως διαδραματίζονται τα περισσότερα βιβλία μου», καθορίζει την μυθιστορηματική εποχή που προτιμά κι εξηγεί: «Τ’ αγαπάω πολύ εκείνα τα δύσκολα χρόνια, κατά τα οποία, μολονότι οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες ήτανε δύσκολες, ίσως και πρωτόγονες, μολαταύτα ενείχαν μια αθωότητα, οι άνθρωποι αρκούνταν στα απλά πράγματα, φρονώ πως λειτουργούσαν δυνατότερα με το συναίσθημα και λιγότερο με τον ορθολογισμό που έφερε με τον πλήρωμα του χρόνου η ηλεκτρονική επανάσταση κι ένα lifestyle που δε με αντιπροσωπεύει. Αγαπημένο μου τρικ είναι ο μαγικός ρεαλισμός.»
Ο Γιάννης Φιλιππίδης είναι συγγραφέας και υπεύθυνος εκδόσεων της «Άνεμος Εκδοτική». Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Βασίλη Ρίτσου. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και επώνυμες ιστοσελίδες. Από το 2013 αρθρογραφεί κι είναι αρχισυντάκτης στο www.anemosmagazine.gr
Αναφερόμενος στο συγγραφικό του παρόν θα μας πει «Έχω επιστρέψει στο πρώτο μου μυθιστόρημα και διαμορφώνω το κείμενο, έτσι ώστε να ανέβει δυναμικά στο θεατρικό σανίδι, αν σταθεί τυχερό, ακόμα και τον φετινό χειμώνα. Πίστευα πως η πρωτοπρόσωπη αφήγηση θα μου κάνει αυτή την απασχόληση παιχνιδάκι. Έσφαλλα όμως. Γιατί ως συγγραφέας, μου φαίνεται πολύ δύσκολο να περικόψω ένα ολόκληρο βιβλίο, μετατρέποντάς το σ’ έναν μονόλογο που θα διαρκεί εβδομήντα ή ογδόντα λεπτά.» Και μας ανοίγει το λογοτεχνικό του εργαστήρι.
-Κύριε Φιλιππίδη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Υπάρχει συγκεκριμένος χώρος, πρόκειται για το εφεδρικό μου γραφειάκι στον Άνεμο που βλέπει ανατολικά και το αποσυνδέει από τους υπόλοιπους χώρους, τα τηλεφωνήματα και τους θορύβους, ένας μακρύς μαγικός διάδρομος. Μόνον εκεί κι αφού έχω φορέσει την αγαπημένη μου κολόνια που μοσχοβολάει βασιλικό, μπορώ να αφεθώ στις σκέψεις, τις ιδέες και να διαχειριστώ ευδόκιμα το θυμικό μου. Κι η συγγραφή ξεκινάει πάντα με κάποιο επιλεγμένο μουσικό θέμα, που επιλέγω να ’χει άμεση συνάφεια με όσα σκοπεύω να αποτυπώσω σε μια λευκή ηλεκτρονική σελίδα.
Και μπορεί ν’ ακούω το ίδιο μουσικό θέμα από το πρωί που συνήθως ξεκινάω ως νωρίς ή αργά το απόγευμα, αφού αυτό με βοηθάει να κρατάω μέσα μου τον ρυθμό και τη δραματική ένταση που είναι αναγκαία ώσπου να ολοκληρώσω μια σκηνή, μια ενότητα, ακόμα κι ένα ολόκληρο κεφάλαιο. Και κάτι ακόμη: δεν ακουμπάω ποτέ τη σπονδυλική μου στήλη πίσω στην αναπαυτική μου πολυθρόνα. Αυτό το κάνω μόνο για λόγους υγείας για λίγο ή αν θέλω να ξαναδιαβάσω μια παράγραφο.
-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Όλα ξεκινούν από μια αρχική ιδέα κι αυτό έχει να κάνει συνήθως με το κεντρικό πρόσωπο. Σχεδόν πάντα, ο πρώτος χαρακτήρας σκιτσάρεται μέσα μου και στο πέρασμα του χρόνου, που δεν του επιτρέπω ποτέ να με κάνει βιαστικό, δημιουργείται πρώτιστα στο μυαλό μου η εποχή, ο χώρος, το παρελθόν των κεντρικών μου ηρώων. Κάθομαι όμως να γράψω, μόνο όταν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία και οι επικείμενοι ήρωές μου αρχίζουν θαρρείς να κυκλοφορούν σαν αερικά. Ποτέ δε γράφω με σκαλέτες, αφήνω πάντα τους χαρακτήρες μου να αναπτύξουν τη δική τους ιστορία, αφήνομαι στα δικά τους συναισθήματα κι η συγγραφή μόνο τότε αποκτά για μένα τη μαγική υπόσταση που αξίζει να ’χει.
-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Το πρώτο μου, «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου». Ήμουν μόλις 27 όταν κάθισα μετά από μια εσωτερική παρόρμηση και σκέψεις ανακατεμένες μέσα μου κι άρχισα να γράφω ένα κείμενο, που στην αρχή ήμουν εγώ, έπειτα έγινε η πρώτη μου ηρωίδα. Κι όταν αυτό που έγραφα πέρασε τις 150 σελίδες βιβλίου, ξαναγύρισα στην αρχή του, έκοψα τις πρώτες σαράντα που είχαν περιγραφικό χαρακτήρα και το γύρισα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ήξερα πια το θέμα του βιβλίου κι οι σπουδές μου στο θέατρο με βοήθησαν να αντιμετωπίσω το πρώτο μου μυθιστόρημα σα θεατρικό μονόλογο. Έτσι, η πρώτη φράση που έγραψα, «τα απογεύματα περνάμε απαρατήρητοι», δεν εκδόθηκε ποτέ.
-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Αγαπημένη μου εποχή είναι η μεταπολεμική Ελλάδα. Σ’ αυτήν την περίοδο συνήθως διαδραματίζονται τα περισσότερα βιβλία μου. Τ’ αγαπάω πολύ εκείνα τα δύσκολα χρόνια, κατά τα οποία, μολονότι οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες ήτανε δύσκολες, ίσως και πρωτόγονες, μολαταύτα ενείχαν μια αθωότητα, οι άνθρωποι αρκούνταν στα απλά πράγματα, φρονώ πως λειτουργούσαν δυνατότερα με το συναίσθημα και λιγότερο με τον ορθολογισμό που έφερε με τον πλήρωμα του χρόνου η ηλεκτρονική επανάσταση κι ένα lifestyle που δε με αντιπροσωπεύει. Αγαπημένο μου τρικ είναι ο μαγικός ρεαλισμός. Έτσι, μέσα από όνειρα συνηθέστερα, προϊδεάζω τον αναγνώστη για κάποια πράγματα που μέλλει να συμβούν στο παρακάτω της κάθε μυθοπλασίας, κάποιες φορές επίσης μ’ αρέσει να δημιουργώ δεύτερους ρόλους με ψήγματα μεταφυσικού, αγαπώ πολύ κάποια τέτοια πλάσματα που ενυπάρχουν στα βιβλία μου.
-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Όπως είπα και πιο πριν, είναι αναγκαίο να σχηματιστούν πρώτα το περιβάλλον και κατόπιν τα βασικά πρόσωπα κάθε μύθου. Κι όταν ωριμάσουν οι συνθήκες και τους νιώσω δικούς μου, τότε μόνο είμαι σε θέση να ξεκινήσω και να ολοκληρώσω μια μυθοπλασία και να την θεωρήσω δική μου.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Θα πρέπει να τον ή να την αγαπήσω πρώτος εγώ, να τους εφεύρω το αναγκαίο παρελθόν, που θα καθορίσει το παρόν και το μέλλον τους.
-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Αναμφίβολα η Αντιγόνη του τελευταίου μυθιστορήματος που φέρει τον τίτλο «Χτύπα το φίδι στο κεφάλι». Η αρχική σύλληψη είναι πως μια γυναίκα επιστρέφει από την άλλη άκρη του Ατλαντικού για να εκδικηθεί για όλα όσα άλλοι, την οδήγησαν να ζήσει. Ως να ξεκινήσει ωστόσο το βιβλίο, η ιδέα της εκδίκησης εξανεμίστηκε από μέσα μου. Έτσι, αυτό το κορίτσι που επιζεί από την σφαγή του Διστόμου τον Ιούνη του 1944, θα περάσει πολλά. Αλλά δεν θα θελήσει να εκδικηθεί κανέναν, γιατί ως χαρακτήρας λειτουργεί φιλόπονα και με αγάπη. Η αρχική σύλληψη, τελικά δεν ταίριαζε σε μένα, ίσως αυτό θα μπορούσε να συμβεί με κάποιον άλλον συγγραφέα.
-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Στον νομό Πέλλας όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, θεωρείται γηγενής ο Μενέλαος Λουντέμης. Το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» που μου χάρισαν σε ηλικία οχτώμισι ετών με ρούφηξε από τις πρώτες σελίδες του και μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω πως τα βιβλία, κρύβουν κόσμους μαγικούς, ενεργοποιούν τα δικά μου συναισθήματα. Χρειάστηκε βέβαια μεγαλύτερος να το διαβάσω ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, ανακάλυπτα καινούργια πράγματα.
-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Ναι. Πρόκειται για τη «Μητέρα του σκύλου» του Παύλου Μάτεσι, ένα βιβλίο που μ’ έκανε να κλάψω, να γελάσω, να ταυτιστώ μαζί του. Το ίδιο πολύ αγάπησα τον ίδιο τον συγγραφέα και τα υπόλοιπα βιβλία του.
-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Αγαπημένος μου ποιητής είναι ο Τάσος Λειβαδίτης του οποίου, όταν απέκτησα ένα βιβλίο με το συνολικό του έργο, με ταρακούνησε συθέμελα. Από συγγραφείς, εκτός από τον Παύλο Μάτεσι, αγάπησα πολύ την Ιζαμπέλ Αλιέντε και τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τον Γιάννη Ξανθούλη, την Ευγενία Φακίνου, τον Αντώνη Σαμαράκη, αλλά και άλλους, που έμελε να μη γίνουν γνωστοί στο ευρύ κοινό όμως το ένα ή τα δύο βιβλία τους, διαμόρφωσαν τη συνολική μου οπτική για την πεζογραφία.
-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Η μουσική είναι πάντα η ντοπαμίνη μου. Με τη συνοδεία της γράφω πάντα. Γι’ αυτό τον λόγο ψάχνω με μανία σε παλιά και νεότερα σάουντρακ στο διαδίκτυο κι όταν συναντώ κάποιο θέμα ή κάποιον δίσκο που μου γεννά συναισθήματα, αισθάνομαι μια μικρή εσωτερική νίκη λες κι ανακαλύπτω έναν μικρό θησαυρό.
-Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Αυτή την εποχή δε γράφω κάτι καινούργιο. Έχω επιστρέψει στο πρώτο μου μυθιστόρημα και διαμορφώνω το κείμενο, έτσι ώστε να ανέβει δυναμικά στο θεατρικό σανίδι, αν σταθεί τυχερό, ακόμα και τον φετινό χειμώνα. Πίστευα πως η πρωτοπρόσωπη αφήγηση θα μου κάνει αυτή την απασχόληση παιχνιδάκι. Έσφαλλα όμως. Γιατί ως συγγραφέας, μου φαίνεται πολύ δύσκολο να περικόψω ένα ολόκληρο βιβλίο, μετατρέποντάς το σ’ έναν μονόλογο που θα διαρκεί εβδομήντα ή ογδόντα λεπτά. Αλλά λειτουργώντας παρατηρητικά, υποσχέθηκα να το κάνω σιγά σιγά και προσεκτικά, ώστε να μη λείψει από τη θεατρική μαγεία που θα του εμφυσήσει η πρωταγωνίστριά του, τις πιο αγαπημένες μου ενότητες, φράσεις ή εικόνες.