Ειδώλια κριαριών, τμήματα από πήλινες εστίες με εγχάρακτη διακόσμηση και από φορητές πήλινες τράπεζες προσφορών με σπειροειδή και εγχάρακτη διακόσμηση, φιάλες με μαύρο και κόκκινο επίχρισμα -άλλες με πόδι και άλλες με δακτυλιόσχημη ή επίπεδη βάση- μεγάλη ποσότητα σφονδυλιών κι ένας μεγάλος αριθμός από άλλα αγγεία που διατηρούνται αποσπασματικά όπως κύμβες (σαλτσιέρες), αρύταινες, πινάκια και τμήμα λίθινου σκεύους.
Όλα αυτά βρέθηκαν μέσα σε έναν «αποθέτη», ένα βαθύ άνοιγμα στο έδαφος σαν πηγάδι, όπου οι αρχαίοι πετούσαν ό,τι δεν χρειάζονταν πλέον αλλά σήμερα είναι πολύτιμο για την έρευνα και τη μελέτη της αρχαιότητας. «Μελετάμε τα σκουπίδια των αρχαίων» είναι η μόνιμη επωδός των αρχαιολόγων!
Ο αποθέτης χρονολογείται στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού και εντοπίσθηκε στην αρχαία Τενέα κατά τη διάρκεια της φετινής ανασκαφής υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου Δρ. Έλενας Κόρκα, με φορέα υλοποίησης τη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Μπορεί να τον φανταστεί κανείς σαν έναν κώνο, γιατί στένευε πολύ στο τέρμα του, με άνοιγμα περί τα 3,30 – 3,10 μέτρα, που ήταν καλυμμένο από στρώμα αργών λίθων και σωρεία κεραμικής, πάχους περίπου 2 μέτρων.
Το εσωτερικό του βάθος φθάνει τα 4,80 μέτρα, έχει επιμελημένο κτίσιμο με μεγάλους, αργούς λίθους ενώ στο ανώτερο τμήμα του διαμορφώνονται επάλληλα επίπεδα με σπειροειδή μορφή, κάτι που θεωρείται ότι εξυπηρετούσε την κάθοδο και την άνοδο.
Τα ευρήματα τόσο από τον αποθέτη όσο και από άλλα σημεία της ανασκαφής, τεκμηριώνουν την οργανωμένη κατοίκηση στην περιοχή της Τενέας από την 3η π.Χ. χιλιετία. Η ποιότητα, καθώς και η ποσότητα των ευρημάτων υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός καλά οργανωμένου οικισμού την περίοδο αυτή, τοποθετώντας για πρώτη φορά την Τενέα στο χάρτη των πρωτοελλαδικών οικισμών της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, όπως λέει η ανασκαφέας Ελενα Κόρκα.
Κατά τη φετινή ανασκαφή ολοκληρώθηκε και η έρευνα στο ρωμαϊκό λουτρό που είχε ξεκινήσει από το 2019. Το μνημείο, όπως διαπιστώθηκε είχε συνολική έκταση περίπου 800 τ.μ. όπου περιλαμβάνονταν τρία θερμά δωμάτια (caldaria) με αψιδωτές απολήξεις, που διαθέτουν μικρές πισίνες στο εσωτερικό τους, υποδαπέδια και εντοίχια θέρμανση και τρία praefurnia, δύο δωμάτια κρύου και χλιαρού λουτρού, εκ των οποίων το ένα είναι η piscina frigida, χώροι απόδυσης και ποδολουτήρες, βεσπασιανές, τριμερής δεξαμενή φίλτρανσης νερού, δεξαμενή περισυλλογής βρόχινων υδάτων, υδατόπυργος και χώροι αποθήκευσης καύσιμης ύλης.
Τα δημόσιου χαρακτήρα λουτρά της Τενέας φαίνεται πως θεμελιώθηκαν λίγο πριν τα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα και στη συνέχεια ακολούθησαν δύο νέες οικοδομικές φάσεις, μία στον 4ο μ.Χ. και μία στον 5ο μ.Χ., κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκαν παρεμβάσεις, επισκευές και επεκτάσεις.
Πιο συγκεκριμένα, πίσω από την αψίδα του δυτικού caldarium αποκαλύφθηκαν οι βεσπασιανές των λουτρών. Εντοπίστηκαν υπερυψωμένο δάπεδο από πήλινες πλάκες και κτιστοί αγωγοί επενδυμένοι με πήλινες πλάκες και κεράμους, που εξυπηρετούσαν στην απορροή των λυμάτων.
Στο χώρο βρέθηκαν οκτώ νομίσματα, εκ των οποίων το ένα χρονολογείται στα τέλη του 2ου μ.Χ. με αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα και τα υπόλοιπα στα τέλη 4ου με αρχές 5ου, καθώς και ευρήματα ρωμαϊκών χρόνων, όπως χάλκινο δαχτυλίδι, οστέινη περόνη, λύχνοι και μαρμάρινος κιονίσκος.
Εν συνεχεία, βόρεια των θερμών δωματίων ανασκάφηκε το τρίτο praefurnium των λουτρών και οι χώροι που εξυπηρετούσαν στην αποθήκευση υλικών- ξυλείας για τη λειτουργία του.
Εντός των τομών αυτών, μεταξύ άλλων ευρημάτων των ρωμαϊκών χρόνων, βρέθηκαν καταπεσμένα αρχιτεκτονικά μέλη αρχαϊκής περιόδου, ένας ηγεμόνας καλυπτήρας και μια επιζωγραφισμένη σίμη με πλοχμοειδή διακόσμηση, στοιχεία που πιθανώς προέρχονται από κτίριο ίδιας χρονολογικής με αυτά περιόδου, το οποίο πιθανολογείται ότι βρίσκεται στην εγγύτητα του μνημείου και του οποίου έχουν εντοπιστεί σε προγενέστερες ανασκαφικές περιόδους σημαντικά αρχιτεκτονικά μέλη .
Στα ανατολικά του λουτρού εξάλλου έχουν εντοπισθεί χώροι εμπορικής δραστηριότητας που δημιουργούν οικοδομικές νησίδες με οδούς και παρόδους. Ήδη έχουν βρεθεί έξι δωμάτια, στο εσωτερικό των οποίων υπήρχαν αντικείμενα εμπορικής δραστηριότητας (κεραμική χρηστικών αγγείων, γυάλινα και κεραμικά αγγεία κοσμετολογίας, περόνες, λύχνοι κ.ά.), επίσης λάκκοι αποθήκευσης προϊόντων και 179 νομίσματα που χρονολογούνται από τα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα ως τα μέσα του 6ου. μ.Χ.
Η συνέχεια της ανασκαφής στο δωμάτιο, όπου εντοπίστηκε το 2020 ο θησαυρός των 30 χρυσών νομισμάτων των αυτοκρατόρων Μαρκιανού, Ιουστίνου Α΄ και Ιουστινιανού, απέδωσε πάνω από 120 νέα νομίσματα, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό νομισμάτων σε 202, γεγονός που υποδηλώνει την έντονη οικονομική δραστηριότητα που συντελούνταν στο συγκεκριμένο χώρο.
Τέλος, βόρεια του λουτρού αποκαλύφθηκαν τρία φρεατοειδή ασβεστοκάμινα με το στόμιο τροφοδοσίας τους. Στο εσωτερικό και εξωτερικό τους βρέθηκε σωρεία σφηνών ψαμμιτικού πετρώματος. Η κεραμική χρονολογείται κυρίως στους ρωμαϊκούς χρόνους και μεταξύ άλλων βρέθηκε μια ακέραιη κωνική οινοχόη του τέλους του 7ου αι. π.Χ. και ένα τμήμα πήλινου ειδωλίου όρθιας γυναικείας μορφής κλασικών χρόνων.
Το πρόγραμμα, υπό τη Διεύθυνση της Δρ. Ε. Κόρκα, υποστηρίζεται από διεπιστημονική ομάδα, αρχαιολόγων με υπεύθυνη την κ. Π. Ευαγγέλογλου, αρχαιολόγο της ΕΦΑ Κορινθίας, νομισματολόγων με υπεύθυνο τον Δρ. Κ. Λαγό, ανθρωπολόγων με υπεύθυνη την αναπληρώτρια καθηγήτρια του Δ.Π.Θ. κ. Χρ. Παπαγεωργοπούλου, τοπογράφων με υπεύθυνο τον καθηγητή αγρονόμων και τοπογράφων μηχανικών του Ε.Μ.Π. κ. Α. Γεωργόπουλο και γεωλόγων με υπεύθυνο καθηγητή του Α.Π.Θ. κ. Γρ. Τσόκα. Στο πλαίσιο των παραπάνω συνεργασιών εφαρμόστηκαν σύγχρονες μέθοδοι φωτογραμμετρικής αποτύπωσης, τρισδιάστατης απεικόνισης χώρων, αντικειμένων, και ανθρωπολογικού υλικού, καθώς και γεωφυσικές διασκοπήσεις. Για μια ακόμη χρονιά συμμετείχαν φοιτητές από Πανεπιστημιακά Ιδρύματα της Ελλάδας με υπεύθυνους τομεάρχες τους αρχαιολόγους Π. Βλάχου, Μ. Ιωάννου, Π. Παναϊλίδη, Μ. Σύρρου, Ι. Χρηστίδη, Κ. Ψύχα, τους αρχιτέκτονες Δ. Μπάρτζη, και Α. Αντωνίου, τους τοπογράφους Α. Αναστασίου, Ε. Κούτρο, Ε. Συρόκου, και τη συντηρήτρια Β. Παπαρίδου.