Μια ιστορία γεμάτη θεατρικές αναφορές και μυθιστορηματικούς ήρωες, η μοίρα των γυναικών στην επαρχία όσο γενναίες και να ‘ναι, το υπαρξιακό παιχνίδι και οι τρικλοποδιές που βάζουμε οι ίδιες στον εαυτό μας. Μια σχεδόν βιβλική ιστορία.
Γεωργία Συλλαίου «Ο δικός της καθρέφτης», εκδ. Πόλις, σελ. 144
«βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι», αυτό ισχυρίζεται ο Απόστολος Παύλος στην «Προς Κορινθίους Α’ επιστολή». Αλλ' εμένα μου θύμισε τον μόνο τρόπο, την τεχνική μου να βλέπω τα θρίλερ: με το ένα μάτι. Έτσι που να τα βλέπω κάπως θαμπά σαν μέσα από κάτοπτρα, ποτέ ολόκληρη την εικόνα, μόνο κομμάτια της για να φοβάμαι στο τέλος πιο λίγο. Είναι κι ο τρόπος μου, εξάλλου, για ν’ αντέχω.
Η Γεωργία Συλλαίου, που αρέσκεται εξάλλου στο παιχνίδι της αυτό με τα κάτοπτρα, έτσι ξεκίνησε το 2012 «Στο ακρωτήρι» της, με τον ίδιο τρόπο συνέχισε το 2018 «Εκεί κάτω στον ουρανό» για να το απογειώσει φέτος στο καινούργιο βιβλίο της «Ο δικός της καθρέφτης».
Ένα μαθηματικά δομημένο μικρό μυθιστόρημα, που ωστόσο αγκαλιάζει πολυπρισματικά όλα τα βαρίδια των κοριτσιών και της επαρχίας. Το παρελθόν που το κουβαλάμε από πόλη σε πόλη αιώνια, την κεντρική ζωή της εικόνας που ως ειμαρμένη κληθήκαμε ή μας έτυχες εδώ κάτω να ζήσουμε. Τώρα για πάνω… έχει ο Θεός (αν έχει).
Με διπλά πρισματικό τρόπο, μέσα από τις αφηγήσεις δυο αδελφών, της Ερμιόνης και της Στέλλας και μέσα από την πολυπρισματική και σπασμένη εικόνα της πανταχού παρούσας απούσας ξαδέλφης τους Νόρας, η συγγραφέας στήνει, στο πρώτο μέρος της αφήγησης, ένα ασφυκτικό κόσμο ενηλικίωσης. Σε μια απομακρυσμένη γειτονιά της Καβάλας. Μια οικογένεια που μοιράζεται δυο αντικριστά σπίτια, μετά την απώλεια των γονιών των δυο αδελφών, της Ερμιόνης και της Στέλλας, και αφού δοκιμάστηκε η θαλπωρή από την καλοσύνη μιας ξένης, της Ρωσίδας, πριν διαλυθεί στις τρεις άκρες του κόσμου, γίνεται ένα. Ο θείος Αντρέας, αυστηρά πατριαρχικός και πατέρας της Νόρας που εντούτοις μοιάζει σα να του βγάζει τη γλώσσα μέσα από τον ανυπάκουο εύθραυστο χαρακτήρα της, αναλαμβάνει χρέη αυστηρού κηδεμόνα και δίπλα. Μέχρι εκείνο το πρωινό που ο κόσμος τους ράγισε.
Ο αυστηρός θείος – πατριάρχης βρίσκεται νεκρός κάτω απ’ την στέγη του συνεργείου του που κατέρρευσε, και τα τρία κορίτσια ζητούν «καταφύγιο» όπου μπορούν: Η μοναχική και κάπως στριφνή Ερμιόνη στις σπουδές της κατ’ αρχάς στη Θεσσαλονίκη και σε ένα μικρό χωριό της Ιταλίας κατόπιν. Η άλλοτε ξέγνοιαστη και χαρούμενη Στέλλα, η μικρότερη, μεγαλωμένη με τα παραμύθια και τα μυθιστορήματα της ξαδέλφης της Νόρας σε ένα ουδόλως μυθιστορηματικό γάμο μ’ έναν Θόδωρο, φτυστό αντίγραφο εκείνου του βίαιου κι αυστηρού θείου- πατριάρχη, στη Στοκχόλμη (το σύνδρομο της Στοκχόλμης ίσως;) Λες και να γίνεται ξαναπαίζοντας τη λανθασμένη εκείνη σκηνή να διορθώσεις στον κόσμο.
Η δε Νόρα που πρωτοστατεί στην ιστορία, στις αφηγήσεις και στις καρδιές της, σε ένα παράλληλο σύμπαν, στον κόσμο της, μπαινοβγαίνοντας στα ψυχιατρεία μεταξύ ζωής και θανάτου. Η Νόρα η κρυστάλλινη, η πιο γενναία και ταυτοχρόνως η πιο εύθραυστη, η πιο χαρισματική, που ωστόσο δεν θα σωθεί τελικά ούτε και μέσα στο Κουκλόσπιτό της.
«Η εικόνα» του πρώτου μέρους μέσα από τις αφηγήσεις της Ερμιόνης και της Στέλλας (πρώτος καθρέφτης και δεύτερος καθρέφτης) παρ’ ότι σαφής, μοιάζει και είναι τελικά ανολοκλήρωτη. Θα ολοκληρωθεί στο δεύτερο μέρος «Το ράγισμα» λες κι είναι απαραίτητο να σπάσει ο καθρέφτης για να δούμε ολόκληρη την πράξη.
Η Γεωργία Συλλαίου κατορθώνει ποιητικά και παραληρηματικά σαν σε μια ατέλειωτη συνεδρία να διηγηθεί μια πανάρχαια ιστορία με έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο αριστοτεχνικά δομημένο και αφηγημένο τρόπο. Με χαρακτήρες που βλέπουμε να ολοκληρώνονται μέσα από τους μονολόγους τους, με μια Νόρα τεράστια που δεν συναντάμε μα ωστόσο γίνεται σαν την παλιά αγαπημένη δική μας ξαδέλφη, και αναφερόμενη «δια των προσώπων και των γεγονότων» όπως μας έλεγε στη δημοσιογραφία ο κύριος Μπόμης, να βουτά βαθειά μέσα στις έννοιες Ύβρις, Δικαιοσύνη και Τιμωρία, Ενοχές, Συγχώρεση κι Εξιλέωση. Σε μια ιστορία που θυμίζει αρχαία τραγωδία.
Τρεις γυναίκες να κουβαλούν σε τρεις χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Σουηδία) και τρεις πόλεις (Αλεξανδρούπολη, Ρούβο, Στοκχόλμη) το παρελθόν και τη γενέτειρα πόλη τους σαν τη θρυλική Καβαφική πόλη. Εφόσον, ας μη γελιόμαστε, γινόμαστε οι ίδιοι πόλη στο τέλος. Εξάλλου και οι τρεις επιστρέφουν.
Μια ιστορία γεμάτη θεατρικές αναφορές και μυθιστορηματικούς ήρωες, η μοίρα των γυναικών στην επαρχία όσο γενναίες και να ‘ναι, το υπαρξιακό παιχνίδι και οι τρικλοποδιές που βάζουμε οι ίδιες στον εαυτό μας. Μια σχεδόν βιβλική ιστορία που αναδεικνύει ένα μεγάλο συγγραφικό ταλέντο. Η Γεωργία Συλλαίου αν κατάφερε αυτό με τον «δικό της καθρέφτη», πολλά καταφέρνει.
Με ένα εξώφυλλο συγκλονιστικό, σε μια εξαιρετική έκδοση, από τις πάντα ιδιαίτερα φροντισμένες εκδόσεις Πόλις.
Δείγμα γραφής:
«Και έτσι να είναι, δεν αλλάζει τίποτε. Ούτε έχουμε ξεκρεμάσει ακόμα τα κάτοπτρα. Ανάλογα με το φως και τη θέση των κρυστάλλων, τα αντικείμενα δείχνουν άλλοτε στιλπνά και συμμετρικά, άλλοτε θαμπά και στραπατσαρισμένα. Όταν τα απογεύματα κάθομαι και τα χαζεύω όπως σαλεύουν με την παραμικρή κίνηση των χεριών της Λίζας, καταλαβαίνω ότι δεν μπορεί να υπάρχει μόνο μια πραγματικότητα, μία αλήθεια. Όλα μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή από ένα τυχαίο γύρισμα, από μια ανεπαίσθητη στροφή. Μια ελάχιστη ρωγμή στο γυαλί αρκεί να θαμπώσει όλη την εικόνα του κόσμου, ή να ραγίσει μια καρδιά για πάντα. Κάτι που μονίμως θα μας διαφεύγει μπορεί, πολύ εύκολα, να μας εξουθενώσει και να μας τσακίσει».
Η Γεωργία Συλλαίου γεννήθηκε το 1962 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε κλασική μουσική και τραγούδι στo Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και, ακολούθως, σύγχρονα μουσικά ρεύματα και θέατρο στην Αυστρία, στη Γερμανία και στην Ολλανδία. Έχει δημοσιεύσει λογοτεχνικά κείμενα στα περιοδικά "Εντευκτήριο", "Δέκατα", "Πανδώρα", "Ένεκεν", "Jazz & τζαζ", "Θεσσαλονικέων Πόλις", "Αναγνώστης", κ.ά.
Έχει συμμετάσχει σε πολλά διεθνή φεστιβάλ μουσικής και έχουν εκδοθεί δώδεκα προσωπικά της CD. Το πρώτο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων "Στο ακρωτήρι" (Εκδόσεις Οδός Πανός), κυκλοφόρησε το 2012.