Τα διαμελισμένα σώματα ανάμεσα στα ερείπια αντικατοπτρίζουν τα αποτελέσματα κάθε πολέμου που δεν είναι άλλα από τη συντριβή και τον ανθρώπινο αφανισμό. Το χρώμα του δέρματος δεν ξεχωρίζει από το χώμα, έτσι που δύσκολα κανείς διακρίνει τα νεκρά σώματα – ανάμεσα στα συντρίμμια κάποια χέρια που είτε έχουν βυθιστεί σε μια τρύπα είτε εκλύουν για βοήθεια, ένα πόδι πίσω από τα συντρίμμια, μεταξύ άλλων.
Φωτογραφίες από το σκηνικό της παράστασης ©Νεκταρία Μαραγιάννη
Πρόκειται για το λιτό σκηνικό του έργου «Εκάβη» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη, που παρουσιάστηκε (11-12 Αυγούστου) στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, υπενθυμίζοντας στο κοινό τα δεινά του πολέμου και την αποκτήνωση του ανθρώπου.
Παρά τη διαχρονικότητα του έργου και τα μηνύματά του –πόσω μάλλον ενώ στην Ευρώπη ακόμη μαίνεται ένας πόλεμος– το κοινό που παρακολούθησε την παράσταση την Παρασκευή 11 Αυγούστου (όταν την παρακολουθήσαμε εμείς) δεν γέμισε το αργολικό θέατρο· υπήρχαν αρκετές κενές θέσεις στο κάτω διάζωμα, ενώ καθόλου όμορφες δεν ήταν οι στιγμές που ακούστηκε ήχος κλήσης κινητών τηλεφώνων από την πλευρά του κάτω διαζώματος. Ειδεμή σε ένα θέατρο με τέτοια ακουστική, και στο ανέβασμα μιας τραγωδίας που ο μόνος ήχος προέρχεται από τις ερμηνείες των ηθοποιών.
Η παράσταση δεν είχε κάποιο στοιχείο υπερβολής όσον αφορά στο σκηνικό και τα κοστούμια, άρτιος ήταν επίσης ο φωτισμός, από τις ερμηνείες, ξεχωρίζουμε εκείνες της Πολυξένης (Μαρίνα Καλογήρου) και του Χορού.
Η αποκτήνωση του ανθρώπου
Ξεκινούμε με ένα «λογοπαίγνιο» από το όνομα του δημιουργού της Ιλιάδας, του Ομήρου, καθώς από τις σελίδες του έργου του αυτού προκύπτει ότι ο πόλεμος (εν προκειμένω ο Τρωϊκός πόλεμος) κάνει όμηρους τους ανθρώπους· όμηρους επεκτατικών βλέψεων και κατοχής περισσότερου χρήματος, περισσότερου κέρδους.
«Ο χρυσός είναι αυτό που το παιδί μου σκότωσε και η δίψα σου για κέρδη» ακούμε από τα χείλη της Εκάβης (Ελένη Κοκκίδου) στα τελευταία λεπτά της παράστασης όταν απευθύνεται στον Πολυμήστορα (Άκης Σακελλαρίου) για το θάνατο του γιου της, Πολύδωρου (Ερρίκος Μηλιάρης). Τραγική φιγούρα η Εκάβη η οποία έχοντας χάσει τα περί 50 της παιδιά στον πόλεμο μετατρέπεται από ένα πρόσωπο που θρηνεί σε ένα πρόσωπο που ζητά εκδίκηση, αποδεικνύοντας ότι παρά τη λήξη ενός πολέμου η επιθυμία για αίμα δεν καταλαγιάζει.
Η βία δεν έχει τέλος και η εκδίκηση είναι μια ατελεύτητη διαδικασία, η Εκάβη νιώθει ήδη νεκρή –«εμένα με έχουν πεθάνει οι συμφορές προτού προλάβω να πεθάνω […] το σπίτι μου έχει αλλάξει για του Άδη τους θαλάμους» την ακούμε κατά την παράσταση, υπογραμμίζοντας την «πτώση» που έχει υποστεί με τον πόλεμο: «από βασίλισσα και με παιδιά τώρα είμαι δούλη, άτεκνη, άπολις…».
H Εκάβη (Ελένη Κοκκίδου). Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για το σώμα των νεκρών – «σφάγιο» ακούμε κατ’ επανάληψη από τον Χορό, «τα μέλη του έσκιζες δίχως οίκτο […] αυτόν που κάποτε τον γέννησα και μέσα μου τον κουβαλούσα» από την Εκάβη για τον Πολύδωρο, «κείτομαι άταφος και άκλαφτος» από το φάντασμα του Πολύδωρου. Διότι στον πόλεμο γίνονται σφαγές και αυτό το οποίο δεν δέχεται σεβασμού από τον αντίπαλο είναι το σώμα που κάθε φορά σχίζουν τα σπαθιά, εκτονώνοντας πάνω του την αδηφάγο φύση του πολέμου.
Τι απομένει για τη ζωή όταν ο πόλεμος την έχει κάνει κακοποιητική και μεταχειρίσιμη, και στερήσει κάθε της ελευθερία; Ο θάνατος αποτελεί για την Πολυξένη τη μόνη λύση καθώς ελπίδα δεν διακρίνει. Κι η ελπίδα δεν κατοικεί στα ερείπια του πολέμου, η μόνη μυρωδιά είναι εκείνη των νεκρών και η εικόνα των στρατοπέδων μαρτυρά πόσο θηρίο αδάμαστο και απάνθρωπο είναι ο πόλεμος.
Οι λέξεις δεν αρκούν για να περιγράψουν τον πόλεμο, τα δε έργα που έχουν γραφτεί για να τονίσουν την αποκτήνωση του ανθρώπου που μπορεί να προκαλέσει ο πόλεμος, είναι αρκετά. Στην περίπτωση του έργου «Εκάβη», ο Ευριπίδης το έγραψε στην πρώτη –και ιδιαίτερα σκληρή για τους Αθηναίους– περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 - 420 π. Χ.) επιχειρώντας να καταγράψει και να δείξει στους συμπολίτες του –και σε όλους τους Έλληνες– τι εστί πόλεμος και τι μπορεί να προκαλέσει.
Από την παρουσίαση της παράστασης «Εκάβη» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Πηγή φωτ.: Facebook / Io Voulgaraki
Με την πάροδο του χρόνου, τους πολέμους που έχουν προηγηθεί και έναν ακόμη που ακόμη εκτυλίσσεται, φαίνεται ότι το παράλογο του πολέμου αφορά εκείνους που το ζουν. Εκείνοι που τον κηρύττουν τον αντιμετωπίζουν ως μέθοδο, ως όπλο για την ικανοποίηση των βλέψεών τους, και για εμάς, τους θεατούς που δεν εμπλεκόμαστε ενεργητικά, μοιάζει να είναι μία ακόμη πληροφορία που προστίθεται στις εικόνες βίας και σπαραγμού ανά τον κόσμο.
Περιοδεία και συντελεστές
Μετά την επιδαύρια παρουσίασή της η τραγωδία «Εκάβη» συνεχίζει την περιοδεία της ανά την Ελλάδα, οι σταθμοί της και πληροφορίες εισιτηρίων διατίθενται εδώ.
Ο θίασος της παράστασης «Εκάβη» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Φωτ.: Ανδρέας Νικολαρέας
Τη μετάφραση της τραγωδίας υπογράφει η Ελένη Βαροπούλου, τα σκηνικά-κοστούμια η Μαγδαληνή Αυγερινού, τη μουσική την οποία ερμηνεύει ζωντανά επί σκηνής η Άρτεμις Βαβάτσικα έγραψε ο Νίκος Γαλενιανός, την κινησιολογία επιμελήθηκε η Χαρά Κότσαλη, τους φωτισμούς σχεδίασε ο Αλέκος Αναστασίου.
Ερμηνεύουν οι Ιωσήφ Ιωσηφίδης (Ταλθύβιος), Μαρίνα Καλογήρου (Πολυξένη), Ελένη Κοκκίδου (Εκάβη), Θανάσης Κουρλαμπάς (Οδυσσέας), Ερρίκος Μηλιάρης (Φάντασμα Πολύδωρου), Ηλεάνα Μπάλλα (Θεράπαινα), Άκης Σακελλαρίου (Πολυμήστορας), Αλέκος Συσσοβίτης (Αγαμέμνονας). Ο Χορός αποτελείται από τις Ασημίνα Αναστασοπούλου, Ελισάβετ Γιαννοπούλου, Μαρία Κωνσταντά, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Λυγερή Μητροπούλου, Ειρήνη Μπούνταλη, Χρύσα Τουμανίδου και Αμαλία Τσεκούρα.
Κεντρική φωτ.: Ο θίασος της παράστασης «Εκάβη». Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου