Το διαδικτυακό project «greekjewsholocaustsurvivors.art» αποτελεί μοναδικό φάρο συλλογικής μνήμης. Η πρωτοβουλία της εικαστικού Άρτεμης Αλκαλάη αντλεί δύναμη από την ανάγκη να διατηρηθούν ζωντανές οι ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν τη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Από το 2012, η δημιουργός έχει αφιερωθεί στη φωτογραφική αποτύπωση των Ελλήνων Εβραίων επιζώντων, με στόχο να διασώσει όχι μόνο τις αφηγήσεις, αλλά και τα πρόσωπά τους. Ήταν τότε που ωρίμασε μέσα της η ανάγκη να μετατρέψει τον φωτογραφικό φακό σε μέσο ιστορικής τεκμηρίωσης και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Η διαδρομή της Αλκαλάη περιλαμβάνει ταξίδια σε όλη την Ελλάδα – Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Ρόδος είναι κάποιες από τις πόλεις που επισκέφθηκε – ενώ χρειάστηκε να ταξιδέψει και στο εξωτερικό. Τους επισκέφθηκε στα σπίτια τους, σε συναγωγές, γηροκομεία, ακόμη και στους χώρους όπου εργάζονταν, συνομιλώντας μαζί τους και με τις οικογένειές τους. Κάθε συνάντηση ήταν μοναδική, όπως ο αριθμός βραχίονα που το βλέμμα καρφώνει στην οθόνη.
Παρόλο που οι επιζώντες μοιράζονται ένα τραύμα κοινό, η προσωπική ιστορία του καθενός – το χρώμα της φωνής και η ανάμνηση που μεταφέρει – ξεχωρίζει ως πηγή μοναδικής συγκίνησης. Θέλει μεγάλη αντοχή να αντικρίζεις αυτόν τον κόσμο ακόμη και με την απόσταση του χρόνου. Από τις πολύτιμες μαρτυρίες, μεταφέρουμε ενδεικτικά ένα απόσπασμα από τη Στέλλα Μιγιονί Κοέν (Ιωάννινα, 6 Απριλίου 2014).
Κι η ίδια πολλές φορές αναρωτιέμαι «τα’ ζησα στ’ αλήθεια»;
Πήγα σε πολλά στρατόπεδα, τι να πρωτοπώ, τι να πρωτοπώ… Κι η ίδια πολλές φορές αναρωτιέμαι «τα’ ζησα στ’ αλήθεια»; Τώρα φοβάμαι, δεν ξέρω. Έκανα καλά; Οι ψυχές ζούνε… Θέλαν να τα πω; Δεν ξέρω αν έκανα καλά.
Αναρωτιέμαι αν δεν μπορούσα να μην πω τις φρικαλεότητες που πέρασαν. Δεν είναι δυνατόν να σκεφτεί άνθρωπος τι πέρασαν. Μέσα στα βαγόνια που ήτανε, Θεέ μου, ούτε νερό, ούτε φως. Η αδερφή μου είχε εξίμισι μηνών μωρό, αφού δεν έπινε και δεν έτρωγε η μάνα, δεν είχε και το παιδί και το στήθος της έτρεχε αίμα κι εκείνο βύζαινε αίμα. Τι να σας πω… Την έπιασαν πόνοι την Εφέ, τη νύφη μου, μέσα στο τρένο. Σταθήκαμε κάπου, το τρένο κάπου σταμάτησε. Δεν ξέρω, κάτω αυτοί που φτιάχνανε, επιτηρούσανε τις ράγες των βαγονιών, λέει «gold, gold» [χρυσό στα γερμανικά] φώναζαν, ήτανε ένα παραθυράκι, τι να σας πω, δεκαπέντε πόντους με εφτά κι άλλους δεκαπέντε, έτσι, μια τρύπα και φωνάζανε «gold», αν είχουμε χρυσό. Και τότε ένας θείος της κάτω, ήταν τραπεζικός, «ε, κυρά Φλώρα, έχεις κρύψει κάτι;», «τι θέλεις να μάθεις;» του λέει. «Θα πάρουμε κεριά, αν τύχει και πιάσουν οι πόνοι τη νύφη σου να μπορέσει η μαμά μου να κάν’ τη μαμή». Κι είχε η μαμά μου κρυμμένο ένα πεντόλιρο, το έδεσε σε σχοινί, το κατέβασαν κάτω και μας ανέβασαν δύο κεριά και δυο κουτιά γάλα, αλλά αυτό το γάλα πώς να το δώσεις σ’ ένα μωρό έξ’ μηνών, που ήταν στο τενεκεδάκι, αυτό το κουτί.
[…] Κι όταν μας πήραν να μας… αμέσως το ίδιο βράδυ κλαίγαμε μεταξύ μας «τι θα μας κάνουνε, πού πήγ’ η μαμά μου, πού πήγαν τ’ αδέλφια μου;». Μετά ήρθε μία κοπέλα απ’ τη Θεσσαλονίκη. «Θέλεις να μάθεις πού είν’ η μαμά σου κι η οικογένεια σου;». Λέω «ναι, αν είναι δυνατόν» και μ’ λέει «κοίταξε δω», η φωτιά έκαιγε μέχρι τον ουρανό «αυτού μέσα είναι η οικογένειά σου». Της ρίχτηκα σαν η λέαινα να τη σκοτώσω. «Δεν είναι δυνατόν. Εγώ προηγουμένως, πριν μια ώρα, ήμουν με τους γονείς μου. Πώς είναι δυνατόν τώρα να καίγονται;» Και όμως. Κι είπα «Θεέ μου συγχώρεσε με, αν πράγματι είσαι Θεός στον ουρανό κι εσύ να καείς μ’ αυτή τη φωτιά». Δεν άντεχα άλλο. Δεν μπορούσα να διανοηθώ από δεκαπέντε άτομα οικογένεια στο τραπέζι να βρεθώ σε… και να μου λέει «καίγονται». «Γιατί καίγονται»; Πώς είναι δυνατόν να σκεφτείς ότι αυτοί οι άνθρωποι χωρίς να φταίξουνε, δεν έκαναν κάτι, δεν πείραξαν κανέναν. Θέλαν να δουλέψουνε; Να δουλέψουνε. Όχι να καούν.
«Στέλλα Μιγιονί Κοέν», αποσπάσματα από τη συνέντευξη στην Άρτεμη Αλκαλάη στο πλαίσιο του πρότζεκτ «Έλληνες Εβραίοι επιζώντες του Ολοκαυτώματος», Ιωάννινα, 6 Απριλίου 2014, https://greekjewsholocaustsurvivors.art/profile/stella_cohen/
Στέλλα Μιγιονί Κοέν
Μέσα από τις συνεντεύξεις επιζώντων που έχουν καταγραφεί και επεξεργαστεί με προσοχή και σεβασμό, η αφήγηση αποκτά φωνή. Οι μαρτυρίες αυτές μετουσιώνονται σε εικαστικά έργα, βίντεο, και ηχητικά ντοκουμέντα, δημιουργώντας έναν χώρο διαδραστικό όπου ο θεατής δεν είναι απλός παρατηρητής, αλλά συμμέτοχος της εμπειρίας. Ειδικά για τους νεότερες γενιές, η συνάντηση της ανθρωπολογίας, της Ιστορίας και της τέχνης – προσφέρει στο έργο μια διάσταση οικουμενική.
Οι συνεντεύξεις έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα μιας κουβέντας, μιας ανοικτής συζήτησης και πραγματοποιούνται κατά κανόνα στον οικείο χώρο κάθε επιζώντα, σε συνέχεια της διαδικασίας φωτογράφησής τους. Αρκετοί από τους επιζώντες διατηρούν τις ντοπιολαλιές και τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς του τόπου που εγκατέλειψαν δια της βίας. Γιαννιώτικα, τρικαλινά, ροδίτικα και άλλα ιδιώματα της ελληνικής γλώσσας, τύποι της προπολεμικής καθαρεύουσας αλλά και παραφθορές γερμανικών στρατοπεδικών όρων στα ελληνικά, μπλέκονται μαζί με τις γλώσσες των καινούργιων πατρίδων με αποτέλεσμα ένα ζωηρό γλωσσικό αμάλγαμα.
Αποσπάσματα από τις αφηγήσεις Κερκυραίων Εβραίων που επέζησαν του Ολοκαυτώματος στην Άρτεμη Αλκαλάη έχουν συγκεντρωθεί σε ένα βίντεο διάρκειας 11’, εδώ.
Για την ίδια την Αλκαλάη, το συγκεκριμένο έργο συνιστά ένα πολυετές ταξίδι ενδοσκόπησης και κάθαρσης. Μέσα από τη μελέτη των γεγονότων και τη συναναστροφή με αυτούς τους ανθρώπους, προσπάθησε όχι μόνο να κατανοήσει το βάρος της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, αλλά και να το αποτυπώσει μέσα από ένα ιδίωμα εικαστικό. Η διαδικασία αυτή δεν ήταν μόνο τεκμηρίωση, αλλά και μάθημα ζωής. Το εξηγεί ωραία η Καθηγήτρια Ευγενία Αλεξάκη: «Οι μέχρι σήμερα 67 στοχαστικές εικόνες επιζώντων των ναζιστικών στρατοπέδων που μας μεταφέρει η εκλεπτυσμένη ματιά της Αλκαλάη, και οι ιστορίες που αφηγούνται οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν πολύτιμο υλικό για την ιστοριογραφία και την ιστορική μνήμη. Συνθέτουν, όμως, ταυτόχρονα και ένα ξεχωριστό μνημείο-αρχείο εικόνων και ιστοριών, ένα ''μνημείο χωρίς μνημειακότητα'', ένα ''συμμετοχικό μνημείο ζωής'', όπου η καλλιτέχνιδα, οι επιζώντες και οι οικείοι τους εμπλέκονται από κοινού σε μια επιτελεστική διαδικασία επεξεργασίας του τραύματος».
Ίσως μια χαραμάδα φωτός, ένα νόημα στο παράλογο, δίνει ο λόγος του Σάμυ Μοντιάνο.
Γιατί εγώ;
Σάμυ Μοντιάνο
Πριν εζούσα, πριν εζούσα με την ιδέα, γιατί ξέρεις, όταν βγαίνει κάποιος από αυτή την κόλαση αναρωτιέται «γιατί γιατί, γιατί, γιατί»; Εγώ είχα ένα γιατί που ερωτούσα. «Γιατί εγώ;» και «γιατί εγώ;», «γιατί εγώ;». Δεν έβρισκα την απάντηση στο «γιατί αυτό». Και τώρα, δόξα ο Θεός, έχει δέκα χρόνια που ηύρα την απάντηση, γιατί είναι ένα πράμα που κάμνω για να μεταδώσω τα παιδιά να μην ξαναΐνει πια, να μην ξαναΐνει πια. Είναι εμένα αυτό το μίσιον [αποστολή], είναι μίσιον αυτή και εύχομαι… είμαι σε καλό δρόμο, γιατί καταλαβαίνω ότι τα παιδιά μου δίνουν ένα ευχάριστο, δηλαδή un riconoscimento importante [μια αναγνώριση σημαντική]. Γι’ αυτό συνεχίζω. Αν δε μου δώνανε τα παιδιά αυτή την αναγνώριση, εγώ δεν το κάμνω για μεγάλα… το κάμνω για τα παιδιά, και αφού τα παιδιά συνεχίζουν να μου δίνουν αυτή την αναγνώριση, θα συνεχίσω να το κάμνω. Αυτή είναι η μίσιον που έχω γω. Έως ότου Εκείνος θα μου δίνει τη δύναμη, δεν θα σταματήσω ποτέ.
[…] Και τώρα, όπως σου είπα προηγούμενα, είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, γιατί βρήκα την απάντηση.
Με διάλεξε, με διάλεξε…
«Σάμυ Μοντιάνο», αποσπάσματα από τη συνέντευξη στην Άρτεμη Αλκαλάη, στο πλαίσιο του πρότζεκτ «Έλληνες Εβραίοι επιζώντες του Ολοκαυτώματος», Ρόδος, 20 Ιουλίου 2015, εδώ.
Θέλει γερό στομάχι να αντικρίζεις τα θύματα και να μοιράζεσαι την ιστορία τους. Μακάρι το έργο αυτό να τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών κι επιτέλους, να βρει τη θέση του στο ελληνικό σχολείο. Μία γεύση από τη δουλειά της Άρτεμης Αλκαλάη την ώρα που εργάζεται, θα βρείτε στο τρέιλερ του ντοκιμαντέρ «Art of Remembering».
Κεντρική φωτ.: Η Σάντρα Μάτσα - Κοέν στον φακό της Άρτεμης Αλκαλάη