Περίπου εκατό χρόνια μετά, κι ωστόσο εκείνα τα νεανικά ποιήματα ακόμα αντέχουν, εξακολουθούν να μεταφράζονται, να αποκωδικοποιούνται και εν σπέρματι να εμπεριέχουν τα πάντα: καθρέφτες, κήποι, ξίφη, άστρα και λευκά ρόδα, ο πυρετός του Μπουένος Άιρες, το αίνιγμα και η λύση του, ο μέγας Μπόρχες με τον λαβύρινθό του εκεί εξ' αρχής. Για πρώτη φορά αυτά τα νεανικά του ποιήματα μεταφράζονται και στη χώρα μας.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες «Πυρετός του Μπουένος Άιρες και άλλα νεανικά ποιήματα (1923- 1929)», Εισαγωγή, Μετάφραση, Σημειώσεις: Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. Πατάκη
«Ήταν ο καιρός που έψαχνα τα ηλιοβασιλέματα, τα προάστια και τη δυστυχία’ τώρα ψάχνω τις ανατολές, τις γειτονιές του κέντρου και την γαλήνη». Αυτά υποστήριζε ο Μπόρχες προλογίζοντας τα νεανικά ποιήματά του, δεν τα ξανάγραψε, αφαίρεσε μονάχα όσους συναισθηματισμούς, μπαρόκ υπερβολές λείανε ο χρόνος κι από την ώριμη ψυχή του. «Πυρετός του Μπουένος Άιρες και άλλα νεανικά ποιήματα»: 58 ποιήματα του Χ.Λ.Μπόρχες μεταφρασμένα στα ελληνικά για πρώτη φορά, εφόσον ο ίδιος ο ποιητής είναι αποτρέψει παλιότερα τον μεταφραστή του στην μετάφρασή τους.
Ωστόσο, σε αυτή τη νέα κυκλοφορία με τις τρεις νεανικές ποιητικές συλλογές του Χ.Λ. Μπόρχες - τα πρώτα βήματα ενός νεαρού ποιητή που έμελλε να κατακτήσει με τη γραφή του την οικουμένη- είναι όλα εκεί: καθρέφτες, κήποι, ξίφη, άστρα και λευκά ρόδα, ο πυρετός του Μπουένος Άιρες, το αίνιγμα και η λύση του, ο μέγας Μπόρχες με τον λαβύρινθό του εκεί εξ’ αρχής. Αποδεικνύοντας ότι το ίδιο αίνιγμα μια ζωή λύνουμε, το ίδιο αγκάθι προσπαθούμε να ξεκολλήσουμε απ’ το δέρμα.
Το 1923 εκδίδεται η πρώτη ποιητική συλλογή του, «Πυρετός του Μπουένος Άιρες», και σε αυτή εµφανίζονται ήδη καθαρά ορισµένα µοτίβα (καθρέφτες, ξίφη, κήποι, άστρα, ρόδα) που θα τον ακολουθήσουν σ’ ολόκληρο τον ποιητικό και πεζογραφικό του λαβύρινθο.
Ακολουθεί, δύο χρόνια µετά, η δεύτερη συλλογή του, «Αντικρινό φεγγάρι», και το 1929 η τρίτη, υπό τον τίτλο «Τετράδιο Σαν Μαρτίν». «San Martín» ήταν µια µάρκα φθηνών σχολικών τετραδίων πολύ διαδεδοµένων στην Αργεντινή ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, µε χαρακτηριστικό βαθυκόκκινο εξώφυλλο, που όφειλαν το όνοµά τους στον εθνικό ήρωα της χώρας, τον στρατηγό Σαν Μαρτίν. Στη συλλογή αυτή ενδεχοµένως ο Μπόρχες ήθελε κατά κάποιον τρόπο να αποτίσει φόρο τιµής στους δασκάλους του.
«Τα ποιήµατα αυτά», σηµειώνει ο Δηµήτρης Καλοκύρης στην εισαγωγή του «αν ήταν γραµµένα στα ελληνικά, τη δεκαετία του 1920, ίσως είχαν κάποιους παλαµικούς απόηχους (στον βαθµό που κι ο Παλαµάς συγγενεύει εξ αγχιστείας µε τον Ουίτµαν) ή έναν σεφερικό τόνο στο κλίµα της Στροφής. Είναι γραµµένα εκατό χρόνια πριν, κρατούν όµως ακόµα και σήµερα τα πρωτοποριακά τους χαρακτηριστικά και τη λόγια φρεσκάδα τους».
Και με εξαίρεση τον έρωτα, ω ναι, σ’ αυτές τις συλλογές έχει γράψει και ερωτική ποίηση ο Μπόρχες, τη νοσταλγία και την λατρεία για τη γενέθλια γη και κάποιες νεανικές υπερβολές, βλέπεις δεν ξέρουμε στα νιάτα μας πως θα είμαστε έτσι αλλιώς χαμένοι, ο ποιητής ήταν παρών στα βασικά του: ο θάνατος, η μοίρα και η επανάληψη, η ύψιστη τραγική στιγμή του ανθρώπου, ακόμα και η τυφλότης ενυπάρχει.
«Αλλά για άλλη μια φορά σώθηκε ο κόσμος.
Το φως απλώνεται επινοώντας σκούρα χρώματα
και μ’ ένα είδος τύψης
για την εμπλοκή μου στην αναγέννηση της μέρας
αναζητώ το σπίτι μου,
παγερό και λουσμένο στο κατάλευκο φως,
τη στιγμή που ένα πουλί έσπασε τη σιωπή
και η νύχτα, φεύγοντας,
εγκαταστάθηκε στα μάτια των τυφλών» (Χαράματα).
Οι τίτλοι αποκαλυπτικοί: «Ο Νότος», «Επιτύμβιο επίγραμμα», Το ρόδο», «Τύψη για οποιονδήποτε θάνατο», «Κήπος», «Απουσία», «Απλότητα», «Ο στρατηγός Κιρόγα καλπάζοντας προς τον θάνατο», «Κομπασμός αταραξίας», «Ισιδόρο Ασεβέδο», «Νύχτα αγρύπνιας στο Νότο, «Θάνατοι στο Μπουένος Άιρες», «Η λεωφόρος Ιουλίου»… βρίσκονται εκεί για να αποδεικνύουν ότι στο αίνιγμα είναι η λύση του. Κι ο θάνατος παρών σε κάθε βήμα.
«Αν οι σελίδες αυτού του βιβλίου περιλαμβάνουν πετυχημένο στίχο, ας συγχωρέσει προκαταβολικά όποιος το διαβάζει την αγένειά μου που τον σφετερίστηκα. Οι μηδαμινότητές μας ελάχιστα διαφέρουν’ είναι τυχαίο και συμπτωματικό ότι εσύ είσαι αυτός που διαβάζει αυτές τις ασκήσεις κι εγώ εκείνος που τις έγραψε», απευθύνεται ταπεινά ο ποιητής «Στον Αναγνώστη» του, ισχυριζόμενος εξ αρχής ότι το ποίημα ενυπάρχει ολόκληρο εκεί έξω κι εμείς ο καλός αγωγός για λίγο που το υποδεχτήκαμε.
«Το όνειρο εκείνων των δέντρων και το όνειρό μου
κάπου μπερδεύονται μέσα στη νύχτα
κι η ανάμνηση μιας καρακάξας
στις φλέβες μου άφηνε ένα πανάρχαιο φόβο.
Τρεις πήχες γη ήταν όλο κι όλο
μα γίνονταν για μας ολόκληρη γεωγραφία’
λέγαμε μια ξερολιθιά «οροσειρά»
και σ’ έπιανε τρόμος μην ξανακυλήσεις.
Θα σταματήσω εδώ τις επικλήσεις μου στον κήπο
παρόλο που δεν μοιάζει να θυμάμαι
αν εντελώς τυχαία ή σκοπίμως
έδιναν τα δέντρα του τη σκιά τους» (Διαδοχικές Αναμνήσεις).
Επειδή «αναμνήσεις» υπήρξαν για τον νέο Μπόρχες όλα τα μελλούμενα. Και για του λόγου το αληθές, διαβάστε το βιβλίο. Στις σελίδες του θα συναντήσετε όλη την Γεωγραφία του Μπόρχες.
Ο Μπόρχες που έγινε:
Αν εξαιρέσουμε τον Τσε Γκεβάρα και τον Χουάν Περόν, τον οποίο απεχθανόταν ο Μπόρχες, τούτος ο τυφλός porteno παραμένει ο διασημότερος Αργεντινός του 20ου αιώνα»....
Και «Το λήμμα «μπορχεσιανός» εδώ και χρόνια, είναι εξίσου πολυχρησιμοποιημένο στο λογοτεχνικό λεξιλόγιο με τον όρο «καφκικός».
Υπαινικτικός, αλληγορικός, ποιητικός, στυλίστας, ειρωνικός, παραβολικός, μοντέρνος και συνάμα παραδοσιακός, ένας πραγματικά κοσμοπολίτης, ζωντανός μύθος, δημιουργός του «λαβυρίνθου» και του «καθρέφτη», ο Χόρχε Λούις Μπόρχες αποτελεί «μια εμβληματική μορφή της λογοτεχνίας του 20 αιώνα».
Η ζωή του απασχόλησε και απασχολεί παγκοσμίως το αναγνωστικό κοινό σχεδόν όσο και το έργο του. Το γεγονός ότι τυφλώθηκε την εποχή που έγινε διευθυντής στην μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου στο Μπουένος Άιρες, και όντας σε απόσταση αναπνοής απ’ όλα τα βιβλία που εκείνος ως φανατικός βιβλιοφάγος θα επιθυμούσε να διαβάσει, δεν θα μπορούσε εν τούτοις ούτε καν να διακρίνει σκιές, τον έκαναν για πολλά χρόνια ένα ζωντανό μύθο.
Πολλοί έγραψαν προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τη ζωή και το έργο του.
Γεννήθηκε στη δύση της βικτωριανής εποχής, και συχνά αναφερόταν στον εαυτό του με τη φράση «un ser victoriano», υποδεικνύοντας έτσι ότι αισθάνεται βικτωριανός. Του άρεσε να περιστοιχίζεται από γυναίκες και, αργότερα, όταν πια δεν μπορούσε να τις δει, του άρεσε τις ακούει να μιλούν. Εντούτοις, ήταν ντροπαλός... Η μητέρα του, η Λεονόρ Ασεβέδο, έπαιξε ασυνήθιστα σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Μια από τις πιο εκκεντρικές πλευρές του Μπόρχες- και δεν ήταν λίγες- ήταν ότι σε ηλικία εξήντα και εβδομήντα χρόνων ζούσε ακόμη με τη μητέρα του, η οποία και τον φρόντιζε... Έκανε ήσυχη ζωή, χωρίς πολλές ανέσεις, και δεν είχε εξεζητημένες συνήθειες- δεν έπινε, ούτε κάπνιζε. Σε γενικές γραμμές, ήταν ελεύθερος να ζήσει όπως ήθελε.
Μια άλλη περίεργη πλευρά της παιδικής ηλικίας του Μπόρχες ήταν ότι δεν είχε πάει σχολείο μέχρι τα εννιά του χρόνια. Ένας από τους λόγους ήταν ότι ήθελαν να τον προφυλάξουν από μεταδοτικές ασθένειες, όπως η φυματίωση...
Σχετικά με την καθυστερημένη ένταξή του στην εκπαίδευση, ο Μπόρχες ήταν πιο αποκαλυπτικός: «... ο πατέρας μου, ως αναρχικός που ήταν, αντιμετώπιζε με δυσπιστία όλους τους θεσμούς». Ο πατέρας Μπόρχες, ως αγνωστικιστής, αντιδρούσε επίσης στην ιδέα να κατηχηθούν τα παιδιά τους με την επίσημη θρησκεία. Ο πολιτικός και θρησκευτικός ατομικισμός του Χόρχε παρέμεινε σταθερός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Τα βιβλία καταλάμβαναν ένα ολόκληρο δωμάτιο του σπιτιού στο Παλέρμο, ταξινομημένα σε ράφια που έκλειναν με τζάμι, και η βιβλιοθήκη ήταν γεμάτη από έργα αγγλικής λογοτεχνίας...
... Όπως θα ομολογούσε αργότερα, η βιβλιοθήκη του πατέρα του ήταν το «κυρίαρχο γεγονός» της ζωής του, πράγμα που ισχύει, τουλάχιστον όσον αφορά τη συγγραφική του δραστηριότητα. Έτσι ο Μπόρχες σχημάτισε την πεποίθηση ότι η ζωή, η ζωή του, ήταν η λογοτεχνία. Άλλα «γεγονότα», όπως για παράδειγμα ο έρωτας και η πολιτική, ήταν πάντοτε ήσσονος σημασίας... Τα βιβλία ήταν για τον Μπόρχες η λυδία λίθος για την πραγματικότητα, ο τρόπος με τον οποίο ερμήνευε τον κόσμο.
... Άλλη μια ανακάλυψη, μια πραγματικότητα, της παιδικής ηλικίας είναι το πρόσωπό μας. Το είδωλό μας, ιδωμένο στον καθρέφτη του μπάνιου ή της κρεβατοκάμαρας των γονιών, αποτελεί την οπτική απόδειξη της φυσικής μας ύπαρξης, ένα οπτικό τεκμήριο. Για τον Μπόρχες, η αντανάκλαση της σωματικής του υπόστασης στον καθρέφτη υπήρξε από πολύ τρυφερή ηλικία πηγή έντονης ανησυχίας, η οποία εξελίχθηκε σε φοβία. Όταν οι καθρέφτες έχασαν την τρομακτική τους διάσταση, έγιναν στο λογοτεχνικό σύμπαν του Μπόρχες εμβλήματα του «άλλου», του ομοιώματός μας, ή ακόμα του τι θα μπορούσε να συμβεί στην αντίπερα όχθη της πραγματικότητας.
Το 1967 ο Μπόρχες ομολόγησε στον Ρίτσαρντ Μπέργκιν ότι ως παιδί «φοβόταν την επανάληψη του εαυτού του»- μια περίεργη εμμονή στον ίλιγγο που προκαλεί ο πολλαπλασιασμός μας μέσα στον καθρέφτη. Μισούσε αυτό το συναίσθημα, όπως επρόκειτο αργότερα να μισήσει την ιδέα του να βγαίνει κανείς από τα όρια του εαυτού του, μέσω των ναρκωτικών, του αλκοόλ και του σεξ. Ο μεγαλύτερος φόβος του Μπόρχες, η απώλεια της αυτοκυριαρχίας, εγκαινιάστηκε με μια εντελώς ανορθόδοξη συστολή μπροστά στην αναπαραγωγή της ανθρώπινης φυσιογνωμίας...
«Πάντοτε φοβόμουν τους καθρέφτες», θα πει ο Μπόρχες το 1971. «Είχα τρεις μεγάλους καθρέφτες στο δωμάτιό μου όταν ήμουν παιδί και τους φοβόμουν πάρα πολύ, γιατί έβλεπα τον εαυτό μου μέσα στο θαμπό φως- τον έβλεπα τριπλό, και τρόμαζα στη σκέψη ότι αυτές οι τρεις φιγούρες θα άρχιζαν να κινούνται από μόνες τους... Φοβόμουν πάντα το μαόνι, τα κρύσταλλα, έως και το διάφανο νερό».
Και για να συνοψίσουμε: Γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες το 1899 και πέθανε στη Γενεύη το 1986. Έζησε τυφλός τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Νυµφεύτηκε δύο φορές. Ταξίδεψε και διάβασε πολύ. Χρηµάτισε (µεταξύ άλλων) διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Άιρες.
Έγραψε ποιήµατα, πεζά (µόνο διηγήµατα και παραβολές), δοκίµια, σενάρια για τον κινηµατογράφο. Δίδαξε και έδωσε διαλέξεις σε πανεπιστήµια της Αργεντινής και των ΗΠΑ. Αναγορεύτηκε επίτιµος διδάκτωρ στα µεγαλύτερα πανεπιστήµια του κόσµου. Θεωρείται ένας από τους µεγαλύτερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.