Η ανθρώπινη τραγωδία και το συλλογικό και προσωπικό παράλογο. Το προσωπικό και δημόσιο μένος και ο ιδιωτικός και οικουμενικός κατακερματισμός. Η τραγωδία που αγγίζει τη φάρσα και μια αυτοπροσωπογραφία που ετεροκαθορίζεται κι ολοκληρώθηκε σε ένα λογοτεχνικό κρεσέντο όπου συνυπάρχουν στοιχεία από θέατρο, κινηματογράφο, φωτογραφία, φιλοσοφία, επικαιρότητα, ποίηση κι όνειρο, σε ένα συγγραφικό όραμα που ολοκληρώθηκε, αυτό θα μπορούσε να πει κάποιος εν ολίγοις για την καινούργια νουβέλα του Μισέλ Φάις. Ο συγγραφέας μας βάζει αναγνωστικά δύσκολα όπως συγγραφικά και υπαρξιακά στον ίδιο του τον εαυτό.
Μισέλ Φάις «Caput mortuum (1392) Φάρσα αφανισμού», εκδ. Πατάκη
«ΚΑΔΜΟΣ: «Ας ηρεμήσουμε. Ο καθένας έχει τα δικά του. Ας ηρεμήσουμε. Εσύ έχεις να λύσεις τα αφανέρωτα, εγώ τα φανερωμένα. Μη νομίζεις πως είναι πιο εύκολο…
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Αυτά ίσχυαν τα παλιά καλά χρόνια. Τώρα όλα έγιναν ένα κουβάρι. Αθάνατοι μιλάνε σαν θνητοί, σοφοί σαν άφρονες».
Με «τα δικά του», «τα φανερωμένα» και «τα αφανέρωτα» σε μετωπική συνάντηση [για κάποιους από μας «σύγκρουση»] έρχεται ο Μισέλ Φάις ολοκληρώνοντας με τη νουβέλα «Caput mortuum [1932] Φάρσα αφανισμού» τον κύκλο «της αυτοπροσωπογραφίας ενός άλλου», μιας άτυπης τετραλογίας που είχε αρχίσει. Εξάλλου, το πρόσωπό μας αναζητάμε και τα δικά μας αινίγματα αγωνιζόμαστε να λύσουμε στα βιβλία και στις ιδιωτικές, μοναχικές διαδρομές των άλλων.
Ο Μαρσέλ Προυστ [υπογράφοντας μια ζωή το ίδιο βιβλίο, τον «χαμένο του χρόνο» προσπαθούσε σωστά και σε βάθος ν’ ανακτήσει] επιμένει, και σωστά πως «Κάθε αναγνώστης, ουσιαστικά, βρίσκει τον εαυτό του σε ένα βιβλίο. Η δουλειά του συγγραφέα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα είδος οπτικού μέσου, το οποίο κάνει εφικτό στον αναγνώστη να διακρίνει αυτό που, χωρίς το συγκεκριμένο βιβλίο, πιθανόν δεν θα είχε ποτέ δει από μόνος του».
Κι αυτό κάνει ο Μισέλ Φάις στην τετραλογία του: Συνομιλώντας με «τον αποσυνάγωγο Τζούλιο Καΐμη» στο βιβλίο του «Το μέλι και η στάχτη του Θεού», με «τον νευροσυφιλιδικό Βιζυηνό» στην «Ελληνική αγρυπνία» και με τον «τρομώδη Κάφκα» στην «Ερευνήτρια» μέσα από κείμενα, επιστολές και αυτοβιογραφικά κείμενά τους, φορά το ανοίκειο, το έτερο, κατάσαρκα και ανιχνεύει το χαώδες σύμπαν και το πρόσωπό του.
Στη καινούργια νουβέλα, που αντιμετωπίζεται δομικά ως μια κυκλική τετραφωνία «όπου διασταυρώνονται ο στοχασμός και το δοκίμιο («Ψευδο – Αγέλαστος ή καθ’ ύπνο σημειώσεις»), το θεατρικό μονόπρακτο («Οικογενειακά βίντεο»), η ελεγειακή ποίηση («Τραγούδια για ραμμένο στόμα») και η ενδοσκοπική πρόζα («Project P.»)», συνομιλώντας με «τον φυγάνθρωπο Ευριπίδη» και τις Βάκχες του, «καθρεφτιζόμενος στα έργα και τις μέρες του», αφουγκράζεται τα θραύσματα του αυτοκαταστροφικού εαυτού μας [«τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου»] και την κατακερματισμένη και ιδιαίτερα βίαιη εποχή μας. Αλλά και ποια εποχή δεν υπήρξε βίαιη;
Με την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία να τον δικαιώνει και να καθιστά το βιβλίο του προφητικό όσον αφορά τη χρονική συγκυρία, αναφερόμενος για δεύτερη φορά στις «Βάκχες» του Ευριπίδη [πρωτοεμφανίστηκαν στην πεζογραφία του με τα «Πορφυρά γέλια»], μέσα από μια κυκλικά διαµελισµένη αφήγηση (αντανάκλαση του διαµελισµένου Πενθέα), ο συγγραφέας µιλά για τη σαγήνη της βίας, την οικογενειακή αποσύνθεση, την πολιτική αποχαλίνωση, τη σεξουαλική ρευστότητα, τη µεταφυσική κατάπτωση, αλλά και τη µετέπειτα αισθητική και ιδεολογική εργαλειοποίησή τους στην αναγνωστική και θεατρική μας συνείδηση.
Αποκωδικοποιώντας τον τίτλο όπου «Caput mortuum (mortum/mortem) σημαίνει νεκρό κεφάλι ή άχρηστα υπολείμματα οξείδωσης μετάλλων. Πρόκειται για μια ουσία που χρησιμοποιήθηκε τόσο στην αλχημεία, όσο και στη ζωγραφική. Ο αριθμός σε αγκύλες [1392] είναι ο αριθμός των στίχων στην κατάλοιπη τραγωδία του Ευρυπίδη. Φρονώ πως προδιαθέτουν τον αναγνώστη σ’ ένα περιβάλλον ακραίας και πολυσυλλεκτικής βίας, όπου σε συνδυασμό με τον υπότιτλο (Φάρσα αφανισμού) προοικονομούν οπτικά στο τι θα διαβάσει», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του έχει εξηγήσει, Και δάνεια από το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη φωτογραφία, τη δημοσιογραφία και τη φιλοσοφία, συνθέτει τη δική του νέα λογοτεχνική πρόζα, τολμώντας να προχωρήσει και την αφηγηματική τεχνική, εν τέλει, παρακάτω.
Αντιμετωπίζοντας το ίδιο το σώμα του βιβλίου σαν όλον, το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο με το δικό του φωτογραφικό στίγμα, αποτελεί ένα αισθητικό συμβάν: «Στο εξώφυλλο, ο κορμός ενός ακέφαλου αντρικού κορμού με κομμένο φαλλό (φωτογραφία μου από το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίνης) όπου διαπερνά το στήθος μια λωρίδα σκουριασμένου αίματος (αυτή είναι η τονικότητα του caput mortuum) προϊδεάζει τον αναγνώστη για το τι θα ακολουθήσει. Ενώ, στο οπισθόφυλλο, η φωτογραφία μου μιας διαμελισμένης Μπάρμπι υπογραμμίζει τον παιδικό τρόμο, ενός σύγχρονου παιδιού, για τη φαντασιωτική βία που θα διαπράξει ή θα δεχτεί κι αφετέρου για τη σεξουαλική του ταυτότητα – ζητήματα κεντρικά στην ανάγνωση που επιχειρώ στις “Βάκχες”», όπως ο ίδιος έχει εξηγήσει, επίσης, σε συνέντευξή του.
Ο αφηγηματικά απαιτητικός Φάις κατορθώνει με τις «καθ’ ύπνον σημειώσεις», τα οικογενειακά βίντεο, τα τραγούδια για ραμμένο στόμα και το Project P, ένα ακόμα λογοτεχνικό άθλο. Διατηρώντας σε κάθε ενότητα το κοινό νήμα αλλά και την αυτοτέλεια, παραδίδει ως φούγκα στο αναγνωστικό κοινό μια καλειδοσκοπική άποψη. Με ενύπνιες σημειώσεις, θεατρικές στοιχομυθίες, ποιήματα, με τον ανώνυμο Δραματοθεραπευτή να επεμβαίνει με χειρονομίες και κινήσεις, εμπεριέχοντας το όλον στο ελάχιστο και το αντίθετο, αποκαλύπτει το εσωτερικό μακελειό μας αλλά και το έξω: Προμηθέας και Σίσυφος ακόμα και ο πολυδιαμελισμένος Πενθέας μπροστά στον ιδιωτικό κατακερματισμό του και στην αναπόδραστο ανθρώπινο αφανισμό μας. Μήπως ένα οικογενειακό, ερωτικό, πολιτικό, ιστορικό και μυθολογικό σφαγείο δεν βιώνουμε εν τη γενέσει μας;
Το αποτέλεσμα, «ένα βιβλίο σαν τσεκούρι που σπάζει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας», όπως έβαζε ψηλά τον πήχυ του ο Κάφκα. Αλλά και μια επαλήθευση στον «Επίλογο του ποιητή» του Μπόρχες: «Ένας άνθρωπος, βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του».
Επειδή, δυστυχώς, αυτό είμαστε: ο Κόσμος μας.
Ωστόσο, για τον Μισέλ Φάις γράφοντας για το χαμένο μας κέντρο και τον προσωπικό και οικουμενικό μας κατακερματισμό, το συγγραφικό του όραμα ολοκληρώθηκε. Ο συγγραφέας ξαναβρήκε το κέντρο του κι ενδεχομένως να ανοίγει δρόμους για τη νέα λογοτεχνία.
Εννοείται ότι διαβάζεται σαν Τραγωδία ή σαν Φάρσα, όπως αντέχεις. Γιατί έτσι ακόμα κι αυτό το «κατασπαράσσοντας εαυτούς και αλλήλους» αντέχεται.