«Οι παπαρούνες λυγερές/ στον κάμπο σαν κοπέλες,/ με πράσινα φορέματα/ και κόκκινες ομπρέλες» (Γ. Δροσίνης, «Παπαρούνες») ξεμυτίζουν με καμάρι αυτές τις μέρες στην εξοχή, ανάμεσα σε μαργαρίτες, άλλα αγριολούλουδα και το πράσινο χορταράκι της γης. Το άλικο χρώμα των πετάλων της παπαρούνας μαγνητίζει τον αμφιβληστροειδή σαν το πρώτο φύσημα του αέρα τα σκορπίζει, υπενθυμίζοντάς μας την ευθραυστότητα του ποώδους φυτού. Συνειρμικά, την ευθραυστότητα των σπάνιων ανθρώπινων πλασμάτων αποδιδόμενη – μεταξύ άλλων – στην όψη και στην ψυχοσύνθεσή τους. Αλλά και στο αποτέλεσμα της εκάστοτε ευθραυστότητας: το χρώμα της παπαρούνας όμοιο του αίματος.
Η όψη της είναι αρκετή για να εκκινήσει ένα ταξίδι της μνήμης, πίσω στα πρώτα χρόνια οπότε και αποτελούσε (και αποτελεί) την πρωταγωνίστρια των ημερών του Πάσχα, κατέχοντας επίσης κυρίαρχο ρόλο στη μορφή του μαγιάτικου στεφανιού από αγριολούλουδα.
Η εμφάνισή της την άνοιξη, στις ημέρες του Πάσχα, αυτομάτως την εντάσσει σε μια γωνιά της μακρόχρονης μνήμης παρεμφερή με κάποια απώλεια. Κι η ίδια άλλωστε, η παπαρούνα, έγκειται στην ευχέρειά μας εάν θα συνεχίσει να «ψηλώνει» και να επεκτείνεται χωρικά – από το εάν θα την κόψουμε αφήνοντας στη γη τις μικρές της ρίζες ή δεν θα την κόψουμε. Εάν δηλαδή θα «φύγει» πάνω στο άνθος της ή θα ακολουθήσει τη φυσική φθορά: θα μεγαλώσει, θα αρχίσει να λυγίζει παράλληλα με τον μαρασμό της, ώσπου συρρικνωθεί.
Στο μεταξύ, τα βελούδινα πέταλα των άνθεών της θα έχουν πέσει, θυμίζοντάς μας το σταδιακό τους ξεμύτισμα, τότε που ήταν μπουμπούκια στο πράσινο «κουκούλι» τους. Διότι, «ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος» (Οδ. Ελύτης), αμείλικτος. Η παπαρούνα θα «παρασυρθεί» κι αυτή από τον αμείλικτο χρόνο. Ο μαρασμός της – όπως και κάθε είδους όντων μέχρι το θάνατο – είτε σταδιακός είτε αιφνίδιος, κι η παπαρούνα είναι η ίδια η ζωή που κάθε άνοιξη αναγεννιέται με τη φύση.
«Θα πρέπει να ήταν άνοιξη/ γιατί η μνήμη αυτή/ υπερπηδώντας παπαρούνες έρχεται» (από το ποίημα «Αυτοσυντήρηση» της Κικής Δημουλά). Προς τις παπαρούνες έρχεται κι ανάμεσά τους κινείται η θηλυκή (και παιδική) μορφή στο έργο «Παπαρούνες» (2009, 80x80 εκ.) της Μαρίας Γιαννακάκη. Η μορφή μαγνητίζεται από το κάλλος των παπαρούνων, ανθίζει παράλληλα με τα άνθη τριγύρω της, την άνοιξη που φύση και άνθρωποι αναγεννιούνται.
Το έργο της Γιαννακάκη τοποθετείται τρυφερά σε μια γωνιά της μακρόχρονης μνήμης κι έτσι προφυλάσσεται· καθότι, κατά την παρατήρηση του έργου ανακαλούνται παιδικά βιώματα και στιγμές ανακάλυψης του γύρω περιβάλλοντος. Πλάι με τις παπαρούνες τα άλλα αγριολούλουδα και ο ζωϊκός κόσμος τους, όπως οι μέλισσες κι οι πασχαλίτσες. Και μαζί ένα ιδιαίτερο άρωμα προερχόμενο από όσα άνθη ξεμυτίζουν λίγο πιο πέρα, στον κήπο της αυλής: τριανταφυλλιές πλάι στη μιμόζα, γαρδένιες και χρυσάνθεμα, ίασμος και πιο εκεί ένας πελώριος καλλιστήμονας που (προσ)καλεί τις μέλισσες και κατά καιρούς «ντύνει» το πάτωμα της γης με τις λεπτές κόκκινες γραμμούλες που συνθέτουν τα «βουρτσάκια» της. Αν μη τι άλλο, εικόνες που αφυπνίζουν όλες τις αισθήσεις.
Μάρκος Καμπάνης, «Ημέρα 1» (2012, ακρυλικό σε ξύλο, 20x20 εκ.) από το έργο «365». Αποτυπώνει λεπτομέρεια ενός καλλιστήμονα. Πηγή φωτ.: markoskampanis.gr
Κεντρική φωτ.: Μαρία Γιαννακάκη, «Παπαρούνες» (2009, 80x80 εκ.)