«Κάθε φωτογραφία είναι μια μάχη ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο» είχε πει ο Αμερικανός φωτογράφος Γκάρι Γουίνογκραντ (1928-1984). Τον ανακαλώ παρατηρώντας τη φωτογραφία της Σιμόν Τουσώ, τραβηγμένη από το φωτογράφο Ρόμπερτ Κάπα, τον Αύγουστο του 1944, σε μία πόλη κοντά στο Παρίσι. Σε εκείνη τη φωτογραφία (κεντρική στο παρόν σημείωμα), η Σιμόν Τουσώ κρατά ένα μωρό και βαδίζει ανάμεσα στο πλήθος το οποίο τη χλευάζει εστιάζοντας στο ξυρισμένο της κεφάλι και τη σβάστιγκα στο μέτωπό της.
Ο λόγος για τη φωτογραφία με τίτλο «Η ξυρισμένη γυναίκα της Σαρτρ», που υπήρξε ντοκουμέντο των εκκαθαρίσεων που έλαβαν χώρα κατά την απελευθέρωση της Γαλλίας στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθότι εξωδικαστικές τιμωρίες συμπεριλάμβαναν το ξύρισμα του κεφαλιού των γυναικών που ήταν ύποπτες ότι είχαν κάποιου είδους σχέση με τους Ναζί.
Η Σιμόν Τουσώ είναι η κεντρική μορφή της παραπάνω φωτογραφίας, ποιο είναι όμως το περιεχόμενο της Τουσώ, η ιστορία της, και ποια η θέση της στην Ιστορία; «Αυτό που η φωτογραφία αναπαράγει επ’ άπειρον δεν συμβαίνει παρά μόνο μια φορά» (Ρολάν Μπαρτ, 1915-1980), κι αυτή η φορά είναι αποτέλεσμα πολλών στιγμών και ιστοριών.
Η μελέτη της φωτογραφίας μπορεί να αποτυπωθεί στην Ιστορία, καθώς και στη λογοτεχνία η οποία έχει το δικό της τρόπο να μιλήσει για τα γεγονότα. Μέσω της μελέτης αναδύεται μία πραγματικότητα που οφείλει να ληφθεί υπ όψιν προκειμένου να υπάρχει μια σωστή απολογιστική παρουσίαση της Ιστορίας του πολέμου στη Γαλλία. Πόσω μάλλον όταν η μνήμη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στη Γαλλία εξακολουθεί να είναι ευμετάβλητη και εύθραυστη, συνεπώς, η σωστή κατανόηση του ρόλου των γυναικών είναι απαραίτητη για μια ειλικρινή επιθεώρηση αυτής της Ιστορίας.
23 year old French woman Simone Touseau with her daughter, who was fathered by a German soldier. Photo taken in Chartres France in August 1944 after the liberation of France.
— Mrki Prki (@MrkiPrki) May 7, 2021
Photo by Robert Capa pic.twitter.com/hnb5mC5LQk
Σε δημοσίευμα των New York Times αναφέρεται ότι οι ιστορικοί καθυστέρησαν χρονικά να ενδιαφερθούν για τη συνεργασία και την αντίσταση των γυναικών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ένα έργο του ιστορικού Φαμπρίς Βιρζίλι περιέγραφε πώς πολλές γυναίκες που ξυρίστηκαν στις εκκαθαρίσεις τιμωρήθηκαν όχι για τις στενές σχέσεις τους με τους Γερμανούς, αλλά για καταγγελίες ή για εργασία για τους Γερμανούς.
Μία σαφή εικόνα για την Σιμόν Τουσώ δόθηκε το 2011 από τους ιστορικούς Ζεράρ Λερέ και Φιλίπ Φρετινιέ, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι η Τουσώ τύγχανε της συμπάθειας των Ναζί πριν από την έναρξη του πολέμου. Σχεδίαζε σβάστικες στις σελίδες των σημειωματαρίων που κρατούσε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, θαύμαζε τον εθνικοσοσιαλισμό και ισχυριζόταν ότι η Γαλλία «χρειάζεται κάποιον σαν τον Χίτλερ».
Μιλούσε άπταιστα γερμανικά, εργάστηκε ως μεταφράστρια για τις δυνάμεις κατοχής και έγινε μέλος του εθνικιστικού Γαλλικού Λαϊκού Κόμματος. Κατηγορήθηκε ότι κατήγγειλε τέσσερις γείτονές της που στη συνέχεια απελάθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν, δύο από τους οποίους δεν επέστρεψαν ποτέ. Ενώ, όταν πλησίαζε η απελευθέρωση της Γαλλίας από τις συμμαχικές δυνάμεις, η Τουσώ είχε γράψει στον Γερμανό πατέρα του παιδιού της ότι, εάν σκοτωνόταν, θα έπρεπε να μεγαλώσει την κόρη τους «με μίσος για τους Βρετανούς».
«Δεν ξέρεις τίποτα για μένα»
Τα παραπάνω ως προς την ιστορία. Στη λογοτεχνία; Ως μία περιφρονημένη γυναίκα παρουσιάζει την Σιμόν Τουσώ το μυθιστόρημα «Δεν ξέρεις τίποτα για μένα» (Vous Ne Connaissez Rien de Moi) της Ζιλί Ερακλέ, θέτοντας ζητήματα όπως ποια τα όρια της μυθιστορηματικής γραφής όταν η αφήγηση αφορά ιστορικά γεγονότα και εάν έχει η λογοτεχνία –εν προκειμένω το μυθιστόρημα– το «δικαίωμα» να αλλοιώσει τρόπον τινά τα γεγονότα για να αναδείξει άλλα ζητήματα.
Στο μυθιστόρημά της, η Ερακλέ, θέλησε να εξερευνήσει την ανθρώπινη κατάσταση –μεταξύ άλλων ότι οι άνθρωποι δεν είναι μήτε καλοί μήτε κακοί αλλά ένα συνονθύλευμα και των δύο– προσπαθώντας να φανταστεί πώς μία νεαρή γυναίκα μπορεί να διαπράξει εγκληματικές πράξεις. Μετονόμασε την Τουσώ σε Γκριβίς και την παρουσίασε ερωτευμένη με τον Πιέρ ο οποίος την εγκαταλείπει έγκυο για να ενταχθεί στην Αντίσταση. Από αντίδραση, εκείνη αρχίσει να εργάζεται ως μεταφράστρια για τους Ναζί συνάπτοντας σχέση με έναν Γερμανό αξιωματικό.
Ο χαρακτήρας είναι διττός, καθότι, στο μυθιστόρημα, η Γκριβίς ψεύδεται στην Γκεστάπο για να βοηθήσει ένα μέλος της Αντίστασης, δεν ενδίδει στην πρακτική της καταγγελίας των γειτόνων και δίνει φαγητό σε ένα Εβραιόπουλο –όλα «εξαιρετικά απίθανα γεγονότα» σε σχέση με την πραγματικότητα όπως αναφέρεται στους NYT.
Πηγή φωτ.: Πλατφόρμα Χ (πρώην Twitter) / Matatoune
Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2023 στη Γαλλία, συμπεριλήφθηκε σε πολλές λίστες βραβείων και κέρδισε το βραβείο Stanislas. Οι κριτικοί το επαίνεσαν ως εντυπωσιακό και τολμηρό.
«Δεν έχω δει ποτέ έναν άγιο ή ένα μπάσταρδο. Τίποτα δεν είναι ασπρόμαυρο – το γκρίζο είναι αυτό που κερδίζει. Οι άνθρωποι και οι ψυχές τους, είναι όλα το ίδιο», όπως αναγράφεται στο επίγραμμα του μυθιστορήματος. Ωστόσο, η καταγραφή της Σιμόν Τουσώ ως μίας συναισθηματικής οντότητας που ταλανίζεται από την ιστορία δεν εμπλουτίζει την κατανόηση του κοινού γι’ αυτήν.
Η μυθοπλασία έχει μεν –ως λογοτεχνικό είδος– τη δυνατότητα να διαμορφώνει τα γεγονότα για καλλιτεχνικούς σκοπούς, το ζήτημα είναι σε τι επίπεδο θα ανάγει τα κάθε φορά πρόσωπα: ως ενεργητικά ή παθητικά και με ποιο χαρακτήρα; Σημαντικό επίσης να τονίζεται η μυθοπλασία, όποτε χρησιμοποιείται. Ενίοτε, η εξιδανίκευση ή η παθητική στάση είναι επιλογή ή η ιδεατή εξιστόρηση από το να συλλογιστεί έκαστος τη συνενοχή ανθρώπων σε άσχημες πράξεις.
Πηγή κεντρικής φωτ.: Πλατφόρμα Χ (πρώην Twitter) / Andy Vermaut