Μαίρη Χρονοπούλου: Πέθανε η σταρ της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου
Twitter
Twitter

Μαίρη Χρονοπούλου: Πέθανε η σταρ της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου

Ξεχώριζε στις ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε· άλλοτε η ξανθή καρέ κόμη της και τα σκουλαρίκια της, άλλοτε η φινετσάτη εμφάνισή της, το νοιάξιμό της – στοιχεία που διατήρησε με το πέρασμα του χρόνου, μεταβάλλοντας το χρώμα των μαλλιών της. Το ηχόχρωμα της φωνής της ζεστό, ενίοτε διαπεραστικό, σαφώς καθηλωτικό, ιδιαίτερα όταν τραγουδούσε.

Αδιαμφισβήτητα μία κυρία, «Μια κυρία στα μπουζούκια» για να θυμηθούμε και ένα από τα κινηματογραφικά μιούζικαλ στα οποία είχε πρωταγωνιστήσει η Μαίρη Χρονοπούλου (γενν. 1933), ερμηνεύοντας δύο από τις μυθικές επιτυχίες των τραγουδιών του ελληνικού κινηματογράφου: «Είμαι γυναίκα του γλεντιού» και το «Του αγοριού απέναντι».

Τα ανακαλούμε μετά την είδηση του θανάτου της, την Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2023, σε ηλικία 90 ετών, έπειτα από σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι που προέκυψε από πτώση της στο σπίτι της, στις 2 Οκτωβρίου 2023, με αποτέλεσμα να μεταβεί στη ΜΕΘ του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» όπου και άφησε την τελευταία της πνοή.

Ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, καθώς και τραγουδίστρια, η Μαίρη Χρονοπούλου διακρίθηκε στις δεκαετίες του 1960 και 1970 ως μία από τις πιο δημοφιλείς Ελληνίδες ηθοποιούς, κατακτώντας τον τίτλο μίας εκ των σταρ της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Και αυτός ο τίτλος τη συνόδευε και τη συνοδεύει ακόμη, παρά την εκδημία της.

Μόνο που, εκτός από σταρ υπήρξε και άνθρωπος. «Περιμένω στη ζωή μου να έρθει λίγη χαρά», είχε δηλώσει στην τελευταία της συνέντευξη που παραχώρησε λίγες ημέρες πριν το ατύχημα που της στέρησε τη ζωή. Μία συνέντευξη πριν το πλήρωμα του χρόνου, αναφερόμενη στη ζωή, τη μοναξιά, τη συντροφικότητα, εγείροντας – μεταξύ άλλων, στο αναγνωστικό κοινό – θέματα προς συζήτηση για τη ζωή αλλά και τη ζωή που κάθε φορά υιοθετεί κάθε ηθοποιός υποδυόμενος έναν ρόλο.

«Η ζωή μου δεν είναι κάτι το πρωτότυπο»

«Οι ρόλοι μου, μου έβαλαν τη στάμπα της ''προσβάσιμης'' κυρίας. Ότι έχω πολύ άσχημη διαγωγή. Δεν ήμουν τόσο ζωηρή στη ζωή μου. […] Έζησα τον μεγάλο έρωτα μιάμιση φορά. Δεν θέλω να πω άλλα. Έχω κάνει έναν γάμο, αλλά δεν τον εντάσσω στις αγάπες μου. Ήταν άλλη ιστορία. Δεν θα μιλήσω ποτέ για αυτήν. Δεν θέλω. […] Στη ζωή μου, μου λείπει η αγκαλιά και η τρυφερότητα, όχι η διασκέδαση. Η ζωή μου θα ήταν πιο εύκολη αν είχα κάποιον να μου συμπαρασταθεί. Δεν είχαν κάποιον να με ρωτήσει τι έγινε όταν περίμενα τα αποτελέσματα των εξετάσεων να δω αν έχω καρκίνο. […] Περιμένω στη ζωή μου να έρθει λίγη χαρά και πίστη που την έχασα τελείως. Περνάω μια άσχημη εποχή».

Τα παραπάνω είχε δηλώσει , μεταξύ άλλων, πριν το δυστύχημα υπογραμμίζοντας πώς ήταν η ζωή της: «Η ζωή μου δεν είναι κάτι το πρωτότυπο».

Η ζωή της ηθοποιού Μαίρης Χρονοπούλου, και κάθε καλλιτέχνη, διαμοιράστηκε και στην τέχνη αφήνοντας μέσα από το έργο της τη δυναμική της και το ταλέντο της, εκκινώντας από βοηθητικούς ρόλους (κομπάρσος) και καταλήγοντας πρωταγωνίστρια με τα φώτα των κριτικών και της δημοσιότητας στραμμένα πάνω της, ανταποκρινόμενη σε απαιτητικούς ρόλους κάθε είδους ταινίας: κοινωνική, δραματική, μιούζικαλ.

Σταρ του ελληνικού κινηματογράφου

Απόφοιτη της δραματικής σχολή του Εθνικού Θεάτρου, η Μαίρη Χρονοπούλου άρχισε να συνεργάζεται (1957) με το ελεύθερο θέατρο, κάνοντας εμφανίσεις στο «Ακροπόλ» στα έργα των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου «Η Κυρία» και «Ρομάντζο μιας Καμαριέρας».

Έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο όταν ήταν ακόμη φοιτήτρια, το 1954, σε βοηθητικό ρόλο στην ταινία «Χαρούμενο ξεκίνημα» του Ντίνου Δημόπουλου, συνέχισε την επόμενη χρονιά με μικρό ρόλο στο «Τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Από το 1963 και έκτοτε πρωταγωνίστησε σε πλειάδα ταινιών της Φίνος Φιλμ, υποδυόμενη ρόλους ντάμας και μοιραίας γυναίκας (femme fatale), με συμπρωταγωνιστές τους Νίκο Κούρκουλο, Φαίδωνς Γεωργίτση, Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Γιώργο Φούντα και Αλέκο Αλεξανδράκη.

Ανακαλούμε τις ερμηνείες της στις ταινίες «Τα κόκκινα φανάρια» (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη, ταινία που της χάρισε την υποψηφιότητα για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 36η απονομή των βραβείων το 1964, «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» (1966) του Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο Νίκου Φώσκολου, «Πολύ αργά για δάκρυα» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Όταν η πόλις πεθαίνει» (1969) σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, «Οι αδίστακτοι» (1965) του Ντίνου Κατσουρίδη, «Η λεωφόρος του μίσους» (1968) και «Ορατότης μηδέν» (1970) του Νίκου Φώσκολου.

Στη μνήμη επανέρχονται και τα τρία μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη: «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και «Γοργόνες και μάγκες», με πιο γνωστά στην τελευταία ταινία τα τραγούδια «Τόσα καλοκαίρια» και «Καμαρούλα μια σταλιά».

Ανακαλούμε επίσης τις ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου στις οποίες είχε παίξει, μεταξύ αυτών «Οι κυνηγοί» (1977) και «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Για την ερμηνεία της στην ταινία «Τα παιδιά της χελιδόνας» του Κώστα Βρεττάκου, είχε κερδίσει το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Μέγιστη διάκρισή της το Βραβείο Συνολικής Προσφοράς που της απονεμήθηκε τον Ιούνιο 2021 στην Τελετή Απονομής των Βραβείων ΙΡΙΣ από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, διότι, με την «ρώμη της παρουσίας της σφράγισε μια σειρά κινηματογραφικών ειδών». Η εικόνα και η ερμηνεία της διατηρούνται αναλλοίωτες σε αυτή τη σειρά κινηματογραφικών ειδών, ως ένα σημαντικό κομμάτι στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.