Επί των επάλξεων «έπεσε» η Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα, η ιστορική διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης που μας αποχαιρέτησε χθες το πρωί σε ηλικία 83 ετών. Ετοίμαζε μια ακόμα μεγάλη έκθεση, για τον Κ. Παρθένη, για την οποία, μάλιστα, είχε οργανώσει συνέντευξη Τύπου που θα δινόταν αύριο Τετάρτη. Ο θάνατος την πρόλαβε και μάς στέρησε μια υπέροχη κυρία του Πολιτισμού, αληθινά αναντικατάστατη.
Η ρήση που όλοι γνωρίζουμε είναι «ουδείς αναντικατάστατος», αλλά ξέρουμε πως δεν είναι έτσι. Μετρώντας σχετικά πρόσφατες απώλειες, του Αγγελου Δελληβορριά, του Γιώργου Δεσπίνη, της Μαρίνας Λαμπράκη- Πλάκα τώρα, διαπιστώνουμε πως ήταν αναντικατάστατοι, ο καθένας στον τομέα του. Για τη δημόσια παρουσία τους, για τις ενασχολήσεις τους με το αντικείμενό τους, για το ήθος και τις γνώσεις τους.
Η Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα ήταν ακούραστη, δημιουργική, χαλκέντερη θα μπορούσαμε να πούμε, που ενδιαφερόταν για την κοινή μόρφωση. Για την επαφή κάθε ανθρώπου, ιδίως των νέων, με τα εικαστικά αλλά και με τον πολιτισμό. Η ίδια ένιωθε πως πάνω απ’ όλα ήταν δασκάλα και γύρω από αυτό περιέστρεψε τη δράση της. Μας γνώρισε σπουδαίους Έλληνες ζωγράφους, μάς έφερε από το εξωτερικό μεγάλους ξένους και φρόντισε ώστε να έχουν πρόσβαση στην Πινακοθήκη όσο το δυνατόν περισσότεροι επισκέπτες.
Έκανε ξεναγήσεις μοναδικές, μεγάλα μαθήματα τέχνης ακόμα και για τους πλέον αδαείς, πρωταγωνιστούσε στα τηλεοπτικά σποτ προσέλκυσης κοινού, ήταν αδιάκοπα σε κίνηση και σε σκέψη ως προς το (κάθε) επόμενο βήμα. Έζησε μεγάλες επιτυχίες, όπως εκθέσεις με κοινό 600 χιλιάδων ανθρώπων και ατέλειωτες ουρές. Έζησε το όνειρο της επέκτασης και ανακαίνισης της Εθνικής Πινακοθήκης. «Έζησα περισσότερα από ό,τι μπορούσα να ονειρευτώ» έλεγε άλλωστε η ίδια.
Είχε πίστη σε όσα είχε χτίσει με τους συνεργάτες της. Χαιρόταν που περπατούσε στον δρόμο όσο η Πινακοθήκη ήταν κλειστή και της έλεγε ο κόσμος: «Πότε θα ανοίξετε; Μας λείπετε».
Έλεγε στην Ολινκα Μηλιαρέση- Βαρβιτσιώτη πως φιλοδοξία της ήταν «με το δέλεαρ του νέου κτιρίου να φέρουμε τώρα και τους ξένους επισκέπτες. H ανανέωση της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας λειτουργεί ως δέλεαρ. Πιστεύω, λοιπόν, ότι με μια καλή διαφημιστική καμπάνια, που σκοπεύω να κάνω, θα τραβήξουμε την προσοχή του διεθνούς κοινού που την έχουμε εθνικά, ζωτικά ανάγκη.» (Τα Νέα της τέχνης)
Η ερώτηση που της είχε τεθεί αμέσως μετά, ήταν: Σε μια εποχή που τα μουσεία προσδιορίζονται ως χώροι πολλαπλών εμπειριών και κριτικού διαλόγου, τι καινούργιο έρχεται να προσφέρει η νέα Πινακοθήκη;
«Το νέο που μπορείς να προτείνεις σε ένα μουσείο είναι να ερμηνεύσεις τα έργα του διαφορετικά ή να οργανώσεις ένα διάλογο του παρελθόντος με το παρόν. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχει εξαντληθεί η εμπειρία της επαφής μας με την ελληνική τέχνη. Η ελληνική τέχνη περιβάλλεται από παρεξηγήσεις. Κατ’ αρχήν, σας θυμίζω τη μέχρι πρότινος αρνητική διάθεση απέναντι στη Σχολή του Μονάχου, επειδή Έλληνες ζωγράφοι γαλουχήθηκαν καλλιτεχνικά στο Μόναχο κι έτσι διατήρησαν μια ακαδημαϊκή εικαστική γλώσσα· ενώ υποτίθεται ότι αν πήγαιναν στο Παρίσι, η ελληνική τέχνη θα εξελισσόταν διαφορετικά. Πώς, όμως, εκεί που ήμασταν αναλφάβητοι καλλιτεχνικά στην Ελλάδα ξαφνικά θα γινόμασταν πρωτοπόροι; Μέσα από εκθέσεις όπως το Παρίσι – Αθήνα αποδείξαμε ότι και οι καλλιτέχνες που βρέθηκαν στη γαλλική πρωτεύουσα ακολούθησαν την ακαδημαϊκή παράδοση, διότι δεν ήταν προετοιμασμένοι να υιοθετήσουν τα καινούργια ρεύματα της τέχνης. Ανάμεσά τους, ο Ιάκωβος Ρίζος, ο δημιουργός της περίφημης Αθηναϊκής βραδιάς, ο οποίος μάλιστα υπήρξε φίλος του Ρενουάρ και θαυμαστής του Ντεγκά και ζούσε στο Παρίσι την εποχή που εκδηλώθηκε το ιμπρεσιονιστικό κίνημα. Επίσης ο Θεόδωρος, ο οποίος ήταν οριενταλιστής.»
Μεγάλα κόμματα, της ζητούσαν να μπει στα ψηφοδέλτιά τους, σε εκλόγιμη θέση, αλλά εκείνη λάτρευε τόσο την Εθνική Πινακοθήκη, την οποία είχε αναλάβει από το 1992, ώστε να αρνείται σθεναρά. Απαντούσε σταθερά «αν νομίζετε ότι κάνω καλό έργο, βοηθήστε να το κάνω καλύτερο». Μόνον υπηρεσιακή υπουργός Πολιτισμού – Παιδείας και Θρησκευμάτων είχε αποδεχθεί να γίνει το ’15.
Τριάντα χρόνια έμεινε στο τιμόνι της, τριάντα λαμπρά χρόνια με τεράστιες επιτυχίες, όταν πήρε ένα σχεδόν άγνωστο μουσείο, ακόμη και για τους Αθηναίους που περνούσαν κάθε μέρα από μπροστά, για να το αναδείξει σε πραγματικό κέντρο πολιτισμού. Σε χώρο εικαστικής Παιδείας και αγάπης για τις εικαστικές τέχνες.
«Από τη στιγμή που μπήκα στην Πινακοθήκη», είχε πει «αποφάσισα να μην περνάει μέρα που δεν θα κάνω κάτι σημαντικό, έναν στόχο πάνω στον οποίο θα δουλεύω. Και ο δικός μου ήταν να προσπαθήσω να κάνω κοινό αγαθό των απλών ανθρώπων τον πολιτισμό. Τους μίλησα λοιπόν σε γλώσσα απλή, άμεση, ταυτοποιήθηκα με το μουσείο, έμεινα αυθεντική και αυτό προσέλκυσε τον κόσμο.»
Διάλεξε καριέρα αντί για μητρότητα και δεν το μετάνιωσε ποτέ. Ο σύζυγός της, ο σπουδαίος Δημήτρης Πλάκας, της είχε πει πως ή το ένα θα έκανε καλά ή το άλλο, καθώς οι μητέρες ανησυχούν μονίμως για τα παιδιά τους όταν είναι στη δουλειά. Επέλεξε το πρώτο, σαν καθηγήτρια στην ΑΣΚΤ- πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα - και κατόπιν στην Πινακοθήκη. Εκεί όπου ξημεροβραδιαζόταν με την πιστή της συνεργάτιδα Ειρήνη Τσελεπή δουλεύοντας πέρα από ωράρια και ανθρώπινες αντοχές. Τους έβαζε όλους κάτω, δίνοντας πρώτη εκείνη το παράδειγμα.
Κοινό μυστικό ήταν πάντα, ότι η δυναμική Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα μπορούσε να βρει χορηγίες. Για τις εκθέσεις, τις ανακαινίσεις, τις εκστρατείες, τη δημιουργία νέων χώρων. Ήταν μάνατζερ, σε καιρούς και σε χώρο που κάτι τέτοιο ήταν πρωτοποριακό από τη μια και… καταδικαστέο από την άλλη!
Δεν έλειψαν και τα «χτυπήματα» χωρίς αντικειμενικό λόγο. Δεν έλειψε η κριτική με την κλοπή του Πικάσο από την Εθνική Πινακοθήκη, κάτι που την είχε τσακίσει. Είχε αναγνωρίσει και τις ευθύνες τις Εθνικής Πινακοθήκης για την κλοπή, χωρίς αυτό πάντως να ληφθεί υπόψιν από όσους τη λοιδορούσαν και ζητούσαν την αποπομπή της. Εκείνη ήταν όμως απόλυτα πεπεισμένη, ότι το έργο θα βρεθεί. Και βρέθηκε.
Μένει να βρεθεί αντικαταστάτης της. Ελπίζουμε σε μια φωτεινή συνέχιση των όσων έχουν ήδη δρομολογηθεί.