Τα λόγια στέκουν κατώτερα των περιστάσεων όταν πρόκειται να περιγράψει κανείς το βάθος της προσωπικότητας και τα ευφυή στρατηγήματα του ανθρώπου που σημάδεψαν τη νεότερη ελληνική ιστορία. Γι' αυτό τολμήσαμε το εξής: να πάμε πίσω στο χρόνο και να ρωτήσουμε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη -το ελάχιστο- από τις χιλιάδες εμπειρίες του, με σκοπό να ανακαλύψουμε εκείνα τα γεγονότα που αναδεικνύουν το ήθος και τη σεμνότητά του, αλλά και εκείνα τα γεγονότα που τον καθόρισαν, ώστε να ηγηθεί της Επανάστασης μέχρι τέλους. Το ελάχιστο, καθώς θα ήταν αδύνατον να χωρέσουν σε μία «συνέντευξη» τα λόγια του για τις ιστορικές μάχες που έδωσε, για την εξορία του στην Ύδρα και την απελευθέρωσή του με σκοπό να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Για τη φυλακή στο Ναύπλιο και τη θλιβερή δίκη.
Ο Γέρος του Μοριά αποκρίνεται. Οι απαντήσεις του αντλούνται αποκλειστικά από τα λεγόμενά του στα απομνημονεύματά του, από επιστολές και ομιλίες του, αλλά και από καταγραφές των ανθρώπων που τον γνώρισαν και τον έζησαν στα πεδία της μάχης και την κοινωνική του ζωή.
* Το παρόν κείμενο αποτελεί προϊόν ιστορικής έρευνας. Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.
Στρατηγέ, τι γνωρίζετε για το οικογενειακό σας δέντρο; Πού γεννήθηκαν οι πρώτοι Κολοκοτρωναίοι;
Η οικογένειά μας κατάγεται από ένα χωριό Ρουπάκι στην επαρχία Λεωνταρίου. Αυτό το χάλασαν οι Τούρκοι στην «πρώτη τουρκιά» και οι κάτοικοι εσκορπίσθηκαν. Ένας από αυτούς κατέφυγε στο Αρκουδόρεμα. Αυτός είχε εγγόνια τον Δήμο, τον Χρόνη και το Λάμπρο. Ο Δήμος είναι ο προπάππους μου. Όταν γύρισε είς τον Μορέα και επήγε είς το Λιμποβύσι, παντρεύτηκε τη θυγατέρα του Καπετάν Χρονά από το Χρυσοβίτσι και εγεννήθη ο παππούς μου Γιάννης, ο οποίος επρωτονομάσθη Κολοκοτρώνης.
Το πρώτον όνομα της οικογένειάς μας: δηλαδή εκείνου, που έφυγε από το Ρουπάκι, δεν γνωρίζεται. Το παιδί του ωνομάζετο Τσεργίνης. Ο Δήμος ωνομάζετο Μπότσικας, διότι ήτο κοντόχονδρος- και ο Γιάννης, επειδή ήτον παχύς και αδύνατος, το είπαν οι Αρβανίται «Τι μπίθε κούαγι», δηλαδή ο κ…. του είναι σαν κοτρόνι και του έμεινε Κολοκοτρώνης.
Τον γνωρίσατε τον παππού σας;
Πέθανε λίγο μετά από την επανάστασιν του 1769. Εγώ ήμουν δύο χρονών. Ο γερό Γιάννης έλαβε μεγάλο μέρος στην επανάστασιν του 1769 και χάλασε πολλούς Τούρκους και αυτοί ζητούσαν να τον εκδικηθούν. Κάποιος τον πρόδωσε και τον πήραν οι Τούρκοι οι Ανδρουσιανοί. Αφού του έκοψαν τα ποδάρια και τα χέρια, έπειτα τον εκρέμασαν.
Τι αναμνήσεις έχετε από τον πατέρα σας;
Ο πατέρας μου ήτον δυνατός, μονοκόκκαλος και ογλήγωρος. Με ένα καθάριο άτι δεν τον έπιανες…Το 1779 ο Καπετάμπεης έστειλεν μπουγιουρτί (προσκυνοχάρτι), αλλά ο πατέρας μου αποκρίθηκε ότι δεν είναι καιρός να έλθω να προσκυνήσω. Τότε τον κυνήγησαν. Όταν τους επολέμησε του έλεγαν: Κολοκοτρώνη δεν κάμεις νισάφι. Κι ο Κωνσταντής αποκρινόταν: Τι νισάφι να σας κάμω όπου ήλθατε και εχαλάσατε την πατρίδα μου, μας πήρατε σκλάβους και μας εκάματε τόσα κακά.
Το 1780 με την προδοσία ενός Τούρκου φίλου εσκοτώθηκε. Δεν εφάνη το κεφάλι του. Οι φονείς τον έκρυψαν σε τρούπα. Μετά τρία χρόνια τον ξέθαψαν τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Από το μικρό του δάκτυλον τον γνώρισαν, όπου είχε σπαθιά τουρκική. Τον έθαψαν έπειτα είς την Μηλιά. Εγώ, η μάννα μου, η αδελφή μου εγλύτωσαν με τα παληκάρια του πατέρα μου.
«Με τη στεναχώρια των ορφανών, με την καταδίωξη δυνάστου ανετράφη ο Θ. Κολοκοτρώνης», γράφει ο Γεώργιος Τερτσέτης. Τι συνέβη μετά το θάνατο του πατέρα σας;
Όταν εγλύτωσα από την Καστάνιτζα είμουν χρονών 10. Μας εφθόνησαν οι Τούρκοι και ήθελαν να μας σκοτώσουν, δεν ημπορούσαν όμως, διότι ο τόπος ήτον σε άκρη. Επολεμούσαν να μας χαλάσουν με κάθε τέχνη. Δεν μας είχαν είς το χέρι όμως.
Πριν την Επαναστασίν μας οι Τούρκοι αφάνισαν όλα τα αγαθά μας και έδωσαν διαταγή: όπου ακουσθούμε να μας χαλάσουν.
Από 36 πρωτοξαδέλφια, μόνον 8 εγλύτωσαν. Οι άλλοι εχάθηκαν όλοι. Χωριστά δευτεροξαδέρφια, θείοι και λοιποί φίλοι, χαμένοι όλοι. Δεν υπάρχει διάσελο όπου δεν είναι θαμμένος Κολοκοτρώνης.
Εσκότωσαν και τον αδελφό μου και χαίρονταν. Ο Πασάς έδωκε έπειτα 50.000 γρόσια για τη σύλληψή μου. Εβγήκε φήμη ότι χάλασαν και μένα. «Ο Θεοδωράκης ήτον χαμένος», έλεγαν, όμως εγώ επήρα το δρόμο για τη Ζάκυνθο.
Πήγατε στη Ζάκυνθο, γυρίσατε στην Πελοπόννησο και όταν ξαναπήγατε μείνατε τελικά 15 χρόνια αυτοεξόριστος. Η επανάσταση δεν ήταν ακόμη στο μυαλό των Ελλήνων, ωστόσο κάνατε κάποιες πολεμικές επιχειρήσεις με τους ξένους που ήταν στα νησιά του Ιονίου.
Είς τα 1805 τον Αύγουστο ομιλώ με τον Αρχηγό των Ρωσσικών στρατευμάτων και με λέγει, ότι ο Αυτοκράτωρ τον διέταξε να παραδεχθή είς την δούλευσιν όσους θέλουν να έμβουν και να υπάγουν να κτυπήσουν τον Ναπολέοντα. Εγώ αρνήθηκα. Δεν εμβαίνω είς την δούλευσιν. Τι έχω να κάμω με τον Ναπολέοντα. Αν θέλετε όμως τους είπα διά να ελευθερώσουμε την πατρίδα μας, υπόσχομαι 5.000 και 10.000 στρατιώτας. Μία φορα εβαπτισθήκαμεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα, και άλλη μίαν διά την ελευθερίαν της πατρίδος μας. Δεν εσυμφώνησαν.
Όσοι καπετανέοι ευρέθημεν είς την Ζάκυνθον εκάμαμε έπειτα μιαν αναφορά όπου εζητούσαμεν βοήθεια από την Αγγλική κυβέρνησι διά να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα. Αυτή η αναφορά ευρέθηκε είς τα αρχεία, όταν εγράψαμε το 1825 μια άλλη στην Αγγλία ζητώντας βοήθεια. Δυνάμει αυτής της δεύτερης αναφοράς, ο Βελικτών επήγε είς την Πετρούπολη και άρχισαν αι δυνάμεις να ανακατεύωνται είς τα πράγματά μας...
Στο νησί, κάθε φορά που έμβαινα είς δούλευσιν, πήγαινα πάντα με συμφωνία να μην απομακρύνομαι από την Επτάνησον και να πολεμώ μόνο είς τούρκικο τόπο -τα ρούχα μου να μην τα βγάζω.
Πέρα από αυτά τα γεγονότα είχατε και την οικογένειά σας. Πώς ήταν η κοινωνική σας ζωή;
Στη Ζάκυνθο δούλεψα και ως χασάπης. Στη Ζάκυνθο εύρηκα βιβλία. Αυτά που διάβαζα συχνά ήτον η ιστορία της Ελλάδος είς την απλό - ελληνικήν, η ιστορία του Αριστομένη και Γοργώ και η ιστορία του Σκεντέρμπεη. Στον γιο μου Κολίνο επήρα δάσκαλο τον ποιητή Μαρτελάο (δάσκαλος Διονυσίου Σολωμού) και όσες φορές ερχόταν είς το σπίτι μου, του'λεγα για χαιρέτισμα: Προσκυνώ την Ελλάδα, φιλώ το χέρι της ελευθερίας της.
Είς τα 1820 απέθανε η γυναίκα μου. Αικατερίνη Καρούσου. Θυγατέρα ενός πρώτου προεστού του Λεονταριού. Την υπανδρεύτηκα όταν ήμουν 20 χρονών. Είς το μνημόσυνόν της επήρα είς το κεφάλιν μου το δίσκον με τα κόλλυβα από το σπίτι έως είς την εκκλησίαν.
Πριν το 1821 έγιναν πολλές εξεγέρσεις χωρίς όμως αποτέλεσμα. Πώς τελικά καταφέρατε και οργανώσατε την Επανάσταση;
Είναι μαζί πολλά. Καταρχάς το είδος της ζωής που εκάμναμε μας βοήθησε πολύ, διότι ξέραμε τα κατατόπια, τους δρόμους, τας θέσεις, τους ανθρώπους. Εσυνηθίσαμεν να καταφρονούμε τους Τούρκους, να υποφέρωμεν την πείναν, την δίψαν, την κακοπάθειαν, την λέρα και καθεξής.
Έπειτα, πριν τα 1821, όσοι εσπούδαζαν, όσοι ξενιτευόμεθα και μας έφευγε η αποκαμομάρα, το χασμοριτό της δουλείας, εβλέπαμε μεγαλεία άλλων εθνών, τιμαίς που εχαίρετο η πίστις χριστιανών, εμαθαίναμε ποίους είχαμε προγόνους, ωρεγόμεθα και ημείς την αναγέννησιν και ταίς παλαιϊναίς δόξαις της Ελλάδος.
Συνέβη και η Γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων, που άνοιξε -κατά τη γνώμη μου- τα μάτια του κόσμου. Προτήτερα τα έθνη δεν εγνωρήζοντο. Τους βασιλείς τους ενόμιζαν ως θεούς της γης και ό,τι και αν έκαμαν, το έλεγαν: καλά καμωμένο. Διά αυτό είναι δυσκολώτερο να διοικήσης τώρα λαόν.
Βοήθησε και η Φιλική Εταιρεία. Εσείς πώς καταλήξατε να γίνετε μέλος της;
Η Εταιρείαν έγινε και επροόδευσε καθώς μερικοί από τους φυγάδες γραμματιζούμενους εμετέφραζαν και έστελναν είς την Ελλάδα βιβλία, και είς αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς όπου κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι.
Εμένα την Φιλική μου την είπε ο Πάγκαλος. Έπειτα πέρασε ο Αριστείδης. Ύστερα ο Αναγνωσταράς με έφερε γράμμα από την Εταιρία. Τότε εγώ άρχησα να κατηχώ διαφόρους είς την Ζάκυνθον, Κεφαλονιά και διαφόρους καπετανέους Σπετζιώτικων και Υδραϊκών καραβιών.
Είχατε αλληλογραφία με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Αυτό έγινε γνωστό και στις αγγλικές αρχές. Τι ακριβώς συνέβη;
Είς τα 1820 ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη διά να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι δικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως. Οι Άγγλοι όταν έμαθαν ότι έλαβα γράμματα, ήλθε η Αστυνομία διά να με εξετάση την νύκτα. Αλλ' εγώ τα γράμματα τα είχα φυλάξει. Έτζι, λοιπόν ανεχώρησα είς τάς 3 Ιανουαρίου 1821 από τη Ζάκυνθον. Από τας 6 Ιανουαρίου έως τας 22 Μαρτίου, επροσπάθησα ενέργησα είς την Μάνην να ενώσωμεν διάφορα σπήτια Μανιάτικα κατά την συνήθειάν τους, κι τους ενώσαμεν και τους αδελφώσαμεν.
Τι θυμάστε από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης;
Κινώντας εγώ, είχαν μίαν προθυμίαν οι Έλληνες όπου όλοι με τα εικόνας έκαναν δέησι και ευχαριστήσεις… Μου ήρχετο πότε να κλαύσω… Είς τον ποταμόν της Καλαμάτας ανασπασθήκαμε και εκινήσαμε.
Είς τα νησιά συνέβη το εξής: ‘Η Σπέτζες επρωτοσηκώθηκε. Ψαρά και Σάμος εκίνησαν αυτοθελήτως. Οι Νοικοκυραίοι της Ύδρας δεν ήθελαν να σηκωθούν, όμως ο λαός είπε των Αρχόντων: ή σηκώνεσθε και εσείς, ή θα βάλλωμε φωτιά να σας κάψωμε, μόνον ορδινιάσθε τα καράβια σας. Τους υποχρέωσαν, έδοσαν γρόσια και εβγήκαν.
Ο εμφύλιος πόλεμος στοίχησε το χαμό του γιου σας. Κάποιοι σας χαρακτήρισαν μεγαλόκαρδο για τη μετέπειτα στάση σας. Θέλετε να μας πείτε κάτι γι’ αυτό;
Στα 1824 έξω από την Τρίπολη σκότωσαν τον Πάνο… Κάποτε είδα στρατιώτες από το αντίθετο παρτίδο (κόμμα) να φοράνε τα όπλα του γυιού μου. Εγώ, γύρισα το πρόσωπο, δάκρυσα και είπα: Θέ μου, συχώρα τους φονιάδες του παιδιού μου.
Αν κάναμε ταξίδι στο μέλλον, τι θα λέγατε στις Ελληνίδες και τους Έλληνες;
Εγώ παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και διά τούτο σας ζητώ συγχώρεση, διότι δεν σας ομιλώ καθώς οι δασκαλοί σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, διά να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχόνοιας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια.
Η διχόνοια μας είναι το χειρότερο κακόν. Ίσως όλοι θέλουμεν το καλό, πλην καθένας κατά τη γνώμη του. Ο ένας λέγει, ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει είς το ανατολικό μέρος, ο άλλος είς το αντικρυνό. Με τούτο τον τρόπο ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει.
Είς εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, όπου ημείς ελευθερώσαμε.
Ο Κολοκοτρώνης προσευχόμενος, Απόστολος Γεραλής (1886-1983) | Πολεμικό Μουσείο
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1770 στο Ραμαβούνι Μεσσηνίας. Σε ηλικία 51 ετών ηγήθηκε της Ελληνικής Επανάστασης. Μετά το χαμό της Αικατερίνης Καρούσου (με την οποία είχε 5 παιδιά), θα αποκτήσει το 1836 με τη Μαργαρίτα Βελισάρη τον Παναγιώτη, τον οποίο αναγνώρισε με τη διαθήκη του.
Πέθανε ξημερώματα της 4ης Φεβρουαρίου 1843 στην Αθήνα.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από:
- Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836/ Υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης, Αθήνα, 1846.
- Λόγος Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα, 1838.
Πηγή ανάκτησης: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων - Δοκίμιον ιστορικόν περί της Eλληνικής Eπαναστάσεως / παρά Ιωάννου Φιλήμονος, Τόμος 3, Αθήνα, 1860.
- Ανέκδοτα του Καραϊσκάκη και του Κολοκοτρώνη: ανέκδοτα -γνωμικά- περίεργα / υπό Ιωάννη Βλαχογιάννη, 1922.
- Η διαθήκη του Κολοκοτρώνη, συνετάχθη το 1841 από τον Χαράλαμπο Παπαδόπουλο και δημοσιεύθηκε στην «Αρκαδική Επετηρίς» από τον Τάκη Κανδήλωρο το 1906.
Πηγή ανάκτησης: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού