«Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. ''Μη φοβούστε, είναι μακριά'', μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σ’ εμάς. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο· φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση».
Τη μαρτυρία αυτή της Ελένης Καραντώνη, από το Μπουρνάμπασι Ιωνίας διαβάζουμε προς το τέλος της έκθεσης «Μικρά Ασία: Λάμψη · Καταστροφή · Ξεριζωμός · Δημιουργία», στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138) και μας κάνει να επιστρέψουμε σε μία φωτογραφία που προ ολίγου είχαμε παρατηρήσει στην έκθεση, με την περιγραφή «Η Σμύρνη καίγεται, 14 Σεπτεμβρίου 1922» (Συλλογή Λουκά Π. Χριστοδούλου).
Διότι, η συγκεκριμένη φωτογραφία (κεντρική στο παρόν δημοσίευμα) απαθανατίζει το αδιέξοδο όσων βρισκόντουσαν στη Σμύρνη όταν καιγόταν το 1922, με μόνη επιλογή διαφυγής μία βάρκα που θα τους γλίτωνε από τα κόκκινα χείλη της φωτιάς, μία βάρκα συνώνυμη της εναπομένουσας ελπίδας μιας και οτιδήποτε άλλο είχε χαθεί. Συντροφιά τους, μέλη της οικογένειας, άλλοι ξεριζωμένοι και αντικείμενα μιας ζωής –προσωπικά τιμαλφή– στοιβαγμένα σε έναν αυτοσχέδιο μπόγο, συχνά με πέτρες και χώμα από τα πάτρια εδάφη και τα κλειδιά του σπιτιού τα οποία έπαιρναν μαζί τους με την ελπίδα ότι θα επιστρέψουν.
Μεγάλο μέρος της έκθεσης θέτει ερωτήματα για το τι είναι πατρίδα: τι είναι πατρίδα για τους ξεριζωμένους της Μικράς Ασίας, τι συμβολίζουν όσα έβαλαν βιαστικά σε έναν μπόγο, το ψυχικό τους σθένος μέσα από τις μαρτυρίες τους. Κάνοντάς μας να αναλογιστούμε τι είναι για εμάς πατρίδα, είτε είμαστε ξεριζωμένοι, είτε όχι.
Όπως και ότι η προσφυγιά είναι ζήτημα παντός καιρού, φέρνοντας στο νου μας τους Ουκρανούς που άφησαν πίσω την πατρίδα τους μετά τη ρωσική στρατιωτική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου 2022.
Λήψη της έκθεσης, διακρίνουμε ένα μπαούλο, μία βαλίτσα, ένα διπλωμένο χαλί και έναν μπόγο, με φόντο ένα αντίσκηνο © Μενέλαος Μυρίλλας / Μουσείο Μπενάκη
Η έκθεση, η οποία συνδιοργανώνεται από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, αποτελείται από περισσότερα από 1.100 εκθέματα και πάνω από 500 φωτογραφίες, που «ζωντανεύουν» την ακμή του ελληνισμού στη Μικρά Ασία πριν τους διωγμούς, τη δραματική περίοδο 1919-1923 καθώς και την εγκατάσταση και ενσωμάτωση στην Ελλάδα.
Αποτελούν «μάρτυρες» μιας ζωής σε άνθιση, μιας ζωής που απειλήθηκε και ξεριζώθηκε και ακόμη και εάν της έμελλε να μαραθεί, η ζωή αυτή αναδύθηκε από τις στάχτες της δίνοντάς μας να καταλάβουμε ότι με την αναγέννηση, τη δημιουργία, κρατήθηκε δυνατή στη θύμησή τους η πατρίδα τους.
Αναμνήσεις περιπλεγμένες με συναισθήματα τα οποία δεν μπορούν να αποκοπούν από κάθε ξεριζωμένο, καθότι έχει την πατρίδα του «μέσα» του. Και οι μαρτυρίες, τα αντικείμενα, τα τεκμήρια-ντοκουμέντα μιας καταστροφής είναι εκεί να διατηρούν ανεξίτηλη τη μνήμη και ζωντανή την Ιστορία· το τραύμα στη συλλογική μνήμη είναι πιο νωπό για εκείνους με καταγωγή από τη Μικρά Ασία.
Η διάρθρωση της έκθεσης
Το σκηνικό που αντικρίζουμε καθώς εισερχόμαστε στην έκθεση παραπέμπει σε πλοίο από όπου οι οφθαλμοί μας παρατηρούν σε ακριβώς ευθεία γραμμή την προκυμαία της Σμύρνης, η οποία «ζωντανεύει» με ψηφιακό κολλάζ αποτελούμενο από εικόνες της Σμύρνης των αρχών του 20ου αιώνα.
Και έτσι ξεκινά η αφήγηση της έκθεσης: με ένα ταξίδι στη «λάμψη» του ελληνισμού της Μικράς Ασίας (πρώτη ενότητα) από την Ιωνία και τα δυτικά παράλια, προχωρά στην Καππαδοκία και τις νότιες επαρχίες, συνεχίζει διασχίζοντας τον Πόντο για να επιστρέψει προς δυσμάς, γύρω από την Κωνσταντινούπολη και να καταλήξει στην Ανατολική Θράκη.
Ποντιακές λύρες (κεμεντζέδες). Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών – Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο. Πηγή: Μουσείο Μπενάκη
Ορισμένα από όσα παρατηρούμε σε αυτή τη διαδρομή είναι ποντιακές λύρες (κεμεντζέδες), κεραμικά από την Κιουτάχεια με μυθικές φιγούρες, εκδόσεις από τη Σμύρνη που διετέλεσε σπουδαίο εκδοτικό κέντρο, πορτραίτα και αντικείμενα της καθημερινής ζωής των εύπορων οικογενειών.
Την ενότητα της περιόδου ακμής διαδέχεται εκείνη (δεύτερη ενότητα) που αφορά στην περίοδο των διωγμών, το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και των Συνθηκών, την περίοδο της ελληνικής απόβασης και της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η «καταστροφή» του 1922, καθώς και η Έξοδος των προσφύγων.
Μεταξύ άλλων, παρατηρούμε την πένα με την οποία ο Ελ. Βενιζέλος υπέγραψε τη Συνθήκη των Σεβρών, τα γυαλιά οράσεώς του, την ελαιογραφία «Το θωρηκτό ''Αβέρωφ'' στην Κωνσταντινούπολη μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου» (1919) του Α. Djenandji, κλειδιά από το σπίτι της Ευέλπης Παυλιόγλου στη Σμύρνη.
Α. Djenandji, Το θωρηκτό «Αβέρωφ» στην Κωνσταντινούπολη μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, 1919. Ελαιογραφία. Ο υποναύαρχος Γεώργιος Κακουλίδης απέκτησε τον πίνακα αυτόν το 1919 στην Κωνσταντινούπολη από τον ίδιο τον ζωγράφο ως ενθύμιο της άφιξης του συμμαχικού στόλου. Συλλογή Όλγας Μάνου. Πηγή: Μουσείο Μπενάκη
Η τρίτη και ενότητα της έκθεσης κατακλύζεται από αντίσκηνα, μπαούλα και μπόγους, καθότι επικεντρώνεται στην εγκατάσταση και την ενσωμάτωση των εκπατρισμένων στην Ελλάδα και στην επίδραση που η παρουσία τους είχε σε πολλούς τομείς της ελληνικής κοινωνίας.
Ο αμφιβληστροειδής μας πέφτει σε μπολάκια με χώμα από την πατρίδα τους τα οποία έβαζαν στο εικονοστάσι ως κάτι ιερό, πέτρες επίσης από την πατρίδα τους, φωτογραφίες με αντίσκηνα των ξεριζωμένων μεταξύ αυτών και του προσφυγικού καταυλισμού στο Θησείο.
Ο προσφυγικός καταυλισμός στο Θησείο (Ναός του Ηφαίστου), Αθήνα, 1922. Πηγή: Μουσείο Μπενάκη
Σε σημείο της έκθεσης όπου παρουσιάζεται η μουσική άνθιση ακούμε ρεμπέτικα, παρατηρούμε μουσικά όργανα και δίσκους της εποχής, συνοδευόμενα από την ξυλογραφία «Οι αρχόντισσες των ρεμπέτικων τραγουδιών» (1970) του Α. Τάσσου.
Λήψη από την έκθεση, στις τέσσερις ξυλογραφίες αριστερά (κάτω μέρος) οι «Οι αρχόντισσες των ρεμπέτικων τραγουδιών» (1970) του Α. Τάσσου © Μενέλαος Μυρίλλας / Μουσείο Μπενάκη
Σε μία προθήκη διαβάζουμε τίτλους βιβλίων, όπως «Αιολική γη» του Ηλία Βενέζη, «Στου Χατζηφράγκου» του Κοσμά Πολίτη. Τμήμα της τελευταίας αυτής ενότητας είναι αφιερωμένο στην ίδρυση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών το 1930 από τη Μέλπω και τον Οκτάβιο Μερλιέ.
Τα αντικείμενα της έκθεσης
Το χρονικό του μικρασιατικού ελληνισμού περιγράφεται μέσα από έργα τέχνης, εικόνες, εκκλησιαστικά, πολεμικά και προσωπικά κειμήλια, ενδυμασίες, κοσμήματα, χειροτεχνήματα, χάρτες, φωτογραφίες, αρχειακό και κινηματογραφικό υλικό, εφημερίδες, επιστολές, κάρτες, και πολλά άλλα τεκμήρια. Αποσπάσματα από προσωπικές μαρτυρίες συμπληρώνουν την αφήγηση, ζωντανεύοντας τις εικόνες και τα σιωπηλά αντικείμενα.
Πέρα από τους δύο συνδιοργανωτές (Μουσείο Μπενάκη, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών), στην έκθεση δανείζουν αντικείμενα και τεκμήρια 88 ιερές μητροπόλεις, μουσεία, αρχεία, φορείς, ιδρύματα, εταιρείες και αθλητικοί σύλλογοι, θεματοφύλακες της ιστορίας και του πολιτισμού του μικρασιατικού ελληνισμού, καθώς και 93 ιδιώτες, οι οποίοι συνεισφέρουν θησαυρούς από τις προσωπικές συλλογές και τα αρχεία τους.
Λήψη από την έκθεση με ορισμένα από τα κεραμικά της Κιουτάχειας © Μενέλαος Μυρίλλας / Μουσείο Μπενάκη
Η προετοιμασία και έρευνα της έκθεσης ξεκίνησε το 2018. Η έκθεση πραγματοποιείται με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα, το 2022, από τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρατείνεται έως τις 26 Φεβρουαρίου 2023, και τελεί υπό την αιγίδα της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Την επιμέλεια της έκθεσης και των δύο εκδόσεων που τη συνοδεύουν έχει η ιστορικός τέχνης Εβίτα Αράπογλου, σε συνεργασία με τον Διευθυντή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ακαδημαϊκό Πασχάλη Κιτρομηλίδη, και τους ερευνητές του Κέντρου, τον Επιστημονικό Διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, Γιώργη Μαγγίνη, και τους επιμελητές του Μουσείου, καθώς και πολλούς ακόμη επιστημονικούς συνεργάτες.
«Μικρά Ασία: Λάμψη · Καταστροφή · Ξεριζωμός · Δημιουργία» - Μουσείο Μπενάκη , Πειραιώς 138
Κεντρική φωτογραφία: Η Σμύρνη καίγεται, 14 Σεπτεμβρίου 1922. Συλλογή Λουκά Π. Χριστοδούλου. Πηγή: Μουσείο Μπενάκη.