«Με ελκύουν οι άνθρωποι του Χρέους. Εκείνοι που έχουν φορτωθεί, σε κάποια στιγμή της ζωής τους, ένα βάρος και δεν ψάχνουν τρόπο να το ξεφορτωθούν ή να το μεταβιβάσουν.»
Μ’ αυτό το σκεπτικό γράφει, όπως μας εξομολογήθηκε στο Liberal.gr ο Νίκος Γκίκας τα βιβλία του. Έτσι ξεκίνησε να γράφει το αστυνομικό του μυθιστόρημα «Η Διαθήκη του Δολοφόνου» οκτώ χρόνια πριν.
Αναζητώντας τις εμμονές του, αναγνωρίζει ότι «Η φαντασία είναι, ίσως, η μόνη ακατέργαστη μορφή τέχνης, ένα άυλο άρμα που δεν υπόκειται σε κανόνες». Και «Γενικά μιλώντας, ότι έχω μια εμμονή κατά των κανόνων, στην πραγματική ζωή και στην άυλη της μυθοπλασίας. Φυσικά με ενδιαφέρει κάθε παραβίαση να στηρίζεται και να δικαιολογείται απόλυτα από τον ίδιο τον κανόνα που αναιρείται.»
Μ’ αυτούς τους μη κανόνες γράφτηκε και το «Flatiron» πριν από ένα χρόνο. Αλλά τώρα είναι τα δύσκολα, όπως θα μας αποκαλύψει.
«Προσπαθώ να ολοκληρώσω ένα μυθιστόρημα για το τέλος του κόσμου μας» μας λέει και «Αμφιβάλλω αν θα τα καταφέρω, αφού η δομή του ξεφεύγει από τη συνηθισμένη τρίπρακτη ή τη δαιδαλώδη επιμήκη που χρησιμοποιείται για έργα ανάλογης θεματολογίας. Εδώ δεν υπάρχει κάτι να περιμένει κανείς, το τέλος είναι δεδομένο, χωρίς συγκρούσεις, ανατροπές και διακυμάνσεις. Μια ευθεία γραμμή στην οθόνη ενός παλμογράφου. Κι είναι δύσκολο για τον γράφοντα να συνεχίσει, αφού η ιστορία πρέπει να γραφτεί από τα χέρια ενός παιδιού. Ποιος μπορεί να ξαναγίνει παιδί σήμερα;»
Για την ώρα εμείς θα σας ανοίξουμε το συγγραφικό του εργαστήρι.
-Κύριε Γκίκα, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Επιλέγω το πιο ήσυχο και σκοτεινό σημείο του σπιτιού, εκεί δεν φτάνουν φως και ήχος, και τις ώρες εκείνες της γραφής ξεχνώ ποιος είμαι κι αφήνω την ιστορία να με πάρει μαζί της.
-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Αρκεί μια φράση ή ένα γεγονός -η άκρη ενός νήματος μπερδεμένου σε κουβάρι. Για να ξετυλιχτεί, όμως, το κουβάρι χρειάζεται ένα πλάνο -μια σκαλέτα και μια επιλογή και ιεράρχηση των χαρακτήρων, ιδιαίτερα στη μεγάλη φόρμα, περισσότερο δε στη θεατρική γραφή.
-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
“Η Διαθήκη του Δολοφόνου” ξεκίνησε να γράφεται πριν οκτώ χρόνια, σε ένα παλιό ξύλινο έπιπλο μιας αγροικίας, πολλά χιλιόμετρα μακριά από τον πολιτισμό. Η γραφή προχώρησε και ολοκληρώθηκε σε ένα πολυτελές συγκρότημα γραφείων μιας διαφημιστικής εταιρείας, στη Λεωφόρο Συγγρού, ενόσω ο γράφων απολάμβανε τα διαλείμματα μεταξύ τηλεφωνικών πωλήσεων. Τριακόσιες εξήντα σελίδες αστυνομικού μυστηρίου με άρωμα σκευασμάτων αλόης για ευεξία και ζωή -δεν είναι ειρωνεία;
-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Η φαντασία είναι, ίσως, η μόνη ακατέργαστη μορφή τέχνης, ένα άυλο άρμα που δεν υπόκειται σε κανόνες. Γενικά μιλώντας, έχω μια εμμονή κατά των κανόνων, στην πραγματική ζωή και στην άυλη της μυθοπλασίας. Φυσικά με ενδιαφέρει κάθε παραβίαση να στηρίζεται και να δικαιολογείται απόλυτα από τον ίδιο τον κανόνα που αναιρείται.
Στη “Διαθήκη του Δολοφόνου” (2019, Εκδόσεις Bell) ο ένοχος δίδεται από τον τίτλο κιόλας, κάτι που απαγορεύεται, αφού συνήθως είναι το ζητούμενο στα περισσότερα αστυνομικά μυθιστορήματα. Αυτή όμως η ανακολουθία είναι εκείνη που παρασύρει τον αναγνώστη να ενδιαφερθεί και να ψάξει για τον πραγματικό ένοχο -που δεν είναι άλλος, τελικά, από εκείνον που αναφέρεται στον τίτλο. Με αυτόν τον τρόπο η προσοχή του αποσπάται από το “ποιος” και επικεντρώνεται στο “πώς”.
Στο “Flatiron” (2021, Εκδόσεις Θεοδόση. Άγγ. Παπαδημητρόπουλου) ο φόνος γίνεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, -κάτι που επίσης αποφεύγεται στις ιστορίες μυστηρίου- ο δολοφόνος έχει ταυτότητα και υπόσταση, όμως η επίλυση διαψεύδει όσα έχουν δει τα ίδια τα μάτια.
- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Κατ’ αρχήν να σέβεται εκείνον που θα τη διαβάσει, τον χρόνο που θα δαπανήσει για να τη διαβάσει, τα χρήματά του, -εφόσον πρόκειται για εγχρήματη συναλλαγή- τη νοημοσύνη του και τους στοιχειώδεις κανόνες που διέπουν τη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη: ο πρώτος οδηγός, ο δεύτερος συνεπιβάτης στο άρμα της ιστορίας.
Και σίγουρα να περιέχει -ακόμα καλύτερα- να εξαρτάται από κάτι φαινομενικά αδύνατο, ανήκουστο, αδιανόητο. Μια πράξη ή μια συνθήκη που έχουν βαπτιστεί “παράλογες” και που, στο τέλος της ιστορίας αποδεικνύονται ως οι μόνες αποδεκτές.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Με ελκύουν οι άνθρωποι του Χρέους. Εκείνοι που έχουν φορτωθεί, σε κάποια στιγμή της ζωής τους, ένα βάρος και δεν ψάχνουν τρόπο να το ξεφορτωθούν ή να το μεταβιβάσουν.
-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Σε ένα θεατρικό έργο, που πρόκειται να κυκλοφορήσει προσεχώς από τις Εκδόσεις Θεοδόση Άγγ. Παπαδημητρόπουλου, υπάρχει ένας χαρακτήρας, ο Ντούσιας, ένας βετεράνος του Πολέμου του 1940. Την ιστορία αυτού του ανθρώπου την άκουσα πριν λίγα χρόνια από τα χείλη ενός γέροντα ιερέα σε ένα ορεινό χωριό. Όταν έμαθα για τη συγγένεια μαζί του με κατέκλυσε ένα αίσθημα ικανοποίησης και υπερηφάνειας, όχι για το ένδοξο παρελθόν του, αφού ποτέ του δεν πολέμησε. Υπήρξε πρωτοπαλίκαρο ενός διάσημου ληστή που έκλεβε από τους πλούσιους και έδινε στους φτωχούς.
-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Όταν διάβασα τις “Περιπέτειες του Τομ Σόγερ” αποφάσισα να αλλάξω συμπεριφορά και τρόπους σαν παιδί φοβούμενος για τις συνέπειες των πράξεών μου.
-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Για πολλά χρόνια υπήρχε σε ένα ράφι “Το Χρονικό του Σαν Μικέλε” του Άξελ Μούντε. Κάθε καλοκαίρι, σε κάποια εξοχή, επέστρεφα σε αυτό και ονειρευόμουν ένα τέλος όμοιο με του πρωταγωνιστή: μια απόμερη γωνιά σε έναν αγριότοπο, πάνω από τα βάθη ενός πελάγους. Πρόσφατα χάρισα το αντίτυπο σε κάποιον, καθώς δεν άντεχα πια να το διαβάζω. Κάποια όνειρα είναι τόσο γλυκά, που σε πονούν όταν τα βλέπεις να σε καλούν και να πετούν σαν πλησιάζεις.
-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Νίκος Θέμελης.
-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Χρειάζομαι σιωπή και σκοτάδι για να γράψω. Συνήθως αρκεί μια λάμπα γραφείου για φως, αφού η πρώτη γραφή γίνεται πάντα σε χαρτί. Ο υπολογιστής εμφανίζεται όταν χρειάζεται να στείλω το κείμενο κάπου. Κρίμα, όμως κάνεις δεν θέλει να διαβάζει χειρόγραφα σήμερα.
-Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Προσπαθώ να ολοκληρώσω ένα μυθιστόρημα για το τέλος του κόσμου μας. Αμφιβάλλω αν θα τα καταφέρω, αφού η δομή του ξεφεύγει από τη συνηθισμένη τρίπρακτη ή τη δαιδαλώδη επιμήκη που χρησιμοποιείται για έργα ανάλογης θεματολογίας. Εδώ δεν υπάρχει κάτι να περιμένει κανείς, το τέλος είναι δεδομένο, χωρίς συγκρούσεις, ανατροπές και διακυμάνσεις. Μια ευθεία γραμμή στην οθόνη ενός παλμογράφου. Κι είναι δύσκολο για τον γράφοντα να συνεχίσει, αφού η ιστορία πρέπει να γραφτεί από τα χέρια ενός παιδιού. Ποιος μπορεί να ξαναγίνει παιδί σήμερα;