Οι συστάσεις για τον Ιταλό τενόρο Αντρέα Μποτσέλι (γενν. 1958) είναι περιττές, οι σταθμοί του ανά τον κόσμο δεκάδες διαδίδοντας τη μαγεία της φωνής του σαν αυτή συνευρίσκεται με την κλασική μουσική, καθότι, όπως έλεγε η μητέρα του, μόνο η κλασική μουσική μπορούσε να τον ηρεμήσει.
Αυτή τη μαγεία θα συναισθανθούν όσοι παρευρεθούν στην συναυλία που δίνει στις 18 Ιουλίου στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, την μεγαλύτερή του συναυλία στην Ελλάδα μέχρι σήμερα. Μαζί του, επί σκηνής, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων.
Τον Μποτσέλι, τον άνθρωπο που έδωσε νέα πνοή στην όπερα έχοντας παγκοσμίως αναγνωρισθεί ως το απόλυτο σύμβολο της πλούσιας ιταλικής τραγουδιστικής παράδοσης και συνεισφέρει ώστε η κλασική μουσική να ανέλθει και να καθιερωθεί στην κορυφή των παγκόσμιων μουσικών charts, τον ανακάλυψε ο επίσης Ιταλός τενόρος Λουτσιάνο Παβαρότι (1935-2007).
Το ήθος και το σκηνικό ταπεραμέντο του Μποτσέλι ήταν διάχυτα ήδη από τα εφηβικά του χρόνια· στα 14 του χρόνια συμμετείχε σε έναν παιδικό διαγωνισμό μουσικής στην πόλη Βιαρέτζιο, όπου τραγούδησε το «O sole mio» και ανεδείχθη νικητής. Η μουσική του κλίση ήταν εμφανής νωρίτερα: ξεκίνησε μαθήματα πιάνου στα έξι του χρόνια, αργότερα έμαθε φλάουτο, σαξόφωνο, τρομπέτα, τρομπόνι, κιθάρα και ντραμς, και στα επτά του χρόνια μπορούσε να ξεχωρίσει τις φωνές των πιο διάσημων τραγουδιστών της εποχής και προσπαθούσε να τους μιμηθεί.
Ο ίδιος πίστευε ότι «το ταλέντο είναι δώρο Θεού, δώρο εξ’ ουρανού. Εναπόκειται σε εμάς να το καλλιεργήσουμε και να το χαρίσουμε στον διπλανό μας. Το να μην το καλλιεργήσουμε θα ήταν μια αγνωμοσύνη». Κατ’ αυτόν τον τρόπο – θα έλεγε κανείς – προστάτευσε τη φωνή του και τη μοιράζεται μαζί μας με την πρώτη ευκαιρία· στις συναυλίες του, στους περισσότερους από 15 προσωπικούς δίσκους που ηχογράφησε από το 1982 και εντεύθεν και βρίσκονται στη δισκοθήκη εκατοντάδων σπιτιών καθότι έχει στο ενεργητικό του πάνω από 90 εκατομμύρια πωλήσεις, με άλμπουμ όπως τα «Romanza», «Sacred Arias», «Sì» και «Believe» να βρίσκονται στην κορυφή των παγκόσμιων charts.
Τη φωνή του μοιράστηκε και στην άτυπη «συναυλία» που έδωσε την Κυριακή του Καθολικού Πάσχα του έτους 2020, οπότε και η Ιταλία αλλά και όλη η υφήλιος ταλανιζόταν από την πανδημία του κορονοϊού. Ο διεθνούς αναγνώρισης τενόρος είχε ψάλλει αναστάσιμους ύμνους στον άδειο καθεδρικό του Ντουόμο της μεγαλούπολης στη Λομβαρδία, την περιοχή που είχε χτυπηθεί περισσότερο από την πανδημία καταγράφοντας καθημερινά – για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα – εκατόμβη νεκρών.
Άξιος θαυμασμού ο Μποτσέλι καθότι παρά την τύφλωσή του δεν σταμάτησε να «επενδύει» στην τέχνη του και να χαρίζει με τη φωνή του μοναδικές στιγμές σε όσους με προσμονή και προσοχή αφουγκράζονται τη φωνή του επιτρέποντάς της να διεισδύσει στην ψυχή τους. Όπως είχε αποκαλύψει σε μία από τις συνεντεύξεις του: «Καθώς μεγάλωνα, όλοι μου έλεγαν ''μην το κάνεις αυτό είναι επικίνδυνο''', αλλά δεν με ένοιαζε. Άμα το σκεφτούμε έτσι όλα είναι επικίνδυνα. Μ’ αρέσει να ιππεύω άλογα. Μ’ αρέσει το ποδόσφαιρο. Έχω πάθος με το μποξ από τότε που ήμουν παιδί, αλλά θα ήταν ανόητο εκ μέρους μου να αρχίσω να παίζω».
Η αγάπη του για την ιππασία καταγράφηκε στην ταινία-ντοκιμαντέρ «The Journey» που έκανε πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη την άνοιξη του 2023. Στην ταινία καταγράφεται μια εξερεύνηση στιγμών, τραγουδιών και σχέσεων που συνδέουν τον διάσημο τενόρο με ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή του.
Όσο για το υλικό της ταινίας προέκυψε από τα περισσότερα από 350 χιλιόμετρα τα οποία διένυσαν (2021) έφιπποι ο Μποτσέλι και η σύζυγός του, εκκινώντας από τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη – όπου έλαβε την ευλογία του Πάπα Φραγκίσκου – και καταλήγοντας στη γενέτειρά του, το Λατζάτικο, στην Τοσκάνη.
Αντρέα Μποτσέλι, Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, 18 Ιουλίου (21:30)
Πηγή κεντρικής φωτ.: AP Photo/ Martin Dokoupil