Την περασμένη εβδομάδα σήκωσε αυλαία ένα λαμπρό αφιέρωμα στον μάγο της αφίσας Γιώργο Βακιρτζή. Πολύ κοντά στον χώρο όπου μεγαλούργησε, πίσω από τον – χρόνια τώρα κακοπαθημένο – κινηματογράφο Αττικόν, ο ζωγράφος πρωταγωνιστεί στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, δίπλα σε μορφές που έγραψαν τη δική τους ιστορία στον τόπο. Αξίζει να σταθεί κανείς σε ένα ταινιάκι του ενός λεπτού, όπου ο Βακιρτζής ζωγραφίζει με καταπληκτική ταχύτητα.
Αυτό το σπάνιο ντοκουμέντο σώζει τον τρόπο του μάστορα που κατόρθωνε σε ακαριαίο χρόνο να αποτυπώνει το ήθος του προσώπου με τα ελάχιστα. Ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πορτρέτα του, η Στέλλα, φιλοτεχνήθηκε το 1955. Το περίφημο πολλαπλό έργο της Μέριλιν που φιλοτέχνησε ο Άντι Γουόρχολ και σήμερα είναι το πιο ακριβό έργο τέχνης του 20ου αιώνα γεννήθηκε σχεδόν δέκα χρόνια μετά, το 1964.
Οι συγγένειες που μπορεί κάποιος να εντοπίσει ανάμεσα στους δύο δημιουργούς δεν αφορούν στενά στο ύφος και τα μέσα που επέλεξαν, αλλά κυρίως στους στόχους και τον ορίζοντα που μοιράστηκαν χωρίς να παρακολουθεί ο ένας τον άλλο.
Χρονικά γεννήθηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου – ο Βακιρτζής το 1923, ο Γουόρχολ το 1928 – από οικογένειες μεταναστών, χωρίς υποστήριξη, αλλά εργαζόμενοι από νεαρή ηλικία στο πεδίο των εφαρμοσμένων τεχνών. Ο Έλληνας καλλιτέχνης ποτέ του δεν επιδίωξε να λέγεται «πατέρας της εγχώριας pop art», αλλά κατά έναν τρόπο υπήρξε.
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’50, περίοδο που η Ελλάδα έκλεινε τα τραύματά της κι ο κόσμος της άφηνε την επαρχία με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής στην πρωτεύουσα. Ο κόσμος αυτός – από τα θλιμμένα ισόγεια των θυρωρών έως τα φωτεινά αστικά διαμερίσματα – «ζούσε» το όνειρο σε αυτό που πρόσφερε ο κινηματογράφος.
Ο πρώτος που μέτρησε τη δύναμη της «Εβδομης τέχνης» στον άνθρωπο της εποχής – καλύτερα κι από τους δασκάλους του – και θέλησε να την υπηρετήσει με τη δική του σφραγίδα, ήταν ο Βακιρτζής.
Πέρασε με επιτυχία από τις γιγαντοαφίσες στο μάρκετινγκ και τη διαφήμιση της εποχής, όπως ακριβώς έκανε κι ο Γουόρχολ μόνο που εκείνος είχε την σπάνια τύχη να δουλέψει στην αναδυόμενη τότε Μέκκα της σύγχρονης τέχνης, Νέα Υόρκη (αξίζει να δείτε τη σειρά έξι επεισοδίων με τίτλο «The Andy Warhol Diaries» που παίζεται στη δημοφιλή πλατφόρμα του Netflix).
Ειδικότερα τις γιγαντοαφίσες, ο Βακιρτζής φιλοτεχνούσε αυτές του Αττικόν στο εργαστήριό του στη Χρήστου Λαδά 11. Από τη στιγμή που οι αιθουσάρχες του παρείχαν το υλικό από τα κινηματογραφικά στούντιο, φωτογραφίες των ηθοποιών και κάποιες σκηνές, ο ζωγράφος με δυο-τρεις βοηθούς του, εκτελούσε τη μακέτα, βασισμένη στα κυρίαρχα στοιχεία της. Με ταχύτητα προχωρούσε σε μια χωρίς διορθώσεις εκτέλεση. Δεν υπήρχε δηλαδή περιθώριο λάθους, καθώς ήταν όλα στο χέρι.
Παρόμοιο χαρακτήρα έχει και η αφιερωματική έκθεση στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών. Κινηματογραφικές γιγαντοαφίσες που έπαιρναν τη θέση τους στις μαρκίζες των κεντρικών κινηματογράφων της πρωτεύουσας, παρουσιάζονται μπροστά μας μέσα από τις μακέτες, τα πρώτα θαυμάσια σχέδια που ο ζωγράφος φιλοτέχνησε με ακουαρέλες, μελάνια, μολύβια και bic.
Δάσκαλός του Βακιρτζή ήταν ο Τούρκος Κιαμίλ Νουρ στην Κοκκινιά, το εργαστήριο του οποίου έκανε ταμπέλες, επιγραφές για μαγαζιά, διακοσμήσεις για το τσίρκο, για πανηγύρια, σκηνικά για πλανόδιους θιάσους, καθώς και διαφημιστικές επιγραφές με ασβέστη πάνω σε μαντρότοιχους. Την τέχνη της αφίσας γνώρισε κοντά στον Στέφανο Αλμαλιώτη τη δεκαετία του 1930 και συμπλήρωσε την παιδεία του στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Στη συνέχεια προσελήφθη από την εταιρεία διανομής ταινιών «Σπύρος Δ. Σκούρας» κι από το 1945 ως το 1963 ανέλαβε καλλιτεχνικός της διευθυντής οργανώνοντας το εργαστήριό του στην αυλή πίσω από το Αττικόν. Συνεργάστηκε επίσης με τη «Φίνος Φιλμς» και το «L.T.C.» του Παρισιού και διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής της διαφημιστικής εταιρείας «Γνώμη Α.Ε.» από το 1963.
Ο Βακιρτζής επιμελήθηκε σπουδαίες εκδόσεις τέχνης και φιλοτέχνησε εξώφυλλα για βιβλία, λευκώματα και περιοδικά, ενώ συνέβαλε σημαντικά και στην προώθηση της εφαρμοσμένης φωτογραφίας στην Ελλάδα. Μάγος της αφίσας, έχει υπογράψει εξαιρετικές αφίσες και για τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού.
Ο Γιώργος Βακιρτζής
Ο Αλέκος Φασιανός συμπυκνώνει εξαιρετικά το βλέμμα του θεατή μπροστά στα εφήμερα δημόσια έργα της εποχής, τα «γκράφιτι» της παλιάς Αθήνας: «Αυτές οι γιγαντοαφίσες, συγχρόνως μιλούσαν ζωντανά στους περαστικούς, γιατί δεν ήταν απλώς φωτογραφίες, αλλά είχαν περάσει από ένα συγκινητικό χρωστήρα κάποιου καλλιτέχνη, που συμμετείχε τελικά στην υπόθεση του έργου, αφού με ελάχιστες, στην κυριολεξία, πινελιές, ζωγράφιζε περιληπτικά και με ουσιώδη τρόπο το έργο.
Πιο εξομολογητικός ο Παντελής Βούλγαρης μας δείχνει τη σημασία των έργων αυτών για μια ολόκληρη γενιά: «Το λαμπερό κόκκικο διαμάντι στον αφαλό της Τζιάνα Μαρία Κανάλε, η γυμνή αλαβάστρινη μέση της, με κράτησαν ξάγρυπνο τις νύχτες της εφηβίας.
Χριστουγεννιάτικο οικογενειακό δώρο ο Ταρζάν. Δεν ξεπαγιάζει γυμνός ανεβασμένος στα δέντρα χειμωνιάτικα; Πόσες μέρες κουβάλαγα το πρόβλημα του Γκάρυ Κούπερ στο «Τραίνο θα σφυρίξει τρεις φορές»... Δεν ήξερα να πυροβολώ, αλλά δεν θα λάκιζα, όπως οι «γενναίοι» της πόλης του. Αλήθεια, πόσα χρόνια πέρασαν από την εποχή που αγαπούσαμε τον κινηματογράφο;»
Σήμερα, αυτή η τέχνη έχει σχεδόν εξαφανιστεί από την επικράτηση των ψηφιακών μέσων. Πρόκειται για τέχνη που κατάφερε με πείσμα να προχωρήσει ως τις μέρες μας, διαφυλάσσοντας με τα πιο ζωντανά χρώματα την αθωότητα στο βλέμμα μας. Όμως, δεν είναι μόνο οι μάστορες που την υπογράφουν.
Την οφείλουμε και στην παρέα που κάθε Κυριακή βράδυ περίμενε να κατεβάσουν οι βοηθοί του Βακιρτζή τις γιγαντοαφίσες της ταινίας που μόλις είχε τελειώσει, για να ανεβάσουν αυτήν της επόμενης εβδομάδας. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά ο Χρήστος Μαργαρίτης κρατά τον ενθουσιασμό εκείνης της παρέας κι έτσι μοιράζεται με τις νεότερες γενιές την έκθεση στο αθηναϊκό κέντρο.
Η Μελίνα που «σώζεται» ως τις μέρες μας με εκείνα τα πλακάτα χρώματα της Στέλλας, εξηγεί: «Όταν τα όνειρα διοχετεύονταν σε αίθουσες κινηματογράφων, όταν το δάκρυ ''εκείνης'' κυλούσε από τα μάτια μας, και το μαχαίρι ''εκείνου'' σημάδευε την καρδιά μας, η φυγή άρχιζε από το πρώτο εκείνο βλέμμα που ακουμπούσαμε στις τεράστιες ζωγραφιές στην πρόσοψη του σινεμά και που φορές περνάγαμε για να ξαναδούμε. Η φυγή και το όνειρο συνεχίζονται ακόμη για μερικούς. Και κάποιοι ξεχασμένοι ρομαντικοί ψάχνουν ακόμη στο τέλος του έργου για τη μισοσκισμένη γιγαντοαφίσα.»
«Όταν ο Γιώργος Βακιρτζής ζωγράφιζε για τον κινηματογράφο Αττικόν» έως 9 Απριλίου στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών – Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία, οδός Ι.Παπαρρηγοπούλου 5-7, πλατεία Κλαυθμώνος, Καθημερινές (εκτός Τρίτης): 09.00 – 16.00, Σάββατο, Κυριακή : 10.00 – 15.00